Ο θάνατος του 83χρονου, τελευταίου βασιλιά της Ελλάδας, Κωνσταντίνου, επαναφέρει στην επικαιρότητα το θέμα της βασιλικής περιουσίας και της σύγκρουσης της τέως βασιλικής οικογένειας με το ελληνικό κράτος.
Ο Κωνσταντίνος, διετέλεσε βασιλιάς από το 1964 μέχρι το 1973. Μετά το δημοψήφισμα του 1974 και την αλλαγή πολιτεύματος που σηματοδότησε το τέλος της βασιλείας, ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο εξωτερικό αποφεύγοντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1981 για να παρακολουθήσει την νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, Φρειδερίκης.
Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου, και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια, με τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ να στρέφεται κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ.
Η δικαστική διαμάχη
Μετά από μια δικαστική διαμάχη 8 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, στις 28 Νοεμβρίου του 2002, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, ως αποζημίωση στον τέως βασιλιά. Τα χρήματα αυτά έπρεπε να πληρώσει το ελληνικό Δημόσιο όπως και έγινε.
Όλα άρχισαν το 1992 όταν σε συμφωνία με την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη προβλεπόταν εκχώρηση της περιουσίας του τέως βασιλιά σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την εξαγωγή μεγάλου αριθμού της κινητής περιουσίας στο εξωτερικό.
Η βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο ΣτΕ. Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή της. Το 1997, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε τελικά με το ΣτΕ.
Η προσφυγή του Κωνσταντίνου κατά του ελληνικού δημοσίου
Από το 1994, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος, μαζί με ακόμα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, κατέθεσε προσφυγή εις βάρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η βασιλική οικογένεια ισχυριζόταν πως με την δήμευση της περιουσίας της χωρίς αποζημίωση, παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα, ενώ κατήγγειλαν πως είχαν υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση με την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας και την επιβολή του επωνύμου «Γλύξμπουργκ».
Η απόδοση 13,7 εκατ. ευρώ
Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έκρινε ως παραδεκτό λόγο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής και όχι τα υπόλοιπα παραπέμποντας την υπόθεση σε νέο τμήμα με νέα σύνθεση.
Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, ως αποζημίωση στον τέως βασιλιά.
Οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επισήμαναν στο υπόμνημά τους ότι για το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:
Ο Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του είναι απλοί πολίτες ιδιώτες, χωρίς προνόμια και με αυτή την παραδοχή η περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί αποκλειστικώς σε χρήμα.
Οι αιτούντες δεν έχουν καταβάλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας.
Μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων είναι δασικά και ως τέτοια έχουν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.
Τελικά, με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.
Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό «φυσικών καταστροφών», θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι.
Όταν ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος έλαβε τα χρήματα της αποζημίωσης έφτιαξε το Ίδρυμα «Άννα Μαρία», με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι σήμερα πάντως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έχουν γίνει γνωστές.