Συνέντευξή του πρώην προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορου Σεβαστίδη στην efsyn.gr
● Στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας δεσμεύτηκε ότι θα έχουν στο εξής λόγο οι δικαστικές ενώσεις και οι δικηγορικοί σύλλογοι στην εκλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Πιστεύετε ότι αυτό θα βοηθήσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης;
Στη γενική συνέλευση της ΕνΔΕ (15.12.2018) πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία των μελών της ενόψει της πρώτης φάσης της συνταγματικής αναθεώρησης. Το Δικαστικό Σώμα ψήφισε ομόφωνα υπέρ της αλλαγής του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ώστε να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της εκάστοτε κυβέρνησης. Θεωρούμε ότι δικαστές και εισαγγελείς πρέπει να συμμετέχουν σε μια διαδικασία προεπιλογής των υποψηφίων και την τελική απόφαση να τη λαμβάνει η Βουλή. Εκείνη την εποχή κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δεν υιοθέτησαν τις θέσεις μας και χάθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία. Συνεπώς, μια πρόταση σήμερα που κινείται σ’ αυτήν την κατεύθυνση και ευθυγραμμίζεται με τα αιτήματα του Δικαστικού Σώματος μας βρίσκει σύμφωνους.
Η συμμετοχή ωστόσο και των δικηγορικών συλλόγων σε μια τέτοια διαδικασία θα δημιουργούσε άλλου είδους ζητήματα και θα αλλοίωνε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα τη διαχρονικά σπουδαία συμβολή των δικηγορικών συλλόγων στην ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών.
● Μπορεί και οφείλει η Δικαιοσύνη να παρέμβει στους κυβερνητικούς περί απορρήτου ισχυρισμούς, αποκαθιστώντας τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας, έτσι ώστε να προχωρήσει η διαλεύκανση του σκανδάλου των υποκλοπών και να αποκατασταθεί το περιεχόμενο των σχετικών άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ;
Βασικός καταστατικός σκοπός της ΕνΔΕ είναι «η συμβολή στη βελτίωση της νομοθεσίας». Η κοινωνία αναμένει από τη μεγαλύτερη δικαστική ένωση της χώρας να εκφράζει σοβαρό επιστημονικό λόγο σε ζητήματα που άπτονται των συνταγματικών ελευθεριών. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινηθήκαμε ως προεδρείο τα χρόνια από το 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2022. Και από τη σημερινή θέση της μειοψηφίας στο Δ.Σ. διατυπώσαμε τις προτάσεις μας ώστε να βελτιωθεί η νομοθεσία που προστατεύει το συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου των επικοινωνιών.
Θεωρούμε ότι καμία πραγματική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει εάν δεν ενισχυθούν οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αρχής που εποπτεύει την ΕΥΠ και ο έλεγχος του αρμόδιου εισαγγελέα να γίνει ουσιαστικός. Να του απονεμηθεί, δηλαδή, η δυνατότητα να ελέγχει τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επιβάλλουν τη νόμιμη επισύνδεση συγκεκριμένου πολίτη και η ΕΥΠ να αιτιολογεί εμπεριστατωμένα τους λόγους που επικαλείται.
Η ουσιαστική προστασία ενός συνταγματικού δικαιώματος προϋποθέτει τη διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών. Η διοίκηση, συνεπώς, έχει καθήκον να ενημερώσει για τους λόγους της αλματώδους αύξησης των τηλεφωνικών επισυνδέσεων τα τελευταία χρόνια, να πληροφορήσει τους πολίτες για το ποσοστό των επισυνδέσεων που θεμελιώνονται σε λόγους εθνικής ασφάλειας και το αντίστοιχο που συνδέεται με τη διερεύνηση εγκληματικών πράξεων και πόσες από αυτές έχουν καταλήξει στην άσκηση ποινικών διώξεων και στην αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Θεωρούμε επίσης αναγκαία την επαναφορά στο καθεστώς της πλήρους ενημέρωσης του πολίτη που υπήρξε στόχος της παρακολούθησης.
● Η σημερινή κυβέρνηση θέσπισε την ασυλία τραπεζικών στελεχών και μελών διοικήσεων των φορέων του Δημοσίου με ταυτόχρονο περιορισμό της δυνατότητας του εισαγγελέα να παρεμβαίνει αυτεπάγγελτα. Πιστεύετε ότι επιβάλλεται η κατάργηση αυτής της ασυλίας;
Οι διατάξεις που εισάγουν διάκριση στον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων και πρόσθετα εμπόδια για την ποινική διερεύνηση σοβαρών κακουργημάτων για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, χωρίς τη συνδρομή σοβαρού λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, θέτουν αναμφίβολα ζητήματα προσβολής της ισότητας των πολιτών και υποκρύπτουν συγκαλυμμένη αμνηστία. Ανεξάρτητα από τη νομιμότητα τέτοιων διατάξεων, η διατήρησή τους είναι αδικαιολόγητη.
● Οι βασικές καταδίκες της Ελλάδας στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια πέρα από την αθλιότητα των φυλακών οφείλονται στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Πώς το σχολιάζετε;
Οι καθυστερήσεις στους ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, που παρατηρείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλα κράτη. Αποθαρρύνει τους πολίτες να αναζητήσουν το δίκιο τους στα δικαστήρια και τραυματίζει την οφειλόμενη εμπιστοσύνη στην ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές και το ζήτημα είναι σύνθετο. Η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης μετά τη συζήτηση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο είναι ο παράγοντας που επιδρά λιγότερο και κατά τούτο η επίρριψη ευθυνών στους δικαστές λειτουργεί μονοδιάστατα.
Η αναμονή του πολίτη 8 ή 10 μήνες για την έκδοση της απόφασης από έναν δικαστή, του οποίου η εργασία εντατικοποιείται διαρκώς, δεν φαντάζει ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος εάν συγκριθεί με τα 10 και πλέον έτη που απαιτούνται πολλές φορές για να φτάσει μια υπόθεση να δικαστεί μέχρι και τον δεύτερο βαθμό. Και οι ευθύνες για τις τεράστιες αυτές καθυστερήσεις βαρύνουν πρώτιστα την πολιτεία, η οποία αρνείται να προχωρήσει σε αποποινικοποίηση πολλών αδικημάτων, να λάβει μέτρα για τη μείωση του αριθμού των αναβολών στις ποινικές υποθέσεις, όπως είχαμε προτείνει ως Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, και να προωθήσει τη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης στις αστικές υποθέσεις σύμφωνα με ολοκληρωμένη μελέτη που καταθέσαμε το 2017 στα πολιτικά κόμματα και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
● «Η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν συνδέεται επιστημονικά με τη μείωση της εγκληματικότητας, ούτε αυτή εξαλείφεται εάν δεν ξεριζωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια που τη γεννούν», γράφατε σε άρθρο σας την περίοδο των κυβερνητικών αλλαγών στους νέους Ποινικούς Κώδικες. Με τίτλους, ποιες από τις αλλαγές είναι σε λάθος κατεύθυνση;
Η επαναφορά για ορισμένα κακουργήματα της ποινής της ισόβιας κάθειρξης ως μόνης επαπειλούμενης ποινής είναι ατυχής και συνιστά μία αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στη γενική πρόληψη, εκδηλώνοντας σαφώς έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία, ενώ είναι δεδομένη και η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας.
Η τροποποίηση του άρθρου 191 Π.Κ. που αφορά το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και η μετατροπή του σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, με χρήση αόριστων εννοιών, είναι μια επικίνδυνη διάταξη, καθώς διευρύνει το αξιόποινο, εισάγει και πάλι την υποκειμενική κρίση της προσφορότητας της είδησης να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο και το στοιχείο του κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στη «δημόσια τάξη», περιορίζοντας έτσι σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης. Επίσης η τυποποίηση των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων ως εγκλημάτων αφηρημένης ή δυνητικής διακινδύνευσης απομακρύνει τον ποινικό κώδικα από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου.
● Τον Ιούνιο του 2021 η πρώην αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου, Αννα Ζαΐρη, είχε αποδώσει την αύξηση της εγκληματικότητας στους μετανάστες. Ποια είναι η δική σας θέση;
Η σύνδεση της αυξητικής τάσης της εγκληματικότητας με ειδικές ομάδες πληθυσμού, όπως πρόσφυγες και μετανάστες, πέρα από εντελώς αντιεπιστημονική μέθοδος πρόσληψης της κοινωνικής πραγματικότητας είναι και επικίνδυνη καθώς γεννά τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.
Ως λαός που βιώσαμε έντονα το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στις αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ οι Ελληνες μετανάστες –με επίσημα στοιχεία κρατικών αρχών εκείνης της εποχής– θεωρούνταν οι δράστες των πιο σκληρών εγκλημάτων. Το έγκλημα δεν έχει ράτσα, θρησκεία, χρώμα. Ολοι οι άνθρωποι που ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες οδηγούνται σε όμοιες συμπεριφορές. Καθήκον του κράτους είναι να εξαλείφει τις κοινωνικές παθογένειες και τις οικονομικές ανισοτιμίες που γεννούν εγκληματικές συμπεριφορές.
● Θα ήθελα να μου ξεχωρίσετε μία ή δύο από τις δυσκολότερες αλλά και τις καλύτερες στιγμές της ΕνΔΕ από την πολύχρονη πείρα σας.
Σε προσωπικό επίπεδο θα μου μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη η επίσκεψη και η συνάντησή μου με τον Μίκη Θεοδωράκη το 2018 στην οικία του, λίγες ημέρες πριν από την πραγματοποίηση της πολιτιστικής εκδήλωσης που διοργανώσαμε για να τιμήσουμε την εθνική αντίσταση, τον αντιφασιστικό πόλεμο αλλά και την προσωπική συνεισφορά του ίδιου στους λαϊκούς αγώνες και στον πολιτισμό. Η εκδήλωση αυτή μαζί με τον περσινό εορτασμό για το Πολυτεχνείο με τη συμμετοχή της Μαρίας Φαραντούρη πιστεύω ότι ήταν ένα οφειλόμενο καθήκον του Δικαστικού Σώματος στους αγωνιστές της Δημοκρατίας, που υλοποιήθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια που ασκήσαμε τη διοίκηση της Ενωσης και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.
Αντίθετα, βρεθήκαμε σε ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση όταν υποχρεωθήκαμε στη γενική συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ενωσης Δικαστών, πέρσι τον Μάιο, να επιχειρηματολογήσουμε και να ζητήσουμε την έκδοση Ψηφίσματος καταδίκης του υπουργείου Δικαιοσύνης για τον αποκλεισμό των Δικαστικών Ενώσεων από τις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές.