Η ποιοτική μετάβαση του τραπεζικού δικαίου, από τον τυπικό δανεισμό προς τη μαζική μεταβίβαση και διαχείριση απαιτήσεων (servicing και τιτλοποίηση), έχει εντείνει την ανάγκη δικανικής ακρίβειας και διαφάνειας, ως προς τη διαμόρφωση του ύψους των απαιτήσεων.
Η ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του τραπεζικού δικαίου στην πολιτική δικονομία αποκαλύπτει συχνά το κρίσιμο σημείο ισορροπίας, ανάμεσα στο δικαίωμα της τράπεζας προς ικανοποίηση και το δικαίωμα του δανειολήπτη σε δίκαιη δίκη, ουσιαστική ενημέρωση και αποτελεσματική άμυνα.
Το ζήτημα της τεκμηρίωσης του ύψους της οφειλής και του τρόπου διαμόρφωσης της οφειλής, ως προς τα επιμέρους κονδύλια, αποκτά κομβικό χαρακτήρα. Αυτό αναδείχθηκε με ιδιαίτερη ενάργεια στην πρόσφατη υπ’ αριθμ. 632/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε χάρη στις δικαστικές ενέργειες του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates – Law Firm» και αφορά αμφισβητούμενη οφειλή, η οποία απορρέει από σύμβαση LEASING επιχειρηματικού ακινήτου, τόσο ως προς την ύπαρξη υπολοίπου, όσο και ως προς τον τρόπο διαμόρφωσης αυτής.
Η πρόσφατη υπ’ αριθμ. 632/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ακολουθεί την προσφάτως παγιωμένη νομολογία, επανατοποθετώντας την ερμηνεία της δικονομικής ισότητας και της υποχρέωσης αναλυτικής απόδειξης της οφειλής, ως προϋπόθεση της αρχής της διαφάνειας, εντείνοντας την ανάγκη δικανικής ακρίβειας.
Η απόφαση 632/2025 ΜΠΑθ:
Το Δικαστήριο απορρίπτει ρητά την πρακτική προσκόμισης γενικής βεβαίωσης υπολοίπου, ως αποδεικτικό μέσο, και επεκτείνει την ανάλυσή του στην απαίτηση πλήρους και αναλυτικής τεκμηρίωσης κάθε κονδυλίου, ακόμη και εάν η συνολική απαίτηση δεν προβάλλεται εξ ολοκλήρου. Στην εν λόγω υπόθεση, για οφειλή από δανειακή σύμβαση LEASING, ο αιτών servicer, ενεργώντας για λογαριασμό τιτλοποιημένου fund, προσκόμισε βεβαίωση οφειλής και απόσπασμα καρτέλας από το μηχανογραφικό σύστημα. Το Δικαστήριο έκρινε, ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν τεκμηριώνουν με σαφήνεια την αναγωγή του ποσού στις επιμέρους χρεώσεις.
Η δικαστική κρίση αναδεικνύει την μη αναλογική προσέγγιση, που πρέπει να αποφεύγεται. Η τμηματική επίκληση της απαίτησης δεν αίρει την υποχρέωση της τράπεζας (ή του διαχειριστή) να εξηγήσει ολιστικά και τεκμηριωμένα το πώς συγκροτείται το αιτούμενο ποσό. Η δικονομική νομιμότητα δεν είναι κλιμακωτή· είναι ολική και αδιαίρετη.
Έτσι, ο Δικαστής έκρινε, πως η μη προσκόμιση αναλυτικού statement με πλήρες ιστορικό των κινήσεων παραβιάζει την αρχή της έγγραφης απόδειξης (άρθρα 446 επ. ΚΠολΔ) και συνεπάγεται ανυπαρξία πλήρους αποδεικτικού μέσου, αντιβαίνοντας στις αρχές διαφάνειας, δίκαιης δίκης και του δικαιώματος ενημέρωσης (άρθρα 20 παρ. 1 Σ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ).
Το δικαίωμα ελέγχου και διαφάνειας, ως συνταγματικά κατοχυρωμένη διαδικαστική εγγύηση εθνικού και ενωσιακού δικαίου:
Το δικαίωμα στην πληροφόρηση για τη διαμόρφωση μιας απαίτησης απορρέει από θεμελιώδεις δικονομικές αρχές: α) το δικαίωμα ακρόασης και ανταπόδειξης (άρθρα 106, 338 επ. ΚΠολΔ), β) την ισότητα των όπλων και γ) τη δικονομική διαφάνεια.
Η προσφυγή του αιτούντος σε μονομερείς εγγραφές, δίχως αναλυτικά παραστατικά και δίχως τη δυνατότητα ελέγχου του τρόπου υπολογισμού των τόκων, δεν αρκεί. Η έγγραφη απόδειξη δεν είναι διαδικαστική διατύπωση – είναι ουσιαστικό θεμέλιο της δίκαιης κρίσης.
Η αυξημένη υποχρέωση των εταιρειών διαχείρισης και των funds:
Η ανάθεση διαχείρισης των απαιτήσεων σε servicers δεν αμβλύνει, αλλά εντείνει την ανάγκη ακρίβειας. Το δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση, ότι ο servicer δεν προσκόμισε αποδεικτικά, που να τεκμηριώνουν το ύψος και τη διαμόρφωση της απαίτησης. Παράλληλα, ο δανειολήπτης δεν διέθετε πρόσβαση στα στοιχεία, κατά παράβαση του ν. 4354/2015 και ήδη 5072/2024, οι οποίες διατάξεις προβλέπουν με τους ειδικότερους αυτούς νόμους, πως οι διαχειρίστριες εταιρείες οφείλουν να ενεργούν με πλήρη λογοδοσία και τεκμηρίωση της απαίτησης, σύμφωνα με την αρχή της προστασίας του οφειλέτη.
Γιατί είναι σημαντική η θέση της απόφασης στη νομική φαρέτρα των δανειοληπτών:
Η εν λόγω απόφαση δεν συνιστά μία ακόμη άρνηση έκδοσης διαταγής πληρωμής. Αποτελεί καθοριστική τομή στη νομολογιακή προσέγγιση περί του τρόπου συγκρότησης και απόδειξης των τραπεζικών απαιτήσεων. Η κρίσιμη συμβολή της έγκειται στην υπενθύμιση, ότι η δικονομική ισότητα δεν είναι απλή αρχή – είναι εγγύηση ουσίας, απαραίτητη για την πραγμάτωση της δικαιοσύνης.
Υπενθυμίζει, ότι η αρχή της δίκαιης δίκης και η ουσία του δικαιώματος άμυνας δεν είναι δυνατόν να παρακάμπτονται, χάριν τραπεζικής ευκολίας ή υπηρεσιακής – τραπεζικής αμέλειας. Κάθε ποσό, που απαιτείται, οφείλει να εξηγείται. Και κάθε αριθμός οφείλει να ερμηνεύεται.