Από την Γεωργιάννα Γριμανέλη, Πολιτικό νομικής ΕΚΠΑ, φοιτήτρια νομικής ΔΠΘ, Νομικός Παλμός
«Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί από το νόμο (…) ».
Έχοντας ως αφετηρία, το ανωτέρω απόσπασμα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κρίνεται σκόπιμο, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του άρθρου η προσέγγισή του , όχι από την πλευρά της αμιγούς δικαιοσύνης, αλλά αντίθετα από την σκοπιά του χρόνου και πως αυτός αποτυπώνεται στο πλαίσιο μίας δίκης.
Δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός η προσθήκη και η αναφορά του χρόνου, στο ίδιο άρθρο όπου γεννάται λόγος περί δίκαιης και δημόσιας διεξαγωγής της δίκης, αλλά αντιθέτως, επιχειρείται η υπογράμμιση της βαρύνουσας σημασίας που φέρει, το χρονικό διάστημα που δαπανάται για την έκβαση της δικαστικής υποθέσεως. Πιο συγκεκριμένα, τούτο αποφαίνεται, στις βαρύτατες κυρώσεις που επέρχονται σε κάθε παραβίαση του εύλογου χρονικού διαστήματος.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει καταδικαστεί αρκετές φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για παραβίαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που διασφαλίζει το δικαίωμα σε δίκαιη και γρήγορη δίκη. Οι λόγοι που συντρέχουν και οδηγούν στην καταδίκη, είναι κατά βάσιν οι μακρές καθυστερήσεις και η έλλειψη επαρκών μέτρων.
Σαφέστερα, οι μακρές καθυστερήσεις, έχουν συχνά τις ρίζες τους στην αργοπορία των δικαστικών διαδικασιών.
Τούτο, δύναται να αποδοθεί σε διοικητικά , όσο και διαδικαστικά θέματα, ή ακόμη και στην πολυπλοκότητα που μπορεί να απαντηθεί στην εκάστοτε υπόθεση, έχοντας ως απόρροια, την ομολογουμένως υπέρβαση του θεμιτού χρόνου.
Η αναβολή των δικών, οι απεργίες, η καθυστέρηση στην εκτέλεση των αποφάσεων και οι αργοί ρυθμοί προόδου των διαδικασιών, αποτελούν μερικούς μόνον από τους λόγους καθυστερήσεως. Συνάμα, η έλλειψη επαρκών μέτρων, τόσο προσωπικού (δικαστών, δικαστικών υπαλλήλων, εμπειρογνωμόνων κ.α), όσο και υλικών μέσων που απαιτούνται για τη μείωση της καθυστέρησης, συντείνουν στην ανάπτυξή και στην ενίσχυση της αβεβαιότητας στην οποία τελούν οι διάδικοι.
Πρόσφατο παράδειγμα (αποφ.2018) προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αποτελεί η περίπτωση γυναίκας, η οποία επικαλούμενη το άρθρο 6 παρ.1 της Σύμβασης, διατύπωσε παράπονα σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας, την οποία κίνησε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, έχοντας ως αντίδικο την ελληνική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη (ενν. Κυβέρνηση) από απεσταλμένο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Φαίνεται, ότι οι δικαστικές διαδικασίες, με διάφορες παύσεις για προετοιμασίες των αντιδίκων ( πχ, αναιρέσεις ) , να είχαν ξεκινήσει από το 2000 και ολοκληρώθηκαν τον Ιανουάριο του 2018.
Οι περιπτώσεις υπερβολικής διάρκειας και μακροχρόνιων καθυστερήσεων των διαδικασιών, καθώς και οι καταδίκες σε βάρος της Ελλάδας είναι αναρίθμητες. Τα παραδείγματα πολλά και ο λόγος πάντοτε κοινός. Η υπέρβαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δικής.
Η προστασία του ανθρώπου, απέναντι στη μακρά διάρκεια, αποτελεί το βασικό άξονα και το κύριο στόχο κάθε νομοθέτη και κάθε χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τούτο, διακρίνεται εύκολα, εκτός από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 § 3 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ) σύμφωνα με το οποίο, «Κάθε πρόσωπο κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα, τις ακόλουθες ελάχιστες εγγυήσεις: (…) να δικαστεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση (…) »
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που διασφαλίζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου. Αυτές οι καταδίκες αναφέρονται σε πολλές υποθέσεις που αφορούν μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Σύμφωνα με έρευνες, στα ελληνικά δεδομένα, φαίνεται η μεγαλύτερη διάρκεια δίκης να έχει αγγίξει τα 18, ακόμα και τα 27 χρόνια (!) , σε προγενέστερους καιρούς.
Οι μακροχρόνιες καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες αποτελούν σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες για τη βελτίωση της κατάστασης, πολλές υποθέσεις εξακολουθούν να διαρκούν πολλά χρόνια πριν καταλήξουν σε οριστική απόφαση. Οι επαναλαμβανόμενες καταδίκες από το ΕΔΔΑ, υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στο δικαστικό σύστημα, προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού.