Από την Άννα – Μαρία Θεοδώρου, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ


Πόσα μπορεί να προδώσει για εμάς ο τρόπος που γράφουμε; Οι περισσότεροι δεν δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στις αποστάσεις που αφήνουμε ανάμεσα στις λέξεις, την ταχύτητα που γράφουμε ή την πίεση που ασκούμε στο στυλό. Είναι συνηθισμένες κινήσεις που γίνονται μηχανικά χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Υπάρχει, όμως μία επιστήμη που δίνει νόημα σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες που θεωρούμε ασήμαντες και μπορούν να φωτογραφήσουν τον γράφοντα ενός κειμένου.

Γραφολογία είναι η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης την ανάλυση του γραφικού χαρακτήρα ενός εγγράφου και διακρίνεται σε τρεις τομείς. Με γνώμονα, λοιπόν, το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζεται το έγγραφο υπάρχει: η χαρακτηρολογική γραφολογία που εξετάζει τον γραφικό χαρακτήρα από την οπτική γωνία της ψυχολογίας, η παθολογία της γραφής που βλέπει την γραφή ως εργαλείο της ψυχιατρικής και η δικαστική γραφολογία που αποτελεί σημαντικό εργαλείο των εγκληματολογικών επιστημών και κλάδο της νομικής επιστήμης.

Πιο συγκεκριμένα η δικαστική γραφολογία, η οποία ονομάζεται και γραφολογική εμπειροτεχνία,
εξετάζει ένα γραπτό έγγραφο αποσκοπώντας στη διαπίστωση της νόθευσης, πλαστότητας ή γνησιότητάς του και στην εύρεση του αληθινού γράφοντα. Ως επιστήμη είναι διαρθρωμένη επάνω στον άξονα της έννοιας της αλλοίωσης του επίδικου υπό εξέταση εγγράφου, η οποία έχει διττή ερμηνεία: α) παραμόρφωση και β) απομίμηση. Η παραμόρφωση συναντάται κυρίως σε ανώνυμες
επιστολές που ο γραφών αποπειράται να παραποιήσει τον γραφικό του χαρακτήρα, ούτως ώστε σε
περίπτωση έρευνας από τις δικαστικές αρχές να μην είναι εύκολο να γνωστοποιηθεί η ταυτότητα του. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται χρήση μικρότερων ή μεγαλύτερων γραμμάτων με διαφορετική κλίση από ό,τι συνήθως.

Η δε απομίμηση παρατηρείται σε περιπτώσεις πλαστογραφίας. Ο δράστης έχει ως στόχο την απομίμηση του τρόπου γραφής ενός προσώπου, όσο το δυνατόν πιστότερα. Με ποιον τρόπο, όμως, επιτυγχάνει ο πλαστογράφος την τέλεια αντιγραφή; Οι πιο κοινοί τρόπου απομίμησης είναι δύο: H ζωγραφική και η γρήγορη ή ελεύθερη απομίμηση. Στην πρώτη περίπτωση ο πλαστογράφος προσπαθεί να αντιγράψει την υπογραφή του παθόντα κατευθύνοντας το χέρι του όπως όταν κάποιος ζωγραφίζει κάτι βλέποντας το. Στη δεύτερη περίπτωση, ο δράστης παρατηρεί αρκετές φορές τον γραφικό χαρακτήρα ή την υπογραφή που επιδιώκει να αναπαράξει δίνοντας έμφαση στην λεπτομέρεια και ύστερα προσπαθεί να το επαναλάβει ο ίδιος όσο πιο πιστά ως προς τον σχηματισμό των γραπτών σημείων, μέχρι να είναι ικανός να αναπαράγει την υπογραφή με αυθόρμητο τρόπο, φυσικά, σαν να έγραφε και ο ίδιος με τον ίδιο τρόπο.

Όταν η αλλοίωση του επίδικου φτάνει στο κατώφλι των αρχών προς εξέταση, το έργο του δικαστικού γραφολόγου ξεκινά. Τα στοιχεία που θα παρατηρήσει συνολικά είναι η γενική εικόνα του γραπτού και η ροή του εξωτερικού τύπου της γραφής, δηλαδή η ταχύτητα, η ένταση ακόμη και η πίεση που ασκεί το εργαλείο γραφής επάνω στο χαρτί. Αξιοπρόσεκτα είναι επίσης τα μεγέθη των
γραμμάτων και η κλίση τους, γι’ αυτό άλλωστε και ο δράστης που διαπράττει παραμόρφωση του γραφικού του χαρακτήρα διαφοροποιεί τα μεγέθη των γραμμάτων του. Ορισμένες φορές εξετάζεται ακόμη και η δομή του κειμένου ή ο λεξιλογικός πλούτος που βοηθούν να προσδιοριστεί το μορφωτικό προφίλ του γράφοντα. Οι μέθοδοι που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο γραφολόγος είναι :
α) η τυπική αντιπαραβολή που χρησιμοποιείτο παλαιότερα, δηλαδή ένα γνήσιο γραπτό εκείνου που παρουσιάζεται ως υπογράφων του κειμένου, το οποίο θα συγκριθεί με το επίδικο έγγραφο, ώστε να διαπιστωθεί αν το επίδικο και το γνήσιο προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο.

β) η γραφομετρική μέθοδος στην οποία είχαν οριστεί κάποιες σταθερές τιμές σημείων βάσει των οποίων γίνονταν οι συγκρίσεις και έβγαιναν τα πορίσματα, όμως τα αποτελέσματα της γραφολογικής εξέτασης με τη χρήση εκείνης της μεθόδου ήταν πολλές φορές λανθασμένα, έτσι η μέθοδος αυτή κατακρίθηκε και πλέον δεν χρησιμοποιείται και

γ) η συγκριτική μέθοδος του Σνάικερτ. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην διαπίστωση πως κάθε γραφή διαθέτει γνωρίσματα ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του γράφοντα. Εκτιμά τα στοιχεία και τα διαχωρίζει σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα σύμφωνα με τον Κλάγκες, προκειμένου να καταλήξει σε πορίσματα.

Πριν, όμως, τη συγκριτική ανάλυση και τον διαχωρισμό των στοιχείων συντελείται η γραφοσκοπική εξέταση κατά την οποία ο γραφολόγος εξετάζει το έγγραφο με μεγεθυντικό φακό, μικροσκόπιο ή ειδικές λάμπες φωτισμού προκειμένου να εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο, ώστε να
ανιχνευθεί η πλαστογραφία. Έπειτα, προχωρά σε λήψη φωτογραφιών αφενός του εξεταζόμενου εγγράφου και αφετέρου του γνησίου με μικρή εστιακή απόσταση, ώστε να έχει πρόσβαση σε λεπτομέρειες κρίσιμες για το τελικό πόρισμα. Όταν πλέον ο γραφολόγος δεν θα έχει πρόσβαση στα πρωτότυπα έγγραφα, θα συνεχίσει την έρευνα μέσω των φωτογραφιών, οι οποίες αποτελούν και αποδεικτικό υλικό που στελεχώνει τον φάκελο της εκάστοτε υποθέσεως.

Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η γραφολογία έχει υπεισέλθει στην νομική επιστήμη αποτελώντας πολύτιμο εργαλείο των αρχών στη διαλεύκανση υποθέσεων πλαστογραφίας, συμπεριλαμβανομένης και της νόθευσης εγγράφου, αλλά και αποσπασματικά σε τμήμα έρευνας της αστυνομίας που αφορά σε υποθέσεις άλλων εγκλημάτων. Δεν είναι λίγες οι υποθέσεις απειλητικών επιστολών με υβριστικό περιεχόμενο τις οποίες οι αρχές δεν θα μπορούσαν να εξιχνιάσουν χωρίς τη βοήθεια της γραφολογικής εξέτασης ή ακόμη και υποθέσεις ανθρωποκτονιών κατά τις οποίες η αστυνομία προσπαθεί να διαπιστώσει εάν ένα έγγραφο γράφτηκε από το θύμα ή όχι. Για όλους του λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω ο κλάδος της δικαστικής γραφολογίας αποτελεί δέλεαρ για πολλούς δικηγόρους οι οποίοι στρέφονται εκεί επαγγελματικά. Συνδυάζει το μυστήριο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με το μεγαλείο μιας πρακτικής, χρήσιμης και σπουδαίας επιστήμης.

Πηγή: Νομικός Παλμός