Έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στο κατά πόσο ο Trump θα μπορούσε να εξαναγκάσει τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ σε μια λεγόμενη «Συμφωνία του Mar-a-Lago» για την αποδυνάμωση του δολαρίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο επικεφαλής στρατηγικής Lars Mouland της Nordea εξετάζει τι θα μπορούσε να συνεπάγεται μια τέτοια συμφωνία.
Όπως επισημαίνει, ο όρος «Συμφωνία του Mar-a-Lago» επινοήθηκε από τον οικονομολόγο και πρώην αναλυτή της Credit Suisse, Zoltan Poszar, τον Ιούνιο του 2024.
Σύμφωνα με το εν λόγω concept, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναγκάσουν χώρες να αποδεχτούν ένα πιο αδύναμο δολάριο και χαμηλότερες αποδόσεις στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, προκειμένου να συνεχίσουν να καλύπτονται από την αμερικανική στρατιωτική προστασία.
Ο όρος παραπέμπει στη «Συμφωνία της Πλάζα» του 1985, όπου Γαλλία, Ιαπωνία, Δυτική Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησαν με τις ΗΠΑ να αποδυναμώσουν από κοινού το δολάριο.
Η αντικατάσταση του ξενοδοχείου Plaza της Νέας Υόρκης (το οποίο ανήκε στον Trump από το 1988 έως το 1995) με το κλαμπ Mar-a-Lago στη Φλόριντα ως τόπο μιας ενδεχόμενης νέας συμφωνίας προσδίδει στη φράση συμβολισμό αλλά και προβολή.
Η ιδέα υιοθετήθηκε από τον αναλυτή της Hudson Capital, Stephen Miran, και αναλύθηκε εκτενέστερα τον Νοέμβριο.
Το άρθρο του δεν προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μέχρι που ορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Trump.
Το έγγραφο του Miran παρέχει το ιδεολογικό πλαίσιο για πολλές από τις σημερινές πολιτικές του Trump σε θέματα εμπορίου και ασφάλειας.
Το σκεπτικό
Κατά την άποψη του Trump, λέει η Nordea, η κύρια αιτία της κατάρρευσης του «Αμερικανικού Ονείρου» είναι το τεχνητά ισχυρό δολάριο, το οποίο αποδόμησε τη βιομηχανική παραγωγή και αφαίρεσε «καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας» από την εργατική τάξη.
Η ισχύς του δολαρίου προκύπτει από το καθεστώς του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, που ενισχύει τις επενδύσεις στις ΗΠΑ.
Καθώς η τοπική παραγωγή καθίσταται μη ανταγωνιστική, οι ΗΠΑ αυξάνουν τις εισαγωγές και εξαρτώνται από το εξωτερικό για βασικά αγαθά.
Χώρες όπως η Κίνα ενισχύουν άδικα τη βιομηχανία τους, εντείνοντας το πρόβλημα.
Παράλληλα, ο ρόλος των ΗΠΑ ως παγκόσμιου αστυνόμου επιβαρύνει τον προϋπολογισμό με τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες και ελλείμματα, τα οποία είναι διαχειρίσιμα μόνο λόγω της ισχύος του δολαρίου.
Η σκέψη είναι η εξής: για να αποκατασταθεί η ισορροπία, οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιδιώξουν να έχουν ένα πιο αδύναμο δολάριο, να αποθαρρύνουν τις εισαγωγές και να επαναφέρουν τη βιομηχανική παραγωγή.
Παράλληλα, άλλες χώρες θα πρέπει να συμβάλουν περισσότερο στη στρατιωτική χρηματοδότηση και να αποδεχτούν χαμηλότερες αποδόσεις στα αμερικανικά ομόλογα. Όσοι δεν συμφωνήσουν, θα μένουν εκτός.
Οι σημερινές κινήσεις
Οι δασμοί θεωρούνται βασικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής. Από τη μία, ωθούν ξένες επιχειρήσεις να μεταφέρουν παραγωγή στις ΗΠΑ, δημιουργώντας θέσεις εργασίας.
Από την άλλη, τα έσοδα από δασμούς μειώνουν το έλλειμμα και επιτρέπουν φοροελαφρύνσεις, ενισχύοντας την ελκυστικότητα των ΗΠΑ για επενδύσεις.
Η απειλή των δασμών λειτουργεί επίσης ως μοχλός πίεσης για ζητήματα όπως η άμυνα, η μετανάστευση και η διακίνηση ναρκωτικών.
Ο Trump δεν έχει δηλώσει επίσημα υποστήριξη στη «Συμφωνία του Mar-a-Lago», αλλά πολλές πολιτικές του ευθυγραμμίζονται με αυτή την ιδέα.
Η απειλή αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και οι επαφές με τη Ρωσία οδήγησαν την Ευρώπη σε αυξημένες αμυντικές δαπάνες.
Οι δασμοί ώθησαν εταιρείες σε μεγάλες επενδύσεις στις ΗΠΑ. Το δολάριο έχει αποδυναμωθεί, κυρίως λόγω εκροών από την αμερικανική χρηματαγορά.
Η πιο ριζοσπαστική πρόταση, δηλαδή η αναδιάρθρωση του αμερικανικού χρέους (μέσω φόρου στα κουπόνια, μείωσης των αποδόσεων ή επέκτασης της διάρκειας στα 100 έτη), δεν έχει εξεταστεί σοβαρά.
Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ αποτελούν τον κορμό του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και η διατάραξή τους θα είχε σοβαρές συνέπειες.
Λιγότερο από το 1/3 των ομολόγων κρατούνται από το εξωτερικό, επομένως η αναδιάρθρωση μόνο των ξένων κατόχων δεν θα μείωνε ουσιαστικά το χρέος.
Πιθανότητες και επιπτώσεις
Αν και ήδη βλέπουμε στοιχεία της «Συμφωνίας του Mar-a-Lago» να εφαρμόζονται, είναι αμφίβολο ότι θα υπάρξει μια παγκόσμια συντονισμένη συμφωνία όπως το 1985. Τότε, τα νομίσματα ελέγχονταν από τις κεντρικές τράπεζες και οι χρηματαγορές δεν είχαν τη σημερινή δύναμη.
Ο έλεγχος της ισοτιμίας του δολαρίου είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολος. Ενδεχόμενο «κούρεμα» του χρέους θα αποδυνάμωνε μεν το δολάριο, αλλά με πολύ σοβαρές παρενέργειες, όπως μαζική έξοδος από την αγορά ομολόγων.
Ανεξαρτήτως συντονισμένης συμφωνίας, αναμένεται ότι οι πολιτικές των ΗΠΑ θα αποδυναμώνουν το δολάριο σταδιακά.
Ένας πιο μερκαντιλιστικός προσανατολισμός θα μειώσει τις ξένες επενδύσεις και θα επιβραδύνει την ανάπτυξη.
Οι αυξημένες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην άμυνα και στις υποδομές θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα εκτός ΗΠΑ και θα ανοίξουν ευκαιρίες για επενδύσεις πέρα από το δολάριο.