Γράφει η Κωνσταντίνα Λεκκάκου, Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»

Οι μεθοδεύσεις των servicers εντείνονται συνεχώς, στοχοποιώντας μονίμως την ακίνητη περιουσία των δανειοληπτών.
Μάλιστα, δεν διστάζουν να αψηφούν και να καταστρατηγούν δικαστικές αποφάσεις για ήδη ακυρωμένες διαταγές πληρωμής και κατασχετήριες εκθέσεις, εκδίδοντας νέες, εις βάρος του οφειλέτη, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμα αποδείξει τη νομιμότητα των πράξεών τους.
Με μία τέτοια περίπτωση ήρθε αντιμέτωπος ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm», όταν η εταιρεία διαχείρισης CEPAL εξέδωσε επιταγή προς πληρωμή και κατασχετήρια έκθεση, κατά εντολέα του, ο οποίος διατηρεί μεγάλη επιχείρηση στην Κρήτη και έφερε απαίτηση, ύψους 800.000€ για σύμβαση ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού. Μάλιστα, ο ίδιος έχει κάνει και αίτηση στην πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού, αναμένοντας την εξαγωγή προτεινόμενης ρύθμισης.
Η πιστώτρια εταιρεία λοιπόν, μέσα στο 2024 προχώρησε στην έκδοση κατασχετήριας έκθεσης εναντίον του δανειολήπτη.
Lekakou_konstantina_04a_28_1_1_3_1_2_1_1_1.jpg
Ωστόσο, ο προγραμματισμένος πλειστηριασμός δεν διεξήχθη ποτέ, καθώς το δικαστήριο εξέδωσε δεκτή απόφαση σε πρωτόδικο βαθμό για την ανακοπή που κατέθεσαν οι δικηγόροι μας, ακυρώνοντας την επιταγή προς πληρωμή και την κατασχετήρια έκθεση, λόγω μη τήρησης διατάξεων αναγκαστικού δικαίου και δημόσιας τάξης, με τη νόμιμη μεταβίβαση της δανειακής απαίτησης στο fund να μην αποδεικνύεται έννομα.Παρά τη δεκτή απόφαση, οι servicers, όχι μόνο επανήλθαν, αλλά, αδιαφορώντας για την ακυρότητα των προηγούμενων πράξεων εκτέλεσης, εξέδωσαν νέα επιταγή προς πληρωμή και επέβαλαν εκ νέου κατάσχεση για την ίδια απαίτηση, στηριζόμενοι μάλιστα στην ίδια ιστορική και νομική βάση.
Η εταιρεία διαχείρισης δηλαδή, χωρίς να έχει «διορθώσει» τα προηγούμενα σφάλματά της, προκειμένου να αποδείξει, ότι νόμιμα κινείται δικαστικώς για την εν λόγω απαίτηση, αγνοεί την ήδη δεκτή πρωτόδικη απόφαση, «κυνηγώντας» τον οφειλέτη με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, πάλι σε πρωτόδικο βαθμό και όχι σε εφετειακό.
Το Πρωτοδικείο, ως ήταν λογικό, έκρινε άκρως παράνομη και καταχρηστική τη συγκεκριμένη μεθόδευση των servicers, αφού, χωρίς να «θεραπευτεί» η προηγούμενη παράνομη δικαστική τους δράση, δεν νοείται να επαναλαμβάνουν την ίδια διαδικασία. Η ανακοπή του εντολέα μας έγινε κι αυτή δεκτή, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, με νεότερη κρίση, που επιβεβαίωνε τις ακυρότητες, οι οποίες είχαν κριθεί ήδη και στο παρελθόν, από άλλη σύνθεση Δικαστηρίου. Γίνεται αντιληπτό, ότι οι servicers πιέζονται περισσότερο από τους στόχους εισπραξιμότητας και τα ποσοστά ανακτήσεων που τους έχουν τεθεί, παρά από τις εποπτικές αρχές, στις οποίες λογοδοτούν για τις κατ’ επανάληψη παράνομες και καταχρηστικές συμπεριφορές. Έτσι, ανενδοίαστοι και χωρίς καν να έχουν προσβάλει τις δεκτές πρωτόδικες αποφάσεις που ήδη εκδόθηκαν για την ένδικη απαίτηση, προχώρησαν για τρίτη φορά στην κοινοποίηση νέας επιταγής προς πληρωμή, ΟΜΟΙΑΣ ΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΚΥΡΩΘΕΙΣΕΣ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΩΜΗ, και στην επιβολή κατάσχεσης εις χείρας όλων των τραπεζών και τρίτων, αυτήν τη φορά,  από τους οποίους προέρχονταν τα έσοδα της επιχείρησης του εντολέα μας.
ΤΑ ΕΣΟΔΑ – ΜΙΣΘΩΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΔΗΛΩΘΕΙ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ, ΠΡΟΣ ΕΞΥΠΗΡΈΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΗΣ ΤΟΥΣ ΕΝΑΝΤΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΩΝ ΤΟΥΣ. Όμως τελικά, στόχος των servicers, όπως αποδεικνύεται, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ, ΑΛΛΑ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΤΟΥ «θηράματος», ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον δικαστικό αγώνα και την προσπάθεια να παραμείνει εντός του διαρθρωμένου και εποπτευόμενου εξωδικαστικού μηχανισμού, για να ρυθμίσει, βάσει των κανόνων που τον διέπουν. Αξίζει να σημειωθεί, πως η δεκτή απόφαση της ανακοπής που ασκήθηκε από τον δικηγορικό μας οίκο, ήταν η 5η κατά σειρά που δικαιώνει τον οφειλέτη και αφορά τον εκτελεστό τίτλο του ίδιου fund, καθώς μέχρι στιγμής έχουν γίνει οριστικά δεκτές τρεις ανακοπές, αλλά και δύο προσωρινές διαταγές, πάντα για την ίδια οφειλή, από το ίδιο fund, με ενέργειες και πρωτοβουλίες του ίδιου servicer (CEPAL).Τα funds παρουσιάζουν μία αδικαιολόγητη και προκλητική εικόνα απέναντι στους οφειλέτες της χώρας μας, εντείνοντας όλο ένα και περισσότερο την πίεση τους.
Χωρίς να έχουν συμμορφωθεί,ακόμα και στον Ν.5072/2023, ο οποίος κάνει λόγο για διαφάνεια των πιστωτών και δημοσιοποίηση όλων των απαιτούμενων στοιχείων που χρειάζεται να γνωρίζει ο δανειολήπτης για την οφειλή του, επαναλαμβάνουν τις ίδιες παράνομες διαδικασίες, μέχρι να εξουθενώσουν οικονομικά τους οφειλέτες και να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν… τη μάχη, παραδίδοντάς τους στο τέλος αμαχητί την ακίνητη περιουσία τους, που με κόπους ζωής «πάλεψαν» να δημιουργήσουν.Όπως γίνεται κατανοητό, το κύριο ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί πλέον, δεν είναι η απόδειξη της νομιμοποίησης των funds, αλλά ο πλήρης έλεγχός και η εποπτεία των servicers από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς δεν νοείται να εκδίδονται νέες διαταγές πληρωμής και κατασχετήριες εκθέσεις, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και λόγους που έχουν ήδη ακυρωθεί με πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις. Ο τρόπος λειτουργίας όλων αυτών των εταιρειών, πλέον καταδικάζεται δικαστικώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς οι νομικοί σύμβουλοι γνωρίζουν πλέον τον τρόπο, με τον οποίο ο οφειλέτης μπορεί να ακυρώσει τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του και να τον βοηθήσουν να ρυθμίσει τις οφειλές του, δίχως τον φόβο ενδεχόμενου νέου πλειστηριασμού, είτε μέσω των διμερών διαπραγματεύσεων, είτε μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού.Όμως, για να αποφευχθούν οι συνεχείς νομικές ενέργειες που θα καταστρέψουν οικονομικά τους δανειολήπτες, πρέπει να προβλεφθεί, από τις αρμόδιες Αρχές, μια δικλείδα εποπτείας της εκμετάλλευσης των funds, λόγω της  δεσπόζουσας θέσης τους, η οποία τους επιτρέπει να ασκούν ανενόχλητα, ακραίες καταχρηστικές πρακτικές, δίχως να χρειάζεται να λογοδοτήσουν σε κανέναν, μέχρι να οδηγηθούν στις δικαστικές αίθουσες.

Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών – Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4