Γράφει ο Διεθνολόγος Γιώργος Δουλδούρας

Η πρόσφατη ανάρτηση του Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, στην οποία ειρωνεύεται τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και υπονοεί ότι η Ουκρανία σύντομα θα χάσει την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, εγείρει σημαντικά ερωτήματα. Ως πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τραμπ Τζούνιορ έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του, αξιοποιώντας την προστασία της ελευθερίας του λόγου, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της αμερικανικής δημοκρατίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι γιος του νέου εκλεγμένου Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στις δηλώσεις του, ανεξαρτήτως της απουσίας θεσμικού του ρόλου.

Αυτή η ιδιότητα δημιουργεί εντυπώσεις και μπορεί να προκαλέσει παρεξηγήσεις, ιδιαίτερα όταν οι δηλώσεις του αφορούν ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, όπως η στήριξη της Ουκρανίας στον πόλεμο με τη Ρωσία.

Η τοποθέτηση του Τραμπ Τζούνιορ εντάσσεται σε ένα πλαίσιο, όπου είναι γνωστό ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εκφράσει σθεναρά την αντίθεσή του προς την αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο νέος Πρόεδρος έχει επικρίνει δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη στήριξη του Κιέβου, παρουσιάζοντας αυτές τις ενέργειες ως σπατάλη πόρων, οι οποίοι θα μπορούσαν να διατεθούν για την επίλυση εσωτερικών προβλημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών. Ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Τραμπ σκοπεύει να μειώσει ή και να σταματήσει τη βοήθεια προς την Ουκρανία, προς το παρόν δεν βρίσκεται στη θέση να λάβει αποφάσεις. Μέχρι την ορκωμοσία του, η εξουσία παραμένει στα χέρια της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία συνεχίζει να εφαρμόζει την πολιτική της αμέριστης στήριξης προς την Ουκρανία.

Παρά την απουσία θεσμικής εξουσίας, οι δηλώσεις του Τραμπ Τζούνιορ ενδέχεται να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές πολιτικές κατευθύνσεις της νέας κυβέρνησης. Η οικογενειακή του σχέση με τον εκλεγμένο Πρόεδρο, σε συνδυασμό με το ύφος της τοποθέτησής του, δίνει στις δηλώσεις του μια συμβολική βαρύτητα, η οποία μπορεί να προκαλέσει διπλωματικές αναταράξεις. Για παράδειγμα, οι δηλώσεις αυτές μπορεί να ενισχύσουν την ανασφάλεια του Κιέβου ή να ερμηνευθούν ως σήμα προς τη Μόσχα για αλλαγή της αμερικανικής στάσης.

Παράλληλα, το ύφος και η επιλογή των λέξεων του Τραμπ Τζούνιορ, που περιλάμβανε χλευασμό και σαρκασμό, δεν ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα που απαιτείται σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Η ουκρανική κρίση δεν είναι ένα απλό θέμα “επιδόματος”, όπως υπονοήθηκε, αλλά μια διεθνής σύγκρουση με τεράστιες επιπτώσεις για την παγκόσμια ασφάλεια. Τέτοιες δηλώσεις μπορεί να ενισχύουν τον λαϊκισμό, αλλά δεν προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις στις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Η ελευθερία του λόγου είναι αναμφίβολα μια θεμελιώδης αρχή· όμως, το δικαίωμα αυτό συνοδεύεται από ευθύνη, ιδίως όταν οι δηλώσεις προέρχονται από άτομα που σχετίζονται στενά με την εξουσία. Στην περίπτωση του Τραμπ Τζούνιορ, οι δηλώσεις του, αν και προσωπικές, έχουν τη δυνατότητα να παρερμηνευθούν ως προάγγελος της πολιτικής της νέας κυβέρνησης, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει περιττές εντάσεις. Η επιλογή του να διατυπώσει χλευασμούς σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή στερείται πολιτικής σοβαρότητας και ηθικής υπευθυνότητας.

Παράλληλα, η συγκεκριμένη τοποθέτηση φέρνει στο φως ένα ευρύτερο ζήτημα σχετικά με τον σύγχρονο πολιτικό λόγο. Το παραδοσιακό δίπολο δεξιάς και αριστεράς φαίνεται πως έχει αντικατασταθεί από μια νέα διάκριση: αυτή μεταξύ ρεαλισμού και λαϊκισμού. Ο ρεαλισμός επιδιώκει λύσεις βασισμένες σε δεδομένα και στρατηγική σκέψη, ενώ ο λαϊκισμός, ανεξαρτήτως ιδεολογικής προέλευσης, χρησιμοποιεί τον εντυπωσιασμό και την απλοϊκότητα για να κερδίσει τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Η δήλωση του Τραμπ Τζούνιορ δεν είναι παρά μια χαρακτηριστική έκφραση λαϊκισμού, η οποία στοχεύει περισσότερο στη δημιουργία θορύβου, παρά στην αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων.

Τέλος, είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε πώς θα αντιδρούσαν οι εντός Ελλάδας υποστηρικτές της δήλωσης του Τραμπ Τζούνιορ, αν μια παρόμοια δήλωση προερχόταν από τον γιο του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για ένα διεθνές ζήτημα, όπως οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ή το Κυπριακό. Είναι πιθανό ότι θα την κατέκριναν ως ανεύθυνη ή υπερβολική παρέμβαση, αποδεικνύοντας την υποκρισία που συχνά χαρακτηρίζει τη στήριξη τέτοιων ενεργειών. Αυτό το υποθετικό παράδειγμα δείχνει πόσο εύκολα οι πολιτικές τοποθετήσεις γίνονται εργαλείο ιδεολογικής εκμετάλλευσης, εις βάρος της σοβαρότητας και της συνέπειας.