Από τη: Βικτώρια Κλινάκη, προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός αποτελεί έναν θεσμό με λειτουργία αποκαταστατική, εντάσσεται δηλαδή στην ιδέα της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Σκοπός του θεσμού αυτού, είναι η αποκατάσταση των αδικαιολόγητων περιουσιακών μεταβολών, οι οποίες είναι μεν τυπικά έγκυρες αλλά στερούνται ουσιαστικού κύρους. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, αν και αποτελεί ενοχή εκ του νόμου, όπως και η αξίωση προς αποζημίωση για αδικοπραξία, διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν, καθώς δεν αποβλέπει στην ανόρθωση της ζημίας του ενάγοντος αλλά στην απόδοση της ωφέλειας του λήπτη του πλουτισμού. Περαιτέρω, δεν απαιτείται για την αξίωση αυτή παράνομη ή υπαίτια πράξη του υποχρέου προς απόδοση πλουτισμού. Όσον αφορά τη παραγραφή, η αξίωση αυτή υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι όταν ορίζεται από το νόμο συντομότερη παραγραφή για αξιώσεις από συγκεκριμένη έννομη σχέση, τότε υπόκειται στη συντομότερη παραγραφή της αυτής έννομης σχέσης. Για να κατανοήσουμε λοιπόν, την έννοια του αδικαιολόγητου πλουτισμού καλύτερα, δέον είναι να εξετάσουμε την κρίσιμη διάταξη του ΑΚ 904 και τα επιμέρους στοιχεία της.

Κατά τη διάταξη 904 του Αστικού Κώδικα, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος”. Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει τις εξής προϋποθέσεις: α) πλουτισμός του υποχρέου, β) επέλευση του υπό στοιχείο α) πλουτισμού από τη περιουσία του δικαιούχου ή με ζημία του,γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας.

Ειδικότερα, αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση, τον πλουτισμό του υποχρέου, αυτός μπορεί να αποτελεί οποιαδήποτε θετική μεταβολή στην περιουσία του. Μπορεί δηλαδή να συνιστά είτε αύξηση του ενεργητικού του ή μείωση του παθητικού του, είτε εξοικονόμηση δαπανών, δηλαδή την αποφυγή της μείωσης της περιουσίας του, εφόσον ο υπόχρεος θα προέβαινε σε αυτές τις δαπάνες λόγω ανάγκης ή νομικής υποχρέωσης. Επιπλέον, ο πλουτισμός θα πρέπει να είναι σωζόμενος, δηλαδή θα πρέπει να εξακολουθεί να υφίσταται στα χέρια του λήπτη του πλουτισμού αυτούσιος ή με κάποια μορφή ανταλλάγματος, διαφορετικά αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν προκύπτει. Και αυτή η ρύθμιση επιβεβαιώνει τη λειτουργία του θεσμού με γνώμονα την αποκατάσταση της αδικίας, της αδικαιολόγητης μεταβολής και όχι τη τιμώρηση του λήπτη και τη αποζημίωση του δικαιούχου. Σχετικά με την δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή το να προέρχεται ο πλουτισμός από την περιουσία του δικαιούχου ή με ζημία του, αναφέρεται σε περιουσιακή διάθεση – μεταβολή, από τη περιουσία του δικαιούχου στη περιουσία του λήπτη, δημιουργώντας ζημία στον πρώτο υπό την έννοια της αύξησης του ενεργητικού του ή της μείωσης του παθητικού του.

Επιπρόσθετα, ως προς την τρίτη προϋπόθεση, την αιτιώδη συνάφεια, πρέπει να τονιστεί ότι απαιτείται για να συντρέχει αυτή η προϋπόθεση ο σύνδεσμος να είναι άμεσος. Δηλαδή η ωφέλεια του λήπτη πρέπει να είναι άμεση συνέπεια της ζημίας ή της περιουσιακής μεταβολής στη περιουσίας του δικαιούχου. Δεν αρκεί λοιπόν, σε καμία περίπτωση να συνιστά αντανακλαστική συνέπεια. Η αμεσότητα αυτή, είναι μία άγραφη, πρόσθετη προϋπόθεση που έχει τεθεί από τη νομολογία, με σκοπό την καλύτερη και σωστότερη απονομή της δικαιοσύνης, ώστε να αποφεύγονται ανεπιεική αποτελέσματα, κυρίως όταν παρεμβάλλεται και τρίτη περιουσία (ΑΠ 1324/2021, 753/2008). Σχετικά με τη πρόσθετη αυτή απαίτηση της νομολογίας, η θεωρία διατείνει ότι θα πρέπει να απορριφθεί.

Φθάνοντας λοιπόν στη τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση, την έλλειψη νομίμου αιτίας, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έννοια αυτή είναι αρκετά ευρεία, ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει πλείστες περιπτώσεις, όπως και “εύκαμπτη”, ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα στην εκάστοτε υπό εξέταση περίπτωση. Εν γένει, πηγές νόμιμης αιτίας και άρα πηγές, που δικαιολογούν τη διατήρηση του συνιστούν τόσο η βούληση του δότη, το δοθέν αντάλλαγμα, όσο και η πρόβλεψη του νόμου. Στην ΑΚ 904 αναφέρονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά περιπτώσεις ελλείψεως νόμιμης αιτίας (αχρεώστητη παροχή, αιτία που δεν επακολούθησε, αιτία λήξασα και παράνομη ή ανήθικη αιτία). Αχρεώστητη παροχή αποτελεί εκείνη η περιουσιακή διάθεση που έγινε για αιτία που δεν δημιουργήθηκε ή υπήρξε μεν τη στιγμή της διάθεσης όμως μεταγενέστερα αποσβέστηκε. Αφορά ουσιαστικά ανύπαρκτες υποχρεώσεις. Η μόνη περίπτωση να μην αναζητηθεί ο πλουτισμός σε αχρεώστητη παροχή, είναι ο δικαιούχος να είχε θετική γνώση της ανυπαρξίας της υποχρέωσης τη στιγμή της καταβολής ή να έγινε από λόγους ηθικού καθήκοντος ή ευπρέπειας. Στη περίπτωση της αιτίας που δεν επακολούθησε, η καταβολή γίνεται για μελλοντικό γεγονός, το οποίο όμως τελικά δεν επέρχεται. Αναφορικά με την λήξασα αιτία, όπως προκύπτει, αναφέρεται σε καταβολή που έγινε χάριν υποχρέωσης, η οποία όμως έληξε, ενώ τέλος, σχετικά με τη παράνομη ή ανήθικη αιτία, αφορά καταβολές που έγιναν για αιτίες που αντίκεινται στον νόμο ή είναι αντίθετες στα χρηστά ήθη.

Συμπερασματικά, κατόπιν της ανάλυσης αυτής, καθίσταται φανερό ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός είναι μία εκ του νόμου ενοχική αξίωση, η οποία έχει επανορθωτικό ρόλο και όχι αποζημιωτικό. Στοχεύει έντονα στην αποκατάσταση των αδικιών που μπορεί να επέλθουν από τυπικά ισχυρές δικαιοπραξίες και περιουσιακές διαθέσεις, οι οποίες στην ουσία τους μπορεί να πάσχουν δραματικά. Τέλος, η λειτουργία του, αν και συχνά επικουρική, βοηθά στην εξισορρόπηση των συμφερόντων των εμπλεκομένων μερών και στην πραγματική απόδοση δικαιοσύνης.

Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com