Την -υπό προϋποθέσεις- προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, και ειδικότερα για το μείζον θέμα της υφαλοκρηπίδας, μετά τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε η υπογραφή της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ Λιβύης-Τουρκίας, προτείνει η ομάδα «Κύκλος Ιδεών», σε συνάντηση υπό τον τίτλο «Οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο και ελληνοτουρκικές σχέσεις», προεξαρχόντων της πρώην υπουργού Εξωτερικών, Ντόρας Μπακογιάννη, και του πρώην πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργού Εξωτερικών, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Σε μια κρίσιμη περίοδο, λοιπόν, τόσο για τα ελληνοτουρκικά όσο και για την τήρηση της διεθνούς νομιμότητας, η συζήτηση για την ειρηνική επίλυση των διαφορών μας με τη γείτονα στις διάφορες διαστάσεις της παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καθώς, αναμφίβολα, η διπλωματική οδός παραμένει βασική προτεραιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, που εδρεύει στη Χάγη της Ολλανδίας, ένας οικουμενικός θεσμός για την επίλυση των διακρατικών διαφορών, για την Ελλάδα, που έχει πολλά εκκρεμή ζητήματα με την εξ Ανατολών γείτονα χώρα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου κυρίως στο χώρο του Αιγαίου πελάγους [π.χ. για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, θέσπιση και όρια ΑΟΖ, αμφισβήτηση κυριαρχίας (Ίμια) κ.λπ.], αποτελεί έναν δικαιοδοτικό θεσμό επίλυσης διαφορών.
Μάλιστα, τα τρία τελευταία χρόνια η χώρα μας έχει βρεθεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου λόγω των διαφορών μας με τη Βόρεια Μακεδονία, αλλά και ως παρεμβαίνουσα σε υπόθεση που αφορούσε τη Γερμανία και την Ιταλία. Οι αποφάσεις στις περι ων ο λόγος υποθέσεις προκάλεσαν τη δυσφορία της κοινής γνώμης, πυροδοτώντας μια συζήτηση για την αρμοδιότητα του διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, αφ ης στιγμής, όπως ψιθυρίζεται, το Διεθνές Δικαστήριο συχνά σύρεται από πολιτικές σκοπιμότητες και συμφέροντα.Ωστόσο, οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκάλεσε η υπογραφή της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ Λιβύης-Τουρκίας επιβάλλουν μια προσεκτική παρατήρηση του θεσμού.
Διεθνές Δικαστήριο: Ιδρυση και λειτουργία
Το Διεθνές Δικαστήριο είναι κύριο όργανο του ΟΗΕ και αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου οργάνου της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο έφερε τον επίσημο τίτλο Διαρκές Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΔ) και το οποίο καταργήθηκε.
Συγκεκριμένα την ίδρυση του νέου αυτού Διεθνούς Δικαστηρίου προέβλεψε το Κεφάλαιο ΙΔ’ (άρθρα 92-96) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που υπεγράφη στις 26 Ιουνίου στις ΗΠΑ, συνημμένο στο οποίο ήταν έτοιμο και το Καταστατικό του ΔΔΔ αποτελούμενο από 70 άρθρα. Κατόπιν αυτού σημειώνεται ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν αποτελεί αυτοτελή οργανισμό (όπως το προηγούμενο ΔΔΔ), επειδή τυγχάνει κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών, με το καταστατικό του να αποτελεί τμήμα του Καταστατικού του ΟΗΕ. Το Διεθνές Δικαστήριο συγκροτείται από 15 δικαστές που εκλέγονται για 9 έτη από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως, για να εισέλθει ένα θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, πρέπει τα ενδιαφερόμενα κράτη να συμφωνούν για την παραπομπή της διαφοράς τους σ’ αυτό. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις λαμβάνονται μυστικά και κατά πλειοψηφία και είναι υποχρεωτικές. Αντίθετα, οι γνωμοδοτήσεις δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Όλες οι χώρες που φέρονται να έχουν συνυπογράψει το καταστατικό του Δικαστηρίου μπορούν να παραπέμψουν σε αυτό οποιαδήποτε υπόθεση. Μπορούν επίσης και να προσφύγουν και χώρες που δεν έχουν προσυπογράψει το καταστατικό σύμφωνα πάντα με τους όρους που καθορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως αναφέρει η Wikipedia.
H Ελλάδα και η Χάγη
Η Ελλάδα έχει βρεθεί επανειλημμένος ως διάδικος στο ΔΔΔΔ, αλλοτε έχοντας προσφύγει η ίδια [υποθέσεις Μαυρομμάτη (Α’ φάση-1924), (Β’ φάση-1925), (αναπροσαρμογή- 1927), ερμηνεία απόφασης για τη Συνθήκη του Neuilly (1925), άλλες φορές ως εναγόμενη [υποθέσεις Συνθήκη του Neuilly (1924), Φάροι (1934), Φάροι στην Κρήτη και Σάμο (1937), Socobelge (1939)].
Επίσης, πολλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου την αφορούσαν άμεσα, και μάλιστα για ζητήματα ιδιαίτερης εθνικής σημασίας: για τη Συνθήκη της Λωζάνης, για την ερμηνεία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1926 (1928), για τις ελληνοβουλγαρικές κοινότητες (1930), για την ελληνοβουργαρική συμφωνία του 1927 (1932), αλλά για τα μειονοτικά σχολεία στην Αλβανία (1935)].
Στη σύγχρονη εποχή, από την ίδρυση των Ην. Εθνών, η χώρα μας βρέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως διάδικος για πρώτη φορά στην υπόθεση Αμπατιέλος (Ελλάδα κατά Ην. Βασιλείου, 1951-1953), αλλά και για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου -μονομερώς- το 1976, χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η χώρα μας είχε ζητήσει και προσωρινή προστασία, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό.
Αργότερα, παρά τις διακηρύξεις για ειρηνική-δικαστική διευθέτηση διεθνών διαφορών και ιδίως στο Αιγαίο, χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1994 για να αναγνωρίσει η Ελλάδα την υποχρεωτική δικαιοδοσία του δικαστηρίου και με τη διατύπωση επιφύλαξης όσον αφορά το ζήτημα ασφάλειας των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
Στη συνέχεια, παρά τις συστηματικές αναφορές της Αθήνας στη Χάγη, όταν επικυρώθηκε το 1995 η Σύμβαση Montego Bay (1982), δηλώθηκε ως μέσο επίλυσης των διαφορών εκ της Συμβάσεως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, ΔΔΔΘ, ενώ μετά την κρίση στα Ίμια, επανήλθαμε στην προηγούμενη γραμμή προσβλέποντας στο δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης.
Επίσης, καταδικαστική απόφαση εξέδωσε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με την Ενδιάμεση Συμφωνία μεταξύ ΠΓΔΜ και Ελλάδας. Το Δικαστήριο καταδίκασε τη χώρα μας επειδή εμπόδισε την είσοδο των Σκοπίων στην Ε.Ε., ωστόσο θεωρήθηκε αναρμόδιο να εμποδίσει την Ελλάδα από μελλοντικές αξιώσεις.
Τέλος, κατά την εκδίκαση της γερμανικής προσφυγής κατά της Ιταλίας για τις κατασχέσεις γερμανικών περιουσιών, με σκοπό την αποζημίωση θυμάτων εγκλημάτων πολέμου σε Ιταλία και Ελλάδα είχε παρέμβαση και η Ελλάδα.