Από την δικηγορική εταιρία Β. Δ. Οικονομίδης και Συνεργάτες
Η πρακτική δημιουργίας και διατήρησης κυπριακών εταιριών οι οποίες διαχειρίζονται ακίνητα επί ελληνικού εδάφους από Ελληνες φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίσταται πλέον αδιέξοδη.
Ουσιαστικός φραγμός έχει τεθεί στα κίνητρα που μέχρι προτινος είχαν οι Έλληνες ιδιώτες ή επιχειρηματίες να διαχειρίζονται την ακίνητη περιουσία τους στην Ελλάδα, μέσα απο εταιρίες κυπριακές που είχαν δημιουργήσει γι’ αυτόν τον σκοπό.
Το συγκεκριμένο καθεστώς είναι πλέον ασύμφορο καθώς έθεσε προσκόμματα τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική νομοθεσία”; ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ παύει το καθεστώς να ισχύει βάσει νόμου, αλλά δυσχεραίνει.
Για χρόνια πολλά ήταν συχνό και πρόσφορο, η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα να διενεργείται με τη σύσταση κυπριακής εταιρίας, με μετόχους Ελληνε, φυσικά ή και νομικά πρόσωπα. Αυτό συνέβαινε, προκειμένου οι μέτοχοι να τύχουν, των ευνοϊκών φορολογικών διατάξεων που εφαρμόζονται στην Κύπρο, με σημαντικά πλεονεκτήματα και σε ένα εταιρικό περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζεται από ευελιξία.
Ωστόσο, οι προσαρμογές που έχουν γίνει στην ελληνική φορολογική αλλά και ευρωπαϊκή νομοθεσία, έρχονται να ανατρέψουν αυτή την πρακτική, καθώς πλέον δεν παρέχεται ουσιαστικό φορολογικό ή άλλο κίνητρο από την κυπριακή νομοθεσία ώστε να συνεχίσει κάποιος να τηρεί εταιρεία στην Κύπρο και να διαχειρίζεται μέσω αυτής ακίνητα που έχει στην Ελλάδα.
Οι αλλαγές της ευρωπαϊκής και της ελληνικής νομοθεσίας ανατρέπουν την έως τώρα πρακτική, καθώς πλέον το θεσμικό πλάισιο δεν προσφέρει ουσιαστικά φορολογικά ή άλλα οφέλη για τη διατήρηση εταιρείας στην Κύπρο με σκοπό τη διαχείριση ακινήτων επί ελληνικού εδάφους.
Βάσει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας τα εισοδήματα από ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα φορολογούνται με ενιαίο συντελεστή 22%, ανεξαρτήτως της έδρας της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Επίσης, η ευρωπαΐκή νομοθεσία επιβάλλει πλέον τη δήλωση των πραγματικών δικαιούχων όλων των εταιρειών. Κατά συνέπεια, η κυπριακή εταιρεία δεν προσφέρει πια κανένα φορολογικό ή άλλο κίνητρο σε σχέση έναντι μιας αντίστοιχης ελληνικής.
Στην πράξη, οι κυπριακές εταιρείες που κατέχουν ακίνητα στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πλέον ένα νέο πλαίσιο συνθηκών. Η διασυνοριακή μετατροπή μιας κυπριακής εταιρείας σε ελληνική αναδεικνύεται ως η πλέον ενδεδειγμένη και συμφέρουσα επιλογή, καθώς η κατοχή και διαχείριση ακινήτων στην Ελλάδα μέσω κυπριακής εταιρείας δεν προσφέρει πλέον οικονομικά οφέλη.
Η μετατροπή σε ελληνική εταιρεία συνιστά μια λύση πρακτική, νομικά ασφαλή και οικονομικά αποδοτική, επιτρέποντας στους ενδιαφερόμενους να προσαρμόσουν την εταιρική τους δομή στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις της αγοράς.
Αυξημένο κόστος
Η διατήρηση κυπριακής εταιρείας με παρουσία στην Ελλάδα έχει πλέον καταστεί μη βιώσιμη επιλογή και συνεπάγεται:
• Πρόσθετο κόστος για λογιστικές, νομικές και διοικητικές υπηρεσίες στην Κύπρο.
• Αυξημένο γραφειοκρατικό φορτίο χωρίς ουσιαστικό επιχειρηματικό όφελος.
• Κίνδυνο φορολογικών ελέγχων, καθώς δεν υφίσταται πραγματική οικονομική δραστηριότητα στη χώρα.
Παράλληλα, για να μπορεί μια κυπριακή εταιρεία να ασκεί ενεργή εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, απαιτείται η ίδρυση υποκαταστήματος, γεγονός που μεταφράζεται στην ικανοποίηση ενός πλήρους λογιστικού και φορολογικού πλαισίου υποχρεώσεων.
Ολα τα παραπάνω οδηγούν πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων να επανεξετάσουν τη δομή των εταιρειών τους και να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις που μειώνουν το λειτουργικό κόστος και ενισχύουν τη νομική και φορολογική διαφάνεια.
Διασυνοριακή μετατροπή εταιρείας σε ελληνική
Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/2121, η οποία έχει πλέον ενσωματωθεί τόσο στο ελληνικό όσο και στο κυπριακό δίκαιο (μέσω του Ν. 5055/2023 και του Περί Εταιρειών Νόμου Κύπρου, Κεφ. 113), καθιερώνει τη δυνατότητα διασυνοριακής μετατροπής εταιρειών, παρέχοντας ένα ασφαλές και σύγχρονο εργαλείο εταιρικής αναδιάρθρωσης.
Μέσω της διαδικασίας αυτής, μια εταιρεία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος της Ε.Ε. (π.χ. Κύπρο) μπορεί να μεταφέρει την καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος μέλος (όπως η Ελλάδα), χωρίς να απαιτείται διάλυση ή εκκαθάριση και χωρίς να χάνει τη νομική της προσωπικότητα. Μετά την ολοκλήρωση της μετατροπής, η εταιρεία συνεχίζει κανονικά τη λειτουργία της με ελληνική εταιρική μορφή (όπως ΙΚΕ ή ΑΕ).
Tα οφέλη
Τα βασικά οφέλη της μετατροπής περιλαμβάνουν την απλούστευση της λειτουργίας της εταιρείας, καθώς όλες οι φορολογικές, νομικές και λογιστικές υποχρεώσεις συγκεντρώνονται πλέον στην Ελλάδα. Επιπλέον, μειώνεται σημαντικά το κόστος, αφού καταργούνται οι δαπάνες που συνδέονται με τη διατήρηση εταιρικής δομής στην Κύπρο. Παράλληλα, ενισχύεται η φορολογική ασφάλεια, καθώς αποφεύγονται οι διπλοί έλεγχοι και οι αβεβαιότητες που προκύπτουν από την εμπλοκή δύο φορολογικών αρχών. Η εταιρεία αποκτά επίσης πρόσβαση σε επενδυτικά κίνητρα, όπως το ΕΣΠΑ, οι Αναπτυξιακοί Νόμοι και τα τραπεζικά χρηματοδοτικά εργαλεία, ενώ η συνολική της αξιοπιστία ενισχύεται απέναντι σε συνεργάτες, επενδυτές και δημόσιους φορείς.
Η διαδικασία της διασυνοριακής μετατροπής περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατάρτιση Σχεδίου Μετατροπής από τη διοίκηση, την έγκρισή του από τη Γενική Συνέλευση και το αρμόδιο κυπριακό δικαστήριο, καθώς και τις απαραίτητες δημοσιεύσεις στο Μητρώο Εταιρειών της Κύπρου.
Στη συνέχεια, η μετατροπή ολοκληρώνεται με την καταχώριση της εταιρείας στο ελληνικό Γ.Ε.ΜΗ., οπότε και η εταιρεία συνεχίζει απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται λύση ή εκκαθάριση.
Η διαδικασία πραγματοποιείται χωρίς φορολογική επιβάρυνση, καθώς εφαρμόζονται οι ευνοϊκές διατάξεις που διέπουν τους εταιρικούς μετασχηματισμούς.
“Το συγκεκριμένο καθεστώς είναι πλέον ασύμφορο καθώς έθεσε προσκόμματα τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η ελληνική νομοθεσία”; ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ παύει το καθεστώς να ισχύει βάσει νόμου, αλλά δυσχεραίνει.

















