Την αντίδραση της πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς εισαγγελέως Ελένη Τουλουπάκη προκάλεσε η κατάθεση του Κωνσταντίνου Φρουζή, άλλοτε υψηλόβαθμου στελέχους της Novartis στη χώρα μας, που κατήγγειλε στο δικαστήριο, ότι τον πίεσε για να κατονομάσει πολιτικούς ως δωρολήπτες από τον φαρμακευτικό κολοσσό.
Η εισαγγελέας Τουλουπάκη κατέθεσε μήνυση για ψευδή κατάθεση, συκοφαντική δυσφήμιση και ζήτησε να εφαρμοστεί για τον Κων. Φρουζή η αυτόφωρη διαδικασία, δηλαδή να συλληφθεί και να προσαχθεί σε δίκη.
Ο Κων. Φρουζής καταθέτοντας στη δίκη πρώην στελεχών της Novartis, που απολάμβαναν ως πρότινος καθεστώς προστασίας μαρτύρων και τώρα δικάζονται για τις ψευδείς καταγγελίες του κατά πολιτικών, τόνισε μεταξύ άλλων, ότι ενώπιον των δικηγόρων του η επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη τον πίεσε να καταγγείλει ως δωρολήπτες πολιτικούς και πρωτίστως τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.
Μάλιστα ο Κων. Φρουζής περιγράφοντας τις πιέσεις, που κατά την κατάθεση του δέχθηκε, περιέγραψε με σκληρούς χαρακτηρισμούς την εισαγγελέα Ελένη Τουλουπάκη αλλά και τους συνεργάτες της στην Εισαγγελία Διαφθοράς.
Να σημειωθεί ότι ο ίδιος έχει απαλλαγεί από τις κατηγορίες περί δωροδοκίας πολιτικών τις οποίες και στη δίκη των πρώην προστατευόμενων μαρτύρων αρνήθηκε ενώ το περιστατικό με τις πιέσεις Τουλουπάκη που περιγράφηκε στη δίκη προκάλεσε αίσθηση αλλά και την αντίδραση της ίδιας της εισαγγελέως η οποία επίσης έχει απαλλαγεί στο Ειδικό Δικαστήριο από τις κατηγορίες που αντιμετώπισε.

Η κατάθεση Φρουζή 

Ο πρώην αντιπρόεδρος της Novartis Hellas και πρώην πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Κωνσταντίνος Φρουζής, κατέθεσε χθες 24/6 ενώπιον του δικαστηρίου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που αφορά δύο πρώην προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis, αρνούμενος κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή του σε αξιόποινες πράξεις και κάνοντας λόγο για ψευδείς και κατασκευασμένες καταγγελίες, προερχόμενες από πρόσωπα που –κατά τον ίδιο– ενήργησαν με σκοπιμότητα και πολιτικά κίνητρα.
Ο κ. Φρουζής φέρεται να κατονομάστηκε από τον κατηγορούμενο υπό την κωδική ονομασία «Μάξιμος Σαράφης» ως δήθεν πηγή πληροφοριών για υποτιθέμενες δωροδοκίες πολιτικών προσώπων. Στην κατάθεσή του, ο ίδιος αρνήθηκε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια, δηλώνοντας ότι δεν γνώριζε προσωπικά πολλούς από τους πολιτικούς που αναφέρονται στη δικογραφία και ότι ουδέποτε η Novartis ενήργησε κατά τρόπο που να συνιστά δωροδοκία ή παράνομη χρηματοδότηση.
Κατά τον μάρτυρα, ασκήθηκαν πιέσεις σε βάρος του από εισαγγελικούς λειτουργούς προκειμένου να καταθέσει κατά πολιτικών προσώπων, γεγονός που –όπως υποστήριξε– οδήγησε στην ποινική του στοχοποίηση. Χαρακτήρισε τη διαδικασία ως εκβιαστική, δηλώνοντας ότι του ζητήθηκε ρητώς να κατονομάσει συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, με την υπόσχεση ευνοϊκής μεταχείρισης.
Ο κ. Φρουζής κατονόμασε ως ιδιαίτερα αυστηρούς συνομιλητές της φαρμακευτικής βιομηχανίας τους κ.κ. Αντώνη Σαμαρά, Ευάγγελο Βενιζέλο, Άδωνι Γεωργιάδη και Ανδρέα Λοβέρδο, επισημαίνοντας ότι κατά την περίοδο της πολιτικής τους θητείας μειώθηκε σημαντικά η φαρμακευτική δαπάνη. Αναφορικά με τον κ. Γιάννη Στουρνάρα, διευκρίνισε ότι πραγματοποιήθηκε μόνον μία επίσημη συνάντηση μαζί του, παρουσία μελών του Δ.Σ. του ΣΦΕΕ, χωρίς περαιτέρω επαφές.
Ειδική μνεία έγινε στο ερευνητικό πρόγραμμα Harvard Project, το οποίο, κατά τον μάρτυρα, συνιστούσε επιστημονική δράση στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ΣΦΕΕ και δεν αποτελούσε ιδιωτική πρωτοβουλία ή δράση αποκλειστικά της Novartis.
Αναφορικά με τη σύζυγο του κ. Στουρνάρα, κα. Λίνα Νικολοπούλου, ο μάρτυρας ανέφερε ότι τη γνώριζε αποκλειστικά μέσω συνεδρίων που διοργάνωνε η εταιρεία της. Τόνισε πως οι σχετικές αναθέσεις υλοποιούνταν με διαφανείς διαδικασίες και αξιολογήσεις προσφορών.
Ο κ. Φρουζής αρνήθηκε κάθε προσωπική γνωριμία με τους κ.κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, Χρύσανθο Λαζαρίδη και Σταύρο Παπασταύρου, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε επικοινωνία με πολιτικά πρόσωπα γινόταν αποκλειστικά στο πλαίσιο των θεσμικών του ρόλων στον φαρμακευτικό κλάδο.
Για τα καθήκοντά του στη Novartis, διευκρίνισε ότι αφορούσαν τη διαδικασία έγκρισης και τιμολόγησης φαρμακευτικών προϊόντων πριν την προώθησή τους στην αγορά, με όλες τις σχετικές διαδικασίες να υπόκεινται, κατά δήλωσή του, σε αυστηρούς εσωτερικούς και διεθνείς ελέγχους.
Αναφορικά με τον κατηγορούμενο Φιλίστωρα Δεστεμπασίδη, δήλωσε ότι προσελήφθη το 2009 και απολύθηκε το 2014, κατόπιν εσωτερικού ελέγχου, λόγω ενδείξεων παραβίασης εταιρικών πολιτικών και καταγγελιών για παράνομες απαιτήσεις από προμηθευτές.
Για τη δεύτερη κατηγορούμενη, κα. Μαρία Μαραγγέλη, πρώην γραμματέα του, ανέφερε ότι υπήρξαν ενδείξεις υπεξαίρεσης χρηματικών ποσών από τραπεζικό λογαριασμό συγγενικού του προσώπου, γεγονός για το οποίο έχει κινήσει νομικές διαδικασίες, χωρίς ωστόσο η υπόθεση να έχει εκδικαστεί λόγω αλλεπάλληλων αναβολών.
Ο μάρτυρας αρνήθηκε την ύπαρξη οποιουδήποτε μη θεσμικού λογαριασμού ή “μαύρου ταμείου”, ενώ δήλωσε ότι τα οικονομικά της εταιρείας ελέγχονταν αυστηρά και όλες οι δαπάνες απαιτούσαν πολλαπλές εγκρίσεις.
Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι οι καταγγελίες εις βάρος του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και προέκυψαν κατόπιν πίεσης ή και καθοδήγησης από τρίτα πρόσωπα. Χαρακτήρισε την εμπλοκή του «σκόπιμη» και εξέφρασε την άποψη ότι χρησιμοποιήθηκε ως μέσο πολιτικής στοχοποίησης.