Εισαγωγή
Ο Έλληνας δικαστής, ως δικαστής τριών εννόμων τάξεων (εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς- κυρίως της ΕΣΔΑ), και εκπρόσωπος της αρχαϊκότερης έκφρασης της διάκρισης των εξουσιών, της δικαιοσύνης, καλείται να επιτελέσει ένα απαιτητικό καθήκον ως εγγυητής του κράτους δικαίου[1]. Ως δημόσιος λειτουργός βρίσκεται στο κέντρο της συνολικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και συνεπώς καλείται να συναιρέσει και να αποφανθεί όχι μόνο για τα αντικρουόμενα ιδιωτικά συμφέρονται που τίθενται ενώπιον του, αλλά και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και τις αξιώσεις των πολιτών για δικαιοσύνη, όταν θεωρούν ότι το κράτος τους αδικεί ή παραβιάζει την νομιμότητα.
Τα τελευταία χρόνια πολλές σημαντικές επιλογές των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων πήραν το δρόμο της δικαιοσύνης, -δικαστικοποιήθηκαν, όπως λέγετε συνήθως-, καθώς η υλοποίηση των πολιτικών αποφάσεων εξαρτήθηκε από την δικαστική τους πορεία[2]. Η εξέλιξη αυτή που έφερε τη δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο καθώς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπο δυτικό κόσμο ασκείται ένας εντατικότερος -σε σχέση με το παρελθόν- έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων τόσο σε συστήματα συγκεντρωτικού ελέγχου με συνταγματικό δικαστήριο όσο και σε συστήματα διάχυτου ελέγχου όπως το δικό μας. Συμβολή σε αυτή την εξέλιξη έχει τόσο η αυξανόμενη επιρροή του δικαίου της ΕΕ όσο και η συστηματική εφαρμογή της ΕΣΔΑ λόγω της ατομικής προσφυγής.
Ο δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη και τους δικαστές
Η εξέλιξη αυτή θέτει δύο ζητήματα: τοποθετεί στο επίκεντρο της συζήτησης την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας[3] όχι μόνο σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία και την επιρροή των κομμάτων στην δικαστική λειτουργία αλλά σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε κοινή γνώμη[4], όπως διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ[5]. Τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και το λαϊκό αίσθημα[6] πρέπει να οσμίζεται ο δικαστής πριν δικαιοδοτήσει μας είχε πει ο πρώην Πρόεδρος του ΣτΕ κ. Σακελλαρίου, με αφορμή την υπόθεση για τις τηλεοπτικές άδειες. Στις ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να συντονίστηκε με το λαϊκό αίσθημα, όπως το μεθερμήνευσε και το ενέταξε στο δικαιοδοτικό του έργο[7].
Παρόμοιες δηλώσεις αλλά και ορισμένες συνδικαλιστικές επιλογές[8], δίνουν αφορμή για έντονη δημόσια συζήτηση ως προς τα όρια του δικαστικού ελέγχου αλλά και την ατομική στάση ορισμένων λειτουργών της δικαιοσύνης. Αναμφίβολα, η δικαιοσύνη παράγει ισχυρά πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα συχνά σε αντίθεση με τις επιλογές των δημοκρατικά νομιμοποιημένων πολιτικών οργάνων και για αυτό επισύρει, όχι σπάνια, αυστηρή κριτική, από ειδικούς και μη, ενώ συγκεντρώνει και τα φώτα έντονης δημοσιότητας[9] σε καθημερινή,- κυρίως διαδικτυακή πλέον- βάση. Στην δίνη αυτής της δημοσιότητας βρίσκονται συχνά και οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ενώ κρίσιμη για την δημόσια εικόνα της δικαιοσύνης είναι η οργανωμένη επικοινωνία των εκπροσώπων των δικαστηρίων με τους πολίτες και τα ΜΜΕ[10]. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό, ότι αρκετές φορές εκπρόσωποι της δικαιοσύνης διαμαρτύρονται[11] για παρεμβάσεις στο έργο τους, συχνά παραιτούμενοι από υποθέσεις που τους έχουν ανατεθεί, ενώ και οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των δικαστών εκδίδουν ανακοινώσεις υπέρ συναδέλφων τους με επίκεντρο την δικαστική ανεξαρτησία όταν κρίνουν ότι απειλείται[12].
Σε επίπεδο εντυπώσεων, τουλάχιστον, τη δικαστική ανεξαρτησία θίγει και η ευκολία με την οποία κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά και πολιτικά πρόσωπα, σχολιάζουν, επικριτικά και δημόσια, αποφάσεις δικαστηρίων οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους ή συχνά ασκούνται πειθαρχικές διώξεις κατά δικαστικών λειτουργών[13], συμπεριφορά που αφήνει σκιές επηρεασμού της ανεξαρτησίας των δικαστών[14]. Ακραία περίπτωση, ενδεικτική ενός κλίματος μεταξύ πολιτικής εξουσίας και δικαιοσύνης, είναι και η, υπό εξέλιξη, περίπτωση της δίκης εισαγγελικού λειτουργού[15] για παράβαση καθήκοντος[16].
Στο κλίμα αυτό οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται, συνήθως από πολιτικά πρόσωπα, ως σεβαστές και ακριβοδίκαιες όταν ευνοούν συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις ενώ όταν διαψεύδουν προσδοκίες συχνά χαρακτηρίζονται, από τα ίδια πρόσωπα, ως φαύλες, διάτρητες και αντιλαϊκές[17]. Στην περίπτωση αυτή, ο σχολιασμός ξεπερνάει αρκετές φορές κάθε προσήκον μέτρο[18], αφού συνήθως δεν επιχειρείται με τις μεθόδους της νομικής επιστήμης, αλλά με αόριστα «πολιτικά» κριτήρια, αποβλέποντας, συχνά, στην αθέμιτη επιρροή των αρμόδιων δικαστικών οργάνων. Οποιοσδήποτε παρακολουθεί τις δημόσιες συζητήσεις στην χώρα μας γύρω από την δικαιοσύνη, αντιλαμβάνεται ότι η ποιότητα του δημοσίου λόγου[19] που εκφέρεται από πολιτικούς παράγοντες και δημοσιογράφους[20] κατά ένα μέτρο μπορεί να επηρεάσει και το είδος και την ένταση της αντίδρασης των εκπροσώπων του δικαστικών λειτουργών.
Είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι οι δικαστικές αποφάσεις σε μια ευνομούμενη πολιτεία πρέπει να κρίνονται ως προς την επάρκεια και την τεκμηρίωση τους[21]καθώς αναγνωρίζουμε ότι καμμιά εξουσία σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι υπεράνω κριτικής. Με την κριτική[22] που έχει τα γνωρίσματα της τεκμηριωμένης γνώμης αποδεχόμαστε το κύρος της απόφασης αμφισβητώντας ή επικροτώντας αιτιολογημένα, την ορθότητά της[23], εντάσσοντας έτσι την απόφαση σε έναν ευρύτερο διάλογο για τα δημόσια πράγματα. Η κριτική αυτή, εφόσον ασκείται με όρους επιστημονικής επάρκειας και καλοπιστίας, συμβάλει στην δικαστική ανεξαρτησία, ενισχύει το κύρος των δικαστικών λειτουργών και λειτουργεί αναμφίβολα προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Στην μελέτη μου δεν θα αναφερθώ στην εσωτερική (έναντι των θεσμών δικαστικής αυτοδιοίκησης) ούτε στην εξωτερική(έναντι της πολιτικής εξουσίας και διαφόρων ιδιωτικών εξουσιών) ανεξαρτησία των δικαστών, ούτε στην κατά συνείδηση κρίση που εκφράζουν δικαιοδοτώντας. Θα ασχοληθώ με την ελευθερία της έκφρασης τους όταν την ασκούν παράπλευρα αλλά και σε κοντινή ή απώτερη συνάφεια με τα καθήκοντά τους και επιπλέον θα προσπαθήσω να εντοπίσω το είδος των παρεμβάσεων[24] που κάνουν τα όργανα που τους εκπροσωπούν. Τι είδους θέματα τους απασχολούν και με ποιες αφορμές τοποθετούνται σε γενικότερα ζητήματα.
Το συνταγματικό πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου των δικαστών και το «καθήκον διακριτικότητας» κατά το ΕΔΔΑ .
Ξεκινώ απ’ τα θεσμικά/συνταγματικά: οι δικαστικοί λειτουργοί ανήκουν στην ειδική κατηγορία των προσώπων που βρίσκονται εκ του Συντάγματος σε μια ειδική λειτουργική σχέση με το κράτος, σχέση που συνεπάγεται περιορισμούς τόσο στο δικαίωμα συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα και στην έκφραση πολιτικών απόψεων(29 παρ. 3 Σ), όσο και στο δικαίωμα απεργίας(23 παρ. 2 εδ. β΄ Σ)[25]. Ειδικά για τους δικαστικούς οι περιορισμοί αυτοί ορίζονται στο Σύνταγμα ως απόλυτοι. Η αυστηρότητα αυτή συνδέεται με την διάκριση των εξουσιών που οριοθετεί την σχέση μεταξύ των κρατικών λειτουργιών και των φορέων τους. Όπως, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης επιβάλλει στα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας να απέχουν από ενέργειες, ή μορφές λόγου που θα εκληφθούν ως παρεμβάσεις στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, αντίστοιχα και οι δικαστικοί λειτουργοί, δεσμευόμενοι από την αρχή της αμεροληψίας, οφείλουν να σέβονται την θεσμική ισορροπία του πολιτεύματος, και δια του δημόσιου λόγου τους να μην αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών ως προς την ουδετερότητα τους έναντι των άλλων εξουσιών[26]. Αυτή είναι η βασική αρχή που πρέπει να διέπει τόσο τον δημόσιο λόγο των δύο άλλων φορέων της εξουσίας για την δικαιοσύνη και τους δικαστές, όσο και το δημόσιο λόγο των ίδιων των δικαστών.
Περαιτέρω, η άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων δεν εμπίπτει στην ελευθερία του λόγου που έχουν οι δικαστές ως πολίτες, διότι αποτελεί συμμετοχή σε άσκηση κρατικής αρμοδιότητας, καλύπτεται από τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και δεν συνιστά δικαίωμα που υπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του φορέα του ως προς την άσκησή του[27]. Ότι είχε να πει ο δικαστής το λέει με την δικαιοδοτική του κρίση[28] και το αποτυπώνει στην απόφασή του η οποία και κρίνεται σε τυχόν επόμενους δικαιοδοτικούς βαθμούς[29] και από την δημόσια κριτική(επιστημονική ή άλλη). Το ήθος του δικαστή[30] αποκτά κατεξοχήν έκφραση μέσω των επιχειρημάτων και της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων[31]. Η εμπεριστατωμένη αιτιολογία αποτελεί το βασικό κριτήριο του κύρους της δικαστικής κρίσης(άρθρο 93 παρ. 3 Σ), η οποία ως έκφραση της εξουσίας της δικαιοδοτικής λειτουργίας υπόκειται σε κριτική.
Για αυτό άλλωστε το λόγο, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να εκφράζεται δημόσια, απαντώντας σε τυχόν κριτικές, για υπόθεση την οποία χειρίστηκε ή/και χειρίζεται, διότι αυτό δεν συνάδει με την θεσμική του θέση[32]. Έτσι για παράδειγμα, η εκφορά του δημοσίου λόγου από δικαστικούς λειτουργούς σε σχέση με ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένη από υποθέσεις που χειρίζονται, ακόμα και όταν προκαλούνται δημόσια να τοποθετηθούν, απάντηση που συνίσταται να δώσουν, εφόσον κριθεί αναγκαίο, τα θεσμικά όργανα της δικαιοσύνης[33] και ενδεχομένως οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι[34].
Οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης (14 παρ. 1 Σ) που η νομολογία του ΕΔΔΑ δικαιολογεί για τους δικαστές, συνδέονται με ένα καθήκον διακριτικότητας ως προς τις συνθήκες, το ύφος και τους τρόπους εκφοράς του λόγου[35]. Το συγκεκριμένο καθήκον αφορά στη διατύπωση αιτιολογημένης και κατά το δυνατόν αντικειμενικής κρίσης με τον προσήκοντα τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής οφείλει να επιδεικνύει αυτοπεριοριστική διάθεση και ως προς τον σχολιασμό εν εξελίξη δικών στις οποίες δεν μετέχει. Ομοίως, αυτοσυγκράτηση πρέπει να διέπει και την άσκηση της δημόσιας επιστημονικής κριτικής για δικαστικές αποφάσεις στον νομικό τύπο. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιγράφονται συχνά σε κώδικες δεοντολογίας[36], όπως στον πρόσφατο Χάρτη Δεοντολογίας των Δικαστών του ΣτΕ[37] και τον αντίστοιχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Προφανώς, η άσκηση του δικαιώματος της έκφρασης από έναν δικαστικό λειτουργό δεν μπορεί να εξαρτάται από προηγούμενη άδεια της προϊσταμένης του αρχής, ούτε να συνεπάγεται πειθαρχικό παράπτωμα[38], εκτός αν υφίστανται παραβίαση κανόνων της γενικής νομοθεσίας(π.χ προσβολές της τιμής) ή δημόσια αντιδικία του δικαστή με την δημόσια αρχή στην οποία ανήκει, αλλά και γενικότερα όταν η συμπεριφορά του συνιστά προσβολή του κύρους της δικαιοσύνης[39].
Οι δικαστές συνιστούν μια διακριτή κατηγορία δημοσίων λειτουργών εξ αιτίας της ιδιαίτερης αποστολής και του ρόλου τους, δεδομένο που επηρεάζει τη συμμετοχή, την παρουσία και την εκφορά του λόγου τους στη δημόσια σφαίρα[40]. Θεωρητικά, οι παρεμβάσεις των δικαστών οφείλουν καταρχήν να υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους[41] αλλά και από την βούληση να κρατήσουν στάση ουδετερότητας έναντι πολιτικών-κοινωνικών πεποιθήσεων και ιδεολογιών[42]. Στην συμπεριφορά αυτή, πέραν του δικαιοδοτικού έργου, αποτυπώνεται το ήθος του δικαστή που συνδέεται άρρηκτα με το κύρος της δικαιοσύνης.
Ο δικαστής εκφέροντας δημόσιο λόγο είτε ατομικά ως πολίτης, είτε μέσω των συλλογικών του οργάνων, οφείλει να λαμβάνει υπόψιν και, κατά το μέτρο της επιρροής του, να καλλιεργεί και να ενισχύει την εμπιστοσύνη[43] των πολιτών προς το θεσμό της δικαιοσύνης και τους λειτουργούς του, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του προς λογοδοσία[44]. Γενικά, τόσο στον Οικουμενικό Χάρτη του Δικαστή, όσο και στην Γνώμη 3(2002) του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών έχουν αποτυπωθεί αρχές, προτροπές και καλές πρακτικές που αφορούν στην συμπεριφορά και στα όρια της ελευθερίας της έκφρασης του δικαστικού λειτουργού[45].
Όπως προκύπτει από την ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΔΑ[46], οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να επιδείξουν διακριτική συμπεριφορά και αυτοσυγκράτηση η οποία, όπως σημειώνεται, τους αποτρέπει από το να απαντούν στη δημόσια κριτική που τους ασκείται[47] ακόμα και όταν αυτή διατυπώνεται μέσω του τύπου[48]. Την άποψη αυτή υιοθετεί και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, (ΑΠΔΠΧ 41/2017), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, «…τα πρόσωπα(ενν. οι δικαστές) αυτά έχουν υποχρέωση αυτοσυγκράτησης στον δημόσιο λόγο τους, ακόμη και όταν δέχονται δριμείες κριτικές και επιθέσεις, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τα άλλα δημόσια πρόσωπα, και ιδίως για τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία μπορούν ευχερώς να απαντήσουν στις κριτικές και επιθέσεις αυτές.»[49].
Ωστόσο, το «καθήκον διακριτικότητας» στο οποίο αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν συνιστά περιορισμό στην ελευθερία έκφρασης τους, διότι οι δικαστές είναι και πολίτες με διακεκριμένη θεσμική θέση και επομένως είναι όχι μόνο θεμιτές αλλά επιθυμητές και αναμενόμενες οι δημόσιες παρεμβάσεις τους στο μέτρο που λαμβάνουν ως βασικό γνώμονα του λόγου τους την εξυπηρέτηση της δικαιοσύνης και την συνδεόμενη με αυτή εμπιστοσύνης των πολιτών στην αμεροληψία της[50]. Στο μέτρο αυτό είναι αναμενόμενο να διατυπώνονται κρίσεις από δικαστικούς λειτουργούς επί νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης. Κατά τούτο, η άσκηση κριτικής από δικαστή σε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που έχουν επιπτώσεις στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι, σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου θεμιτή, δεδομένου ότι αφορά σε ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος[51].
Στο πνεύμα αυτό και προκειμένου να παράσχουν ισχυρότερη προστασία σε ανώτατους δικαστές[52] ως προς την ελευθερία του λόγου, ορισμένες έννομες τάξεις παρέχουν αντίστοιχη προστασία με την βουλευτική ασυλία.
Απ’ την άλλη πλευρά, το ζήτημα περιπλέκεται και θέτει σε δοκιμασία την ελευθερία έκφρασης του δικαστή, όταν η κριτική με αφορμή το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, προσωποποιείται και επεκτείνεται σε πτυχές της προσωπικής ζωής τους, αποδίδοντάς τους άλλα κίνητρα πέραν της περί δικαίου συνειδήσεώς τους. Η νομολογία του ΕΔΔΑ, ως προς την κριτική εις βάρος δικαστικών λειτουργών, προβαίνει σε συγκεκριμένες σταθμίσεις αποφεύγοντας να υιοθετήσει ενιαία και τυποποιημένα γενικά κριτήρια[53]. Από τις σχετικές με το θέμα αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος του ΕΔΔΑ[54] προκύπτει ότι ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να ανέχεται ακόμα και υπερβολικούς χαρακτηρισμούς[55], που συχνά βρίσκονται στο όριο της προσβολής της τιμής και της υπόληψής του, διότι του αναγνωρίζεται η ιδιότητα του δημοσίου προσώπου η οποία συνεπάγεται ευρύτερα όρια ανοχής σε αξιολογικές κρίσεις που δεν φτάνουν βέβαια αυτά των κατεξοχήν δημοσίων προσώπων που είναι οι εν’ ενεργεία πολιτικοί[56].
Στις περιπτώσεις αυτές, η αντίδραση του δικαστή με όποια μορφή και αν εκδηλωθεί – π.χ προσφυγή στην δικαιοσύνη σε περίπτωση προσβολής της τιμής του[57], ή/και δημόσια απάντηση, όταν αφήνονται αόριστα διατυπωμένες αιχμές- θα τον περιπλέξει σε μια δημόσια αντιδικία, αναπόφευκτα διαβρωτική της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το θεσμό.
Ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων και οι παρεμβάσεις τους στη δημόσια συζήτηση.
Ο ρόλος των δικαστικών ενώσεων στην λειτουργία της δικαιοσύνης[58] είναι σημαντικός και συνταγματικά κατοχυρωμένος[59] διότι συνδέεται με την ενίσχυση των θεσμικών εγγυήσεων της δικαιοσύνης και ιδιαίτερα με την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της. Σήμερα, δεν αμφισβητείται ο συνδικαλιστικός, μαζί με τον επιστημονικό χαρακτήρα των δικαστικών Ενώσεων, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις, τις παρεμβάσεις και τα δελτία τύπου που εκδίδουν. Στα πρώτα χρόνια δημιουργίας των Ενώσεων Δικαστών η συμμετοχή σε αυτές εγκυμονούσε κινδύνους που συχνά συνεπαγόταν διώξεις και απολύσεις από το Σώμα[60]. Στην σύγχρονη εποχή στην χώρα μας, δεν παρατηρούνται οι κίνδυνοι του παρελθόντος[61], ενώ ο ρόλος των Ενώσεων είναι αναβαθμισμένος, καθώς, όπως είδαμε παραπάνω, έχει ενισχυθεί η σημασία της Δικαιοσύνης για την υλοποίηση σημαντικών πολιτικών αποφάσεων. Ο ρόλος των Ενώσεων των δικαστών[62] των διαφόρων κλάδων της δικαιοσύνης είναι να διαβουλεύονται με τον Υπουργό δικαιοσύνης και τα πολιτικά κόμματα γύρω από θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οφείλουν να ενημερώνουν την κοινή γνώμη για τα βασικά προβλήματα του δικαστικού συστήματος, να επικοινωνούν με τις άλλες Ενώσεις των συλλειτουργών της δικαιοσύνης, όπως οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και να υποβάλλουν προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης, βασική παράμετρος της οποίας είναι και η βελτίωση της νομικής εκπαίδευσης σε πανεπιστήμια και σχολή δικαστών.
Αν ανατρέξουμε στις ανακοινώσεις της μεγαλύτερης και μακροβιότερης Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων(εφεξής ΕΝΔΕ) που ιδρύθηκε το 1958 θα σχηματίσουμε μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές, τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Η έρευνα αφορά στην περίοδο από το 2010 και εντεύθεν, χρονιά από την οποία η ΕΝΔΕ διατηρεί δική της ιστοσελίδα και έχει καταχωρημένες με χρονολογική σειρά ανακοινώσεις για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων[63].
Συνοπτικά, από τις περίπου 800 και πλέον ανακοινώσεις της ΕΝΔΕ μέχρι σήμερα[64], η συντριπτική πλειονότητα (περίπου 700) αφορά σε συνδικαλιστικά αιτήματα και παρεμβάσεις των δικαστών που αφορούν στην διοίκηση της δικαιοσύνης, το ασφαλιστικό σύστημα και μισθολογικά θέματα. Τα μισθολογικά θέματα κατέχουν μια απολύτως πλειοψηφική θέση στις ανακοινώσεις της ΕΝΔΕ, δεδομένου ότι η περίοδος που εξετάζουμε συνέπεσε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την εφαρμογή των νομοθετικών εξειδικεύσεων των μνημονίων που συνεπάγονταν μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις στο σύνολο του δημοσίου τομέα. Η ΕΝΔΕ με τις ανακοινώσεις της υποστήριζε ότι οι δικαστές πρέπει να εξαιρεθούν απ’ τις περικοπές διότι σύμφωνα με την γνωστή επιχειρηματολογία που αποτυπώνεται και στις αποφάσεις του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ(γνωστού ως μισθοδικείου) υπάγονται σε ειδικό καθεστώς και πρέπει να λαμβάνουν αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημά τους[65].
Μια δεύτερη κατηγορία ανακοινώσεων αφορά σε διατύπωση θέσεων επί νομοσχεδίων και ψηφισμένων νόμων κυρίως σε θέματα δικαιοσύνης[66] υπό ευρεία έννοια, προερχόμενα κυρίως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η ΕΝΔΕ δεν δίστασε, ωστόσο, και να τοποθετεί σε ζητήματα που επηρεάζουν έμμεσα την δικαιοσύνη, όπως το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων[67], όπου με νόμο καταργήθηκε ένα ευρύ φάσμα περιορισμών κυρίως στην άσκηση της δικηγορίας, αλλά και στους συμβολαιογράφους[68].
Μια τρίτη κατηγορία ανακοινώσεων αφορά σε δηλώσεις συμπαράστασης σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν δεχθεί επίθεση, όπως για παράδειγμα η βομβιστική επίθεση κατά Προέδρου Εφετών Αθηνών[69] το 2012 , όπως και ανακοινώσεις που υπερασπίζονται χειρισμούς δικαστικών λειτουργών σε πολύκροτές δίκες, όπως αυτή των μελών της Χρυσής Αυγής[70]. Γενικότερα η ΕΝΔΕ τοποθετείτε με ανακοινώσεις σε περιπτώσεις που διατυπώνονται κυρίως εκ μέρους των ΜΜΕ αλλά και άλλων παραγόντων μιας δίκης, επικρίσεις κατά δικαστικών λειτουργών για τον χειρισμό υποθέσεων[71].
Δεν απουσιάζουν και ανακοινώσεις που σχολιάζουν δηλώσεις μελών της εκτελεστικής[72] και νομοθετικής λειτουργίας[73], ή ακόμα και του Προέδρου της Δημοκρατίας[74].
Μια ευρύτερη κατηγορία παρεμβάσεων-ανακοινώσεων είναι εκείνες που δεν αφορούν ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης, ούτε συνδέονται με την υπεράσπιση δικαστικών λειτουργών που βάλλονται από τα ΜΜΕ ή συνηγόρους υποδίκων, αλλά αφορούν π.χ σε προσωπικές αντεγκλήσεις ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού με καθηγητή πανεπιστημίου. Η υπόθεση αφορά στην αντιπαράθεση μεταξύ της κ.Θάνου τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου και πρώην Προέδρου της ΕΝΔΕ(2012-2015) με τον καθηγητή της Νομικής ΕΚΠΑ Σ.Τσακυράκη ο οποίος σχολίασε με οξύ τρόπο μια επιστολή που έστειλε η Πρόεδρος του ΑΠ προς τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων των κρατών –μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας τους να παρέμβουν προκειμένου οι κυβερνήσεις τους να αντιμετωπίσουν με κατανόηση και επιείκεια τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Η Πρόεδρος αντέδρασε ασκώντας μήνυση και αγωγή κατά του καθηγητή για συκοφαντική δυσφήμιση, γεγονός που οδήγησε στην δημόσια υπερασπιστική επιστολή 14 καθηγητών συνταγματικού δικαίου[75] υπέρ του καθηγητή Τσακυράκη. Στην υπόθεση πήρε θέση η ΕΝΔΑ με ανακοίνωσή της[76] και υπερασπίστηκε την ελευθερία έκφραση της Προέδρου του ΑΠ, θεωρώντας ότι ο Σ.Τσακυράκης στην κριτική του υπερέβη τα όρια της ανεκτής έκφρασης γνώμης επισημαίνοντας χαρακτηριστικά : «Περαιτέρω, η άσκηση κριτικής και μάλιστα και η δριμεία κριτική εμπίπτει, επίσης, στον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι τόσο το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και τα Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα προστατεύουν όλες τις απόψεις, τόσο αυτές που γίνονται ευνοϊκά δεκτές όσο και αυτές που «ενοχλούν», διότι μ’ αυτό τον τρόπο πληρούνται οι απαιτήσεις της πλουραλιστικής ανεκτικότητας και του ανοικτού πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν νοείται Δημοκρατία. Στην άσκηση κριτικής, όμως, τίθενται όρια, που το ίδιο το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν, καθώς και τα Διεθνή Κείμενα και μεταξύ των ορίων αυτών είναι η προστασία της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης του ατόμου. Επί της ανωτέρω επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου, ακολούθησε, με σχετική ανάρτηση στο προσωπικό του ιστολόγιο, δημοσίευμα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου κ. Τσακυράκη, στο οποίο, μεταξύ άλλων: α) γίνεται υπόδειξη σε θεσμικό όργανο (Πρόεδρο Αρείου Πάγου), που μάλιστα, λόγω της διαδικασίας επιλογής του, αντλεί τη νομιμοποίησή του από τον ίδιο το Ελληνικό Λαό να «Παραιτηθεί», β) διαλαμβάνεται η παρότρυνση στους ακέραιους Δικαστές (δηλαδή ο εν λόγω συνταγματολόγος εννοεί ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν είναι ακέραιη Δικαστής; ) να αντιδράσουν και γ) χρησιμοποιούνται για το πρόσωπο της Προέδρου του Αρείου Πάγου οι χαρακτηρισμοί «… είναι τόσο αφελής», «πολιτικάντης», οι αναφορές ότι «οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους», ότι «η επιστολή της κ. Θάνου καταβαραθρώνει τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς, εκθέτει τη χώρα και μας ευτελίζει πολιτισμικά» και ότι «μετά από αυτή την επιστολή δεν μπορεί να ανέβει (η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου δηλαδή) στην έδρα». Τα Ελληνικά Δικαστήρια, πλέον, θα κρίνουν, κυριαρχικά, κατά πόσο οι ανωτέρω εκφράσεις υπερβαίνουν ή όχι τα ακραία όρια της κριτικής. Οφείλουμε, ωστόσο, σε συνέχεια της επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου, να διαβεβαιώσουμε τους πολίτες ότι οι Έλληνες Δικαστές δώσαμε όρκο να είμαστε θεματοφύλακες των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και συνεπώς θα εξακολουθήσουμε να προασπιζόμαστε τα δικαιώματα αυτά και η Δικαιοσύνη να αποτελεί το ανάχωμα της αδικίας και πραγματικό καταφύγιο όλων των πολιτών, σε πείσμα αυτών που μας θέλουν «φιμωμένους».»
Δημιουργεί απορίες αν ήταν σκόπιμη η παρέμβαση της Ένωσης για ένα ζήτημα που αφενός βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης και έχει προκαλέσει οξύτατες πολιτικές συγκρούσεις ως το κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα της χώρας και αφετέρου δεν συνεκτιμήθηκε από την ΕΝΔΕ ότι η Πρόεδρο του ΑΠ επέλεξε να αντιμετωπίσει το ζήτημα με προσφυγή στην δικαιοσύνη[77] κατά του προσώπου που της άσκησε κριτική. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν είναι σκόπιμο οι δικαστικές ενώσεις να θεωρούν καθήκον τους να εκφράζονται μέσω ανακοινώσεων για κάθε ζήτημα που απασχολεί την επικαιρότητα, ακόμα και αν αυτό δεν αφορά την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης[78];
Στην ίδια κατηγορία ανακοινώσεων μπορεί να ενταχθεί και η σχετική ανακοίνωση που ερμηνεύει τα μέτρα περιορισμού των συναθροίσεων προκειμένου να αποτραπεί η διάδοση του κορονοϊού. Στην ανακοίνωση αυτή σημειώνεται χαρακτηριστικά : «Με την υπ’ αριθμό 1029/8/18 (ΦΕΚ 5046 Β’/ 14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας αποφασίστηκε η απαγόρευση όλων των δημόσιων υπαίθριων συγκεντρώσεων στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 15 Νοεμβρίου και ώρα 06.00’ μέχρι 18 Νοεμβρίου 2020 και ώρα 21.00’, στις οποίες συμμετέχουν 4 ή και περισσότερα άτομα με την απειλή επιβολής κυρώσεων.
Το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι «υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής γενικά αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια…». Η γενική απαγόρευση δεν παύει και αυτή να αφορά συγκεκριμένη συνάθροιση η οποία έχει εξαγγελθεί για ορισμένο τόπο και χρόνο με το ένα ή άλλο περιεχόμενο. Δεν μπορεί να επεκταθεί σε απαγόρευση και κάθε άλλης συνάθροισης σε ολόκληρη γεωγραφική περιοχή (πχ σε Νομό ή πολύ περισσότερο σε όλη την Επικράτεια) διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναστολή της ισχύος του άρθρου 11 του Συντάγματος κάτι που μόνο στις έκτακτες συνθήκες του άρθρου 48 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας) μπορεί να συμβεί (Σβώλου/Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος , Β’ , 1955, 228 και σε Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2006, 489). Η δε ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, την οποία επικαλείται η απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, αφορά στη λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων περιορισμού της ελεύθερης κίνησης (πχ θέση σε καθεστώς καραντίνας συγκεκριμένου πολίτη) και δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στις μαζικές υπαίθριες συναθροίσεις για τις οποίες προβλέπει αποκλειστικά και μόνο το άρθρο 11. Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί, ότι για τις συναθροίσεις κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου όπως και της Πρωτομαγιάς, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΠΔ 73/2020 που εκδόθηκε για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων του ν. 4703/2020, δεν οφείλεται γνωστοποίηση στις Αρχές.
Η Πολιτεία οφείλει να προστατεύσει τη δημόσια υγεία μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του Κράτους Δικαίου. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων θεωρεί ότι η σχολιαζόμενη απόφαση για γενική απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη την Επικράτεια βρίσκεται εκτός Συνταγματικού πλαισίου και θα πρέπει άμεσα να ανακληθεί.»[79]
Στην περίπτωση αυτή η ΕΝΔΕ επέλεξε να προβεί σε συγκεκριμένη ερμηνεία του Συντάγματος, διατυπώνοντας επιφυλάξεις για την συνταγματικότητα του μέτρου, ενώ, όπως αναμενόταν οι θιγόμενοι θα προσέφευγαν στην δικαιοσύνη -όπως και έγινε[80]– ζητώντας την μη εφαρμογή της απαγόρευσης πρωτίστως ως αντισυνταγματικής.
Στο ίδιο πνεύμα εντάσσεται και το Δελτίο τύπου για τον Δ.Κουφοντίνα, κατάδικο για τα εγκλήματα της «17 Νοέμβρη». Εκεί σημειώνεται : «Η Δικαιοσύνη είναι έννοια σύμφυτη με την επιείκεια και τον ουμανισμό. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων απευθύνει έκκληση στην Πολιτεία να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα της μεταχείρισης του κρατουμένου Δ. Κουφοντίνα, του οποίου η ζωή κινδυνεύει άμεσα μετά από πολυήμερη απεργία πείνας και δίψας και να λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα για την προστασία της ζωής και της υγείας του. Τα εγκλήματα που διέπραξε καταδικάστηκαν τόσο από τα Ελληνικά Δικαστήρια όσο και από την συλλογική συνείδηση. Η Δημοκρατία έχει σταθερά θεμέλια και ισχυρούς θεσμούς που της επιτρέπουν να συνδυάζει την απαίτηση συμμόρφωσης στους νόμους με την τήρηση των αρχών του ανθρωπισμού.»[81]
Εδώ η Ένωση επιδιώκει να νουθετήσει, ως μη όφειλε, τα όργανα της διοίκησης των φυλακών για ένα ζήτημα που άπτετε της εφαρμογής του σωφρονιστικού κώδικα και συνδέετε με σταθμίσεις που αφορούν την εσωτερική λειτουργία των καταστημάτων κράτησης.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι ο δημόσιος λόγος των Ενώσεων, λόγω και της ιδιαίτερης θέσης της δικαστικής λειτουργίας στο πολίτευμά μας, πρέπει να έχει ως πρώτιστο σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δευτερευόντως μια συντεχνιακή αντίληψη για την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος. Η πλειοδοσία και η συνεχής υπόμνηση μισθολογικών ζητημάτων κατά προτεραιότητα[82] ωθεί την σταδιακή μετατροπή των Ενώσεων σε επαγγελματικά σωματεία[83] και στην επικράτηση συνδικαλιστικών νοοτροπιών[84]. Επιπλέον, τα συνεχή αιτήματα για την δημιουργία νέων δικαστικών θέσεων[85] και την ίδρυση νέων δικαστηρίων[86] -χωρίς τεκμηρίωση σε πραγματικές υπηρεσιακές ανάγκες-, οι διεκδικήσεις για την κατά αρχαιότητα ανεμπόδιστη προαγωγική εξέλιξη των δικαστών μέσω χαλαρών διαδικασιών επιθεώρησης και αξιολόγησης[87] και ο περιορισμός της πειθαρχικής ευθύνης και λογοδοσίας όπως και η αντίδραση στην μείωση των δικαστικών διακοπών από 1-15.9.2021 εν μέσω πανδημίας[88], συνιστούν μορφές αυτοαναφορικού και μονοθεματικού συνδικαλιστικού λόγου[89] και όχι καινοτόμες και διορατικές προτάσεις για τα προβλήματα της δικαιοσύνης[90].
Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο για τον π. Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ομότιμο Καθηγητή στην Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, Π. Παυλόπουλο.
[1] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Ο δικαστής και το Σύνταγμα, Διάλεξη που απευθύνθηκε στις 28 Ιουλίου 2022 προς τους σπουδαστές όλων των κλάδων της Εθνικής Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, επί τη λήξει του διδακτικού έτους, στον ιστότοπο του (Ευάγγελος Βενιζέλος), Κ.Σακελλαροπούλου, Το Σύνταγμα, η Δικαιοσύνη, ο Δικαστής στον τόμο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, διαΝΕΟσις, 2019, σ. 65 επ.
[2] Βλ. εντελώς ενδεικτικά, δεκαετία 1980-1990-νόμος πλαίσιο για τα πανεπιστήμια, προβληματικές επιχειρήσεις, δεκαετία 1990-2000- ιδιωτικοποιήσεις, δεκαετία 2000-2010 -προσλήψεις στο δημόσιο, Ολυμπιακά έργα, πρόσφατα τις διαφορές γύρω από τα μνημόνια(2012-2020) και τα μέτρα της πανδημίας(2021-2022).
[3] Για την δικαστική ανεξαρτησία ενδεικτικά βλ. την μονογραφία του Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και μεροληψία, Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για «σφάλματα» της δικανικής κρίσης, Σάκκουλας, 2008 και Ι.Συμεωνίδη, Ανεξαρτησία του δικαστή και αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, ΔιΔικ, 6/2019, σ. 950 επ.
[4] Βλ. Ε.Κρουσταλάκη, Η Δικαστική εξουσία, η ανεξαρτησία της και η κοινή γνώμη, ΤοΣ 1986, σ. 1 επ.
[5] Για τον τρόπο που λειτουργεί η δημοσιότητα σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης, βλ. Λ.Μήτρου, Η δημοσιότητα της κύρωσης ή η κύρωση της δημοσιότητας, Σάκκουλας, 2012.
[6] Βλ. τις επικριτικές σκέψεις του Κ.Σταμάτη, («Κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ανακατασκευή και εποικοδομητική αντιπρόταση, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», (Επιστημονικό συνέδριο Θεσσαλονίκη 29-30/11/2019), Σάκκουλας, 2020, σ. 27 επ.) για τις περιπτώσεις που γίνεται επίκληση του εικαζόμενου λαϊκού αισθήματος για την θεμελίωση της κρίσης μιας δικαστικής απόφασης προκειμένου να γίνεται αρεστή είτε στους κυβερνώντες, είτε στους πολίτες.
[7] Βλ. την συμμετοχή του και τις γνώμες που διατύπωσε ο συγκεκριμένος δικαστής στις αποφάσεις για τις ταυτότητες(2002) την ιθαγένεια των παιδιών των μεταναστών(2014) και τα μνημόνια (στις αποφάσεις μετά το 2012).
[8] Όπως π.χ η αποχή των δικαστών από τα καθήκοντά τους το 2015. Βλ. τα σχόλια των δικαστών Κ.Λυμπερόπουλου, Οι δικαστές οφείλουν να μην απεργούν και Π.Τσούκα, Δικαστές κόντρα στον νόμο, στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, σ. 485 και 488 αντίστοιχα.
[9] Είναι ενδεικτικά αλλά και χαρακτηριστικά παραδείγματα τόσο η δίκη για την υπόθεση Κοσκωτά στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 Σ(11.3.1991 έως 17.1.1992) όσο και η δίκη για την οργάνωση «17 Νοέμβρη»(3.3.2003-17.12.2003) που συγκέντρωσαν τεράστια δημοσιότητα με καθημερινό σχολιασμό κάθε πτυχής τους, από τον τύπο και πολιτικούς παράγοντες.
[10] Στη βάση αυτή δημιουργήθηκαν γραφεία τύπου στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας(π.χ Α.Π ολ. 5/2019 και ΣτΕ ολ. 19/2013). Για το θέμα βλ. Δ.Σκαλτσούνη, Η δικαστική επικοινωνία ως παράγοντας διαμόρφωσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο θεσμό της δικαιοσύνης, στον τόμο Α.Μεταξά (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην Ε.Ε, ΕΥΡΑΣΙΑ, 2019, Σ. 59 επ., Ε.Δανδουλάκη, Οι σχέσεις δικαιοσύνης και τύπου, στον τόμο: Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, Δικαιοσύνη και Δικαστές, Α’ συνέδριο, Αντ.Ν.Σάκκουλας, 1991, σ. 58-59.
[11] Βλ. ενδεικτικά την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο ιστότοπό τους Με αστήρικτες καταγγελίες σε βάρος δικαστικών λειτουργών επιχειρείται ανεπίτρεπτη πίεση στη Δικαιοσύνη – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
[12] Βλ. Τις σχετικές ανακοινώσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο ιστότοπό τους (Αρχική – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων). Ενδεικτικά βλ. την ανακοίνωση Ανακοίνωση περί δήλωσης συνηγόρου υπεράσπισης σε βάρος Εισαγγελικής Λειτουργού – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
[13] Βλ. γενικότερα, Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για «σφάλματα» της δικανικής κρίσης, Σάκκουλα, 2008, σ. 158 επ.
[14] Βλ. Α.Μπακόπουλου, Η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, ΕλΔνη(27), 1986, σ.17
[15] Πρόκειται για την Εισαγγελέα Ε.Τουλουπάκη η οποία ήταν υπόδικος- την περίοδο που ολοκληρώθηκε η έρευνα για την μελέτη( Απρίλιος 2023)- στο Ειδικό Δικαστήριο.
[16] Μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της δικαιοσύνης αποτέλεσε και η διερεύνηση του λεγόμενου «παραδικαστικού κυκλώματος» στο οποίο εμπλέκονταν δικαστές, δικηγόροι, κληρικοί και ιδιώτες το 2004. Η παρέμβαση της δικαιοσύνης στις σχετικές καταγγελίες υπήρξε άμεση και καταλυτική με την άσκηση ποινικών και πειθαρχικών διώξεων και παραπομπή στα αρμόδια ποινικά δικαστήρια και πειθαρχικά όργανα. Οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν με την οριστική παύση περίπου σαράντα δικαστικών λειτουργών για ηθική και υπηρεσιακή ανεπάρκεια, αλλά και με καταδίκες σε ποινές κάθειρξης και φυλάκισης. Βλ. Α.Π Ολ. 15/2005.
[17] Για τον δημόσιο λόγο περί δικαιοσύνης βλ. τον τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, Σάκκουλας, 2018.
[18] Άκραία εκδοχή αυτού του φαινομένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ανάρτηση στο fb του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Π.Πολάκη(Φεβρουάριος 2023) που αναφέρει ονομαστικά τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου που εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος του επίσης Βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην Υπουργού Ν.Παππά. Η αναφορά των ονομάτων συνοδεύεται από υβριστικές εκφράσεις και απειλές. «Είναι σοκαριστική η εικόνα των επικηρυγμένων προσώπων», αναφέρει η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτας Στενιώτη, μιλώντας στην ΕΡΤ και συμπληρώνει «Η συγκεκριμένη ανάρτηση –η λίστα των ονομάτων, το κολάζ των φωτογραφιών– συνιστά συνταγματική εκτροπή. Διότι η ονομαστική στοχοποίηση, οι απειλές, οι προγραφές δικαστικών και δημοσιογράφων δεν συνιστούν μόνο έλλειψη σεβασμού στο κράτος Δικαίου αλλά βαρύτατο πλήγμα στο δημοκρατικό μας πολίτευμα». Σκληρή ανακοίνωση αποδοκιμασίας των δηλώσεων Π.Πολάκη εξέδωσε και η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.
[19] Βλ. τις ουσιαστικές παρατηρήσεις του Π.Τσούκα, (Ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης, στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, σ. 519.) ο οποίος επισημαίνει ότι η καλή ποιότητα του λόγου περί δικαιοσύνης αποτελεί την βασικότερη προϋπόθεση για την επιτυχή αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Ως τέτοιον ορίζει ένα δημόσιο λόγο που είναι έντιμος δηλαδή στοχαστικός, επιχειρηματολογικός και ειλικρινής που δεν ενδίδει σε πρόχειρες καταγγελίες και φτηνές ηθικολογίες.
[20] Η οξύτητα και συχνά η επιθετικότητα του δημόσιου λόγου για την δικαιοσύνη, θεωρείται από αρκετούς ως δικαιολογημένη διότι γίνεται αντιληπτή ως αντιστάθμισμα της εξουσίας του δικαστή να αποφασίσει για μείζονα έννομα αγαθά που καθορίζουν την ζωή των πολιτών αλλά και την εν γένει πολιτική ζωή. Βλ. Σ.Τσακυράκη, Δικαιοσύνη. Η ουσία της πολιτικής, Μεταίχμιο 2019, σ. 266
[21] Βλ. γενικότερα για την σχέση της δικανικής κρίσης με το δίκαιο από την οπτική της φιλοσοφίας και μεθοδολογίας του δικαίου, την πολύ σημαντική μονογραφία του Π.Σούρλα, Δίκαιο και Δικανική κρίση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σ. 213 επ.
[22] Βλ. Σ.Κοφίνη, Η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις υπό την οπτική της νομολογίας του ΕΔΔΑ, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ. 155 επ.
[23] Οι δικαστικές αποφάσεις κρίνονται στη βάση της «τεχνοκρατικής»- επιστημονικής τους επάρκειας όπως διαγιγνώσκεται μέσω της αιτιολογίας τους και όχι με κριτήριο την αποδοχή τους ή της έγκρισή τους από το εκλογικό σώμα δηλαδή την δημοκρατική τους νομιμοποίηση, όπως συμβαίνει με τις πολιτικές αποφάσεις. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Π.Σούρλα, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Π.Ν.Σάκκουλας, 1989, σ. 190 επ.
[24] Βλ. την σημαντική συλλογή κειμένων για την δικαιοσύνη «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης» , σε επιμέλεια Π.Τσούκα, εκδ. ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ, 2017, όπου ανθολογούνται και κείμενα δικαστών, στα οποία αποτυπώνεται μια διαχρονική εικόνα για τα ζητήματα της δικαιοσύνης.
[25] Βλ. Χ.Ανθόπουλου σχόλια για το άρθρο 29 Σ. και Κ.Παπαδημητρίου σχόλια για το άρθρο 23 Σ στον τόμο Φ.Σπυρόπουλος- Ξ.Κοντιάδης-Χ.Ανθόπουλος-Γ.Γεραπετρίτης, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Σάκκουλας, 2017, σ. 784 και σ. 595-596 αντίστοιχα.
[26] Βλ. Κ.Μενουδάκου, ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης στον τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για την δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, ό.π, σ. 28-29.
[27] Βλ. Τ.Ζολώτα, Η ελευθερία έκφρασης των δικαστικών λειτουργών, στον τόμο, «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ. 89 επ. ,
[28] Η ποιότητα απονομής της δικαιοσύνης και γενικότερα η νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας εξαρτάται, ανάμεσα στα άλλα, κυρίως από την αιτιολογία των αποφάσεών της η οποία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση και βασικό θεσμικό καθήκον του δικαστή(άρθρο 93 παρ. 3 Σ). Το κύρος των λειτουργών της δικαιοσύνης δεν εξαρτάται μόνο από την θέση που η δικαιοσύνη κατέχει στο πολίτευμα και από την υποχρέωση εφαρμογής των αποφάσεών της, όσο από την πειστικότητα των ουσιαστικών εκτιμήσεων που διατυπώνονται στο σκεπτικό των αποφάσεων, τη νομική επάρκεια και το φρόνημά των ίδιων των δικαστών. Βλ. Π.Σούρλα, Δίκαιο και δικανική κρίση, ό.π, σ. 42
[29] Βλ. Δ.Ράϊκου, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία, Σάκκουλα, 2008, σ. 305-308.
[30] Βλ. Γ.Τασόπουλου, Το ήθος του δικαστή, ΕφημΔΔ, 2016 σ. 393 επ.
[31] Το Σύνταγμα(άρθρο 93 παρ.3) αναγνωρίζει ότι στοιχείο της ανεξαρτησίας του δικαστή αλλά και έκφραση σεβασμού στην επιστημονική του άποψη είναι η υποχρεωτική και ονομαστική δημοσίευση της γνώμης ή των γνωμών της μειοψηφίας.
[32] Βλ. Κ.Μενουδάκου, Υπάρχουν όρια στην ελευθερία έκφρασης των δικαστών και στην κριτική του δημοσίου λόγου τους;, στον τόμο «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας»,(από την ημερίδα του Κέντρο Ευρωπαϊκού Δικαίου- Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Ινστιτούτο Γκαίτε, Αθήνα, 17/3/2016), Σάκκουλας 2016, σ. 1 επ.(ιδίως σελ. 4).
[33] Βλ. Ι.Συμεωνίδη Δικαιοσύνη και Κοινωνία: Μια σχέση εμπιστοσύνης που ισχυροποιείται με την εξωστρέφεια του δικαστικού συστήματος και την επικοινωνία του με τους πολίτες και τα ΜΜΕ, στον τόμο «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», ό.π, σ.11 επ.(ιδίως 23-26).
[34] Βλ. ενδεικτικά σχετικό δελτίο τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων(ΕΝΔΕ), ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Σχετικά με δηλώσεις συνηγόρου σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών για εκκρεμή υπόθεση – Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
[35] Βλ. Κ. Χρυσόγονου/Σ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 342-344
[36] Βλ. τις σχετικές εισηγήσεις του τόμου «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας»,(από την ημερίδα του Κέντρο Ευρωπαϊκού Δικαίου- Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, Ινστιτούτο Γκαίτε, Αθήνα, 17/3/2016), Σάκκουλας 2016, καθώς και Π.Αλικάκου, Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore. Επετειακός τόμος 20 χρόνια ΕΝΟΒΕ, Σάκκουλας, 2017, Β.Ανδρουλάκη, Δικαστική Δεοντολογία, στο τόμο «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», (Επιστημονικό συνέδριο Θεσσαλονίκη 29-30/11/2019), ό.π, , σ. 67 επ., Δ..Ράϊκου, Η δικαστική δεοντολογία στα διεθνή δικαστήρια, ΔιΔικ, 2019, σ. 353 επ.., Μ.Πικραμένου, Το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αρχών και Προτάσεων για την Οργάνωση και Λειτουργία της Δικαιοσύνης στον τόμο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα», Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα, διαΝΕΟσις, 2019, σ. 77 επ.
[37] Βλ. στην ιστοσελίδα του ΣτΕ το κείμενο του Χάρτη.
[38] Βλ. το άρθρο 91 παρ. 4 περ. β του ν. 1756/1988 ΚΟΔΚΔΛ (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) και ΕΔΔΑ απόφαση 26.2.2009, Kudeshkina κατά Ρωσίας, όπου το Δικαστήριο έκρινε ως αντίθετη προς την Σύμβαση την πειθαρχική δίωξη κατά ανώτατης δικαστού που κατήγγειλε σε συνεντεύξεις της πιέσεις προς δικαστές κατώτερων δικαστηρίων προκειμένου οι τελευταίοι να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα πρόσωπα.
[39] Βλ. άρθρο 106 παρ. 3 του ν. 4055/2012 και ΑΠ 4/1991 ολ. ΔιΔικ 1991, σ. 469
[40] Περιορισμούς στην ελευθερίας του λόγου για την διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης προβλέπει και το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
[41] Είναι αυτό που συμπεριληπτικά αποδίδουμε ως δικαστικό ήθος Βλ. Γ.Τασόπουλου, Το ήθος του δικαστή, ό.π, σ. 397-398.
[42] Δεν συνιστά άρση της οφειλόμενης ουδετερότητας όταν ο δικαστής διατυπώνει σε δημόσια διάλεξή του γνώμη περί των αρμοδιοτήτων του Συνταγματικού δικαστηρίου στο οποίο μετέχει, στοιχείο που το ΕΔΔΑ έκκρινε ότι δεν συνιστά προσβολή άλλου πολιτειακού παράγοντα της χώρας, ούτε διατυπώνεται ενόψει εκκρεμούς υποθέσεως. Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 28.10.1999, Wille κατά Λιχνενστάϊν.
[43] Για την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα βλ. τον τόμο Μ.Πικραμένου (εισαγωγή- επιμέλεια) «Οργάνωση και αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης- η ευρωπαϊκή εμπειρία», Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 124 επ. , όπου παρουσιάζονται πίνακες για τα αποτελέσματα πανευρωπαϊκής έρευνας σχετικής με το θέμα.
[44] Βλ. τη μονογραφία του Μ.Πικραμμένου, Η λογοδοσία των δικαστών στην δημοκρατία, Εκδ. ΕΥΡΑΣΙΑ, 2022, όπου αναπτύσσονται αναλυτικά όλα τα συναφή ζητήματα.
[45] Βλ. Τ.Ζολώτα, ό.π, σ. 93-94 παραπομπές 20,21,22,23
[46] Βλ. ενδεικτικά Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 26/4/1995 Prager & Oberschlick κατά Αυστρίας,.
ΕΔΔΑ, απόφαση , 27/5/2004, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας
[47] Βλ. Χ.Ράμμου, Ελευθερία έκφρασης και κριτική δικαστικών λειτουργών, σε «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας», ό.π, σ. 9 επ., και γενικότερα Χ. Ακριβοπούλου, Ο δικαστής ως δημόσιο πρόσωπο μεταξύ δημοσίου ελέγχου και προστασίας των προσωπικών του δεδομένων. Με αφορμή την απόφαση ΑΠΔΠΧ 41/2017 ΔΙΤΕ (π. ΔΙΜΕΕ), τεύχος 1/2017.
[48] Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση 12.4.2018, Olujic κατά Κροατίας και ΕΔΔΑ απόφαση 16.9.1999, Busceni κατά Ιταλίας.
[49] Βλ. ΑΠΔΠΧ 41/2017, σκέψη 7.
[50] Για αυτό το λόγο ακόμα και στην Αμερική που σύμφωνα με την πρώτη τροπολογία του Συντάγματος η ελευθερία του λόγου θεωρείται «ιερό» δικαίωμα και απόλυτα προστατευμένο, οι δικαστές δεν μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις που τυχόν θα επηρεάσουν την έκβαση μιας επίδικης υπόθεσης, ενώ δικαιολογούνται και οι πειθαρχικές διώξεις για όσους παραβαίνουν τον κανόνα της αμεροληψίας σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας του American Bar Association. Βλ. R.M.Howard, The Limitation on Judicial Free Speech, The Justice System Journal, 2006, σ. 350 επ.
[51] Το ζήτημα αφορούσε σε κριτική του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουγγαρίας στην νομοθετική επιλογή της Κυβέρνησης να μειώσει το όριο της συνταξιοδότησης των Ανωτάτων Δικαστών από τα 70 στα 62 έτη με αποτέλεσμα την αφυπηρέτηση των περισσότερων μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Βλ. ΕΔΔΑ απόφαση 23.6.2016 Baka κατά Ουγγαρίας.
[52] Βλ. το κείμενο της Επιτροπής της Βενετίας που αφορά στην ελευθερία έκφρασης των δικαστών σε http://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-AD(2015)018-e.
[53] Όπως κάνει το Supreme Court της Αμερικής, βλ. Χ.Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 92 επ., 131 επ.. Η συγγραφέας προβαίνει σε σύγκριση της οπτικής του ΕΔΔΑ με την νομολογία του Supreme Court της Αμερικής για τα θέματα άσκησης κριτικής και τεκμηριώνει τις διαφορές τους ως προς τα κριτήρια που υιοθετούνται.
[54] Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση 6-12-2007, Κατράμης κατά Ελλάδος, ΕΔΔΑ, απόφαση, 27/5/2004, Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας.
[55] Βλ. Ι.Σαρμά, Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία εκφράσεως και προστασία της προσωπικότητας, στον τόμο «Δικαστική δεοντολογία, ελευθερία του λόγου και προστασία της προσωπικότητας», ό.π, σ. 35 επ.
[56] Βλ. ΑΠΔΠΧ 41/2017, σκέψη 7.
[57] Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, απόφαση 6-12-2007, Κατράμης κατά Ελλάδος.
[58] Βλ. Αικ.Σακελλαροπούλου, Η συνταγματική διάσταση των δικαστικών ενώσεων στην ιστοσελίδα constitutionalism. gr(ανάρτηση 14-12-2017).
[59] Άρθρο 89 παρ. 5 Σ.
[60] Βλ. γενικότερα Μ.Πικραμένου, Η δικαστική ανεξαρτησία στην δίνη των πολιτικών κρίσεων, Σάκκουλας, 2002. Για τις διώξεις των δικαστικών λειτουργών την περίοδο της δικτατορίας, Βλ. ΣτΕ Ολ. 503/1969, και ΣτΕ Ολ. 1811-1831/1969 που ακύρωσαν τις απολύσεις δικαστικών λόγω έλλειψης προηγούμενης ακρόασης.
[61] Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Δικαιοσύνη κατά την μεταπολίτευση του 1974 -και λόγω της στάσης ορισμένων εκπροσώπων της που κατείχαν σημαίνουσες θέσει την περίοδο της επταετίας- έβγαινε από την δικτατορία με μειωμένη αξιοπιστία και ηθικά τραυματισμένη. Το κύρος της δικαιοσύνης και των λειτουργών της, υπό το σαφές και εγγυητικό συνταγματικό πλαίσιο του Συντάγματος (1975), σταδιακά αποκαταστάθηκε, και διότι στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι δικαστές ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας το βαρύ καθήκον να αποδώσουν δικαιοσύνη και ευθύνες για την πραξικοπηματική ανατροπή του πολιτεύματος το 1967. Σημαντική ήταν και η -πάντως περιορισμένη- «κάθαρση» ή «αποχουντοποίηση» επίορκων δικαστών με την Συντακτική Πράξη 3-4/9/1974 καθώς και η επαναφορά στις θέσεις τους των απολυθέντων δικαστών από την δικτατορία. Ωστόσο, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με αφορμή δικαστικές αποφάσεις που αφορούσαν την ποινική μεταχείριση προσώπων που εμπλέκονταν σε αδικήματα την περίοδο της χούντας(όπως η «δίκη του πολυτεχνείου», οι δίκες βασανιστών της χούντας καθώς και των πρωταιτίων της δικτατορίας) οι δικαστές που μετείχαν στις συνθέσεις επικρίθηκαν με σφοδρότητα από τον τύπο, ενώ δεν διέφυγαν της έντονης κριτικής και από τα όργανα του ΔΣΑ και οι προαγωγές Αρεοπαγιτών που είχαν διοριστεί μέλη εκτάκτων δικαστηρίων και στο Συνταγματικό Δικαστήριο την επταετία. Βλ. Ι.Παπανικολάου, Ο δημόσιος λόγος για τη δικαιοσύνη τόμο «Ο Δημόσιος λόγος για τη δικαιοσύνη»(ημερίδα 3.11.2017) που εξέδωσε η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, ό.π, σ. 39 επ.
[62] Για μια συγκριτική οπτική του ρόλου των δικαστικών ενώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο .Βλ. Θ.Ντάλλη, Οι δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις στην Ευρώπη. : Μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης μέσα από την ανάλυση τεσσάρων περιπτώσεων στον , Τιμητικό Τόμο για τα πενήντα χρόνια των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, Σάκκουλας, 2015, σ. 648 επ.
[63] Για την δημιουργία και την ιστορική πορεία της Ένωσης βλ. τις πληροφορίες που παρέχονται στην επίσημη ιστοσελίδα της (ende.gr)
[64] Μέχρι τον Απρίλιο του 2023 που έφτασε η έρευνα.
[65] Για να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις οι δικαστές προσέφυγαν την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων στο μισθοδικείο, όπου σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκαν, όπως συνέβη και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος.
[66] Βλ. ενδεικτικά, Ανακοίνωση για την εφαρμογή του ν. 3904/2010 8 Φεβρουαρίου 2011,
Κοινή Ανακοίνωση Δικαστικών Ενώσεων μετά την ψήφιση του νόμου για το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 12 Νοεμβρίου 2012
Ανακοίνωση με θέμα η νέα διάταξη του άρθρου 65 Ν. 4356/2015 7 Ιανουαρίου 2016
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΔΕ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ 17 Μαΐου 2017
Παρατηρήσεις στο νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης 20 Αυγούστου 2018
Οι θέσεις μας στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης 15 Φεβρουαρίου 2019.
[67] Βλ. Ανακοίνωση για “άνοιγμα” κλειστών επαγγελμάτων 15. 1.2011
[68] Αναλυτικά για την κατάργηση περιορισμών ως προς την άσκηση επαγγελμάτων συναφών με την δικαιοσύνη, Βλ. Π.Μαντζούφα, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, Σάκκουλας 2014, σ. 240-281.
[69] Ανακοίνωση για βομβιστική επίθεση σε Δικαστικό Λειτουργό 22 Νοεμβρίου 2012
[70] Στήριξη στους ανακριτές για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής 4 Οκτωβρίου 2013
Ανακοίνωση σχετικά με δηλώσεις που αφορούν την υπόθεση της “Χρυσής Αυγής” 7 Απριλίου 2014
[71] Ανακοίνωση περί δήλωσης συνηγόρου υπεράσπισης σε βάρος Εισαγγελικής Λειτουργού 23 Ιουλίου 2015, Με αστήρικτες καταγγελίες σε βάρος δικαστικών λειτουργών επιχειρείται ανεπίτρεπτη πίεση στη Δικαιοσύνη 13 Μαρτίου 2017, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΑΝΑΛΗΘΗ ΕΙΔΗΣΗ ΕΠΙ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ , 11 Νοεμβρίου 2015, ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΣΤΕΝΙΩΤΗ, ΕΦΕΤΗ, ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ ΤΟΠΟ «www.zougla.gr» , ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ NOVARTIS 12 Φεβρουαρίου 2018, ΟΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, 16 Απριλίου 2018, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ , 6 Φεβρουαρίου 2020, ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ 16 Νοεμβρίου 2021(αφορούσε δικαστικό λειτουργό και την ουσιαστική του κρίση επί της υπόθεσης), ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΕΡΙ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΑΠΟ ΟΜΑΔΑ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ 2 Ιουνίου 2022, ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Σχετικά με δηλώσεις συνηγόρου σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών για εκκρεμή υπόθεση
[72] Ανακοίνωση – Απάντηση στη δήλωση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης ,21 Ιανουαρίου 2013
[73] Καταγγελία για τηλεφωνική παρέμβαση εν ενεργεία βουλευτή σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση,
9 Νοεμβρίου 2019, Για τις δηλώσεις της βουλευτού κ. Γιαννάκου ,18 Μαΐου 2020
[74] Ανακοίνωση σχετικά με τις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ,9 Ιανουαρίου 2014
[75] Βλ. για την σχετική αντιπαράθεση σε Επιμένει στη μήνυση κατά Τσακυράκη η κ. Θάνου και απαντά στους 14 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου- Ερώτηση Βενιζέλου στη Βουλή | Μεταρρύθμιση και για την δήλωση των 14 συνταγματολόγων σε constitutionalism. gr (ανάρτηση 25-2-2016).
[76] Ανακοίνωση με θέμα την ελευθερία έκφρασης Δικαστικού Λειτουργού 26 Φεβρουαρίου 2016
[77] Έτσι Τ.Ζολώτας, ό.π, σ. 96-97.
[78] Βλ. Α.Σακελλαροπούλου, ό.π, (constitutionalism.gr)
[79] ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΝ 15 Νοεμβρίου 2020 και Αρθρογραφία της Α.Λαϊνιώτη (πρώην Προέδρου της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών), στην ηλεκτρονική σελίδα της ΕΔΕ, την 16.11.2020, για την απαγόρευση των συναθροίσεων: https://ende.gr/%CE%B4%CE%AE%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%B5 καθώς και αντίδραση των μελών της μειοψηφίας για την πιο πάνω ανακοίνωση της ΕΔΕ για την απαγόρευση των συναθροίσεων:https://ende.gr/%CF%83%CF%87%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C-15-11-2020-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%AF%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%BD/
[80] Βλ. ΣτΕ Ολ. 1681/2022 για την συνταγματικότητα της απαγόρευσης των συναθροίσεων. Για την πολύκροτη αυτή απόφαση βλ. περαιτέρω ανάλυση Χ. Τσιλιώτη, Η ΣτΕ Ολ. 1681/2022 και η συνταγματικότητα της απαγόρευσης των υπαίθριων συναθροίσεων τις ημέρες της επετείου του Πολυτεχνείου: Ένας ακόμα κρίκος στην αναδυόμενη «νομολογία της πανδημίας», 6.9.2022 και Δ. Βουκελάτο, Σχόλιο στην ΟλΣτΕ 1681/2022 σχετικά με την τετραήμερη (15-18.11.2020) απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων για λόγους δημόσιας υγείας στο σύνολο της Επικράτειας και την επιβολή διοικητικού προστίμου για παράβαση της απαγόρευσης, 10.9.2022, αμφότερα σε SYNTAGMA WATCH.
[81] ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Για τον κρατούμενο Δ. Κουφοντίνα 24 Φεβρουαρίου 2021
[82] Βλ. Π.Τσούκα, Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι αποδοχές τους στον τόμο «Ο ασάλευτος χρόνος…, ό.π, σ. 490 και Σ.Τσακυράκη, Δικαιοσύνη…, ό.π, σ. 247.
[83] Βλ. Ι.Παπανικολάου, Οι παθογένειες της ελληνικής δικαιοσύνης και η θεραπεία τους, στον τόμο «Ο Ασάλευτος χρόνος…, ό.π, σ. 496-497.
[84] Εξαίρεση, θεωρούμε ότι αποτελεί η Ένωση Δικαστών του Συμβουλίου Επικρατείας η οποία αναδεικνύει και αποτιμά τα γενικότερα προβλήματα λειτουργίας της δικαιοσύνης πέραν των στενά συνδικαλιστικών-επαγγελματιών, όπως το μείζον ζήτημα της καθυστέρησης στην απονομή της και τα αίτιά του, βλ. ενδεικτικά τις απόψεις των μελών της Ένωσης στα κείμενα «Η ελληνική δικαιοσύνη και δύο πρωταρχικά προβλήματά της» και «Η ευτελής προσφυγή στην δικαιοσύνη», εφημ. Η Καθημερινή (17.1.201, 19.12.2021, 15.3.2023).
[85] Όταν στην χώρα μας έχουμε μια από τις υψηλότερες, στην ΕΕ, αναλογίες δικαστών και δικηγόρων προς το γενικό πληθυσμό.
[86] Βλ. το υπόμνημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης(στα ΜΜΕ 22.4.2021) που αντιδρούν σε προτάσεις για την επιβαλλόμενη αναδιαμόρφωση της δικαστικής χωροταξίας με βάση διεθνή πρότυπα, ζήτημα που δημιουργήθηκε από την αβασάνιστη νομοθετική διασπορά, ιδίως Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά τρόπο ανορθολογικό στην ελληνική επικράτεια.
[87] Βλ. Α.Ράντου, Επιτάχυνση της δικαιοσύνης: Μύθος ή πραγματικότητα, στο «Ο ασάλευτο χρόνος,…, ό.π, σ. 481.
[88] Βλ. ανακοίνωση της ΕΝΔΕ(7.4.2021)
[89] Αιχμηρός, πλην ακριβοδίκαιος, είναι στην κριτική του ο Π.Τσούκας, Ο δημόσιος λόγος περί δικαιοσύνης, στον τόμο «Ο Ασάλευτος λόγος…., ό.π, σ. 524-525.
[90] Βλ. την εμπεριστατωμένη κριτική του Μ.Πικραμμένου στον δημόσιο λόγο των Δικαστικών Ενώσεων στην μονογραφία του, Η λογοδοσία των δικαστών στην δημοκρατία, ό.π, σ. 92-96.
Πηγή: www.constitutionalism.gr