Της Κωνσταντίνας Καλούτσα
Η ανάπτυξη του κλάδου του Αθλητικού Δικαίου εκκινεί πριν περίπου μισό αιώνα,
το δε γνωστικό αντικείμενο αυτού γνωρίζει εκτενέστερη συστηματοποίηση
αρχικά στην Ιταλία και στην Αμερική. Στον ευρωπαϊκό χώρο, τα θέματα σχετικά
με το Δίκαιο και τον αθλητισμό αναπτύσσονται στα μέσα της δεκαετίας του
1970, ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης ασχολείται με τη διεξαγωγή σχετικών με
το Αθλητικό Δίκαιο συνεδρίων κυρίως από το 1988 και έπειτα. Στην ελληνική
έννομη τάξη, η ενασχόληση με το Αθλητικό Δίκαιο έχει ως αφετηρία το έτος
1984. Κατά τούτο, καθίσταται σαφές πως το Αθλητικό Δίκαιο αποτελεί σχετικώς
νέο γνωστικό αντικείμενο, τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή έννομη τάξη,
και, ως κλάδος Δικαίου, ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται
κατά την αθλητική δραστηριότητα και το αθλητικό γίγνεσθαι.
Ο αθλητισμός συνιστά άσκηση του ατομικού δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης
της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και, ως εκ τούτου, καθίσταται
επιτακτική η ανάγκη να τίθενται αποτελεσματικοί κανόνες ρύθμισης της αθλητικής
δραστηριότητας και κανόνες για την αθλητική δράση και τις περιστάσεις οι
οποίες συνοδεύουν την υπόσταση του αθλητισμού ως θεσμού (άρθρο 16 παρ.
9 Συντ.). Πολλοί κανόνες του Αθλητικού Δικαίου προβλέπονται ευθέως από
νόμους και άλλοι από κατ΄ εξουσιοδότηση κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης.
Βασική πηγή κανόνων περί οργάνωσης του ερασιτεχνικού και επαγγελματικού
αθλητισμού ήταν ο Νόμος 2725/1999, ο οποίος περιέλαβε διατάξεις και για τη
βία στα γήπεδα.
Ο Νόμος 2725/1999 προέβλεψε για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα τη
σύσταση ειδικής Επιτροπής, με σκοπό την πρόληψη βίαιων φαινομένων, ενώ
απένειμε στην Αστυνομία ή στο Λιμενικό Σώμα -κατά περίπτωση- την αρμοδιότητα
για την τήρηση της τάξης κατά τη διάρκεια αθλητικών γεγονότων εντός ή εκτός των
αγωνιστικών χώρων. Ο εν λόγω Νόμος περιέλαβε εκτενείς ρυθμίσεις όσον αφορά
στις υποχρεώσεις των αρχών, οι οποίες οργανώνουν αθλητικές δραστηριότητες,
στις υποχρεώσεις των αθλητικών σωματείων και των συνδέσμων φιλάθλων, καθώς
και στα μέτρα αστυνόμευσης των αθλητικών εκδηλώσεων. Με το άρθρο 41ΣΤ του
Νόμου 2725/1999, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Νόμου 3057/2002,
προσδιορίστηκε η ειδική υπόσταση βασικών αδικημάτων, τα οποία συντελούνται
με αφορμή τις αθλητικές εκδηλώσεις. Σημειωτέον ότι χαρακτηριστικό στοιχείο
των αδικημάτων τα οποία τελούνται στο πλαίσιο διοργάνωσης αθλητικών αγώνων
είναι η δυσχέρεια προσδιορισμού των υποκειμένων τέλεσής τους, καθώς
και ότι έχουν συλλογικό χαρακτήρα και εκφράζουν μία κοινή πεποίθηση των
εμπλεκομένων. Συγκεκριμένα, λοιπόν, προβλεπόταν να τιμωρείται, σε βαθμό
πλημμελήματος, όποιος εκ προθέσεως μέσα στον αθλητικό ή σε περιβάλλοντα
χώρο, κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης: α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό
χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει
έστω και ελαφρά σωματική βλάβη, β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα
εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά
προσώπου, γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν
σωματικές βλάβες, δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες
και γενικά εύφλεκτες ύλες. Ακόμα, προβλέφθηκε να τιμωρείται όποιος τελεί τις
ανωτέρω πράξεις με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά
τη λήξη της ή μακριά από το χώρο ο οποίος προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν,
καθώς και όποιος χωρίς δικαίωμα εισέρχεται σε αθλητικούς χώρους με σκοπό
τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων.
Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε ότι η τέλεση υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις
μιας σειράς αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα, όπως η απλή και η επικίνδυνη
σωματική βλάβη, η συμπλοκή, η παράνομη βία και η φθορά ξένης ιδιοκτησίας,
θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση και η επιβαλλόμενη ποινή μπορεί
να ξεπεράσει το ανώτατο όριο το οποίο προβλέπει για αυτά ο Ποινικός Κώδικας,
φτάνοντας το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
Κατά καιρούς, ο Νόμος 2725/1999 υπέστη τροποποιήσεις, οι οποίες δεν έλυσαν
σε ικανοποιητικό βαθμό τα προβλήματα. Ύστερα από τα ακραία φαινόμενα
οπαδικών βιαιοπραγιών και τα επεισόδια, τα οποία σημειώθηκαν στις αρχές
του έτους σε αθλητικές εγκαταστάσεις κυρίως της Θεσσαλονίκης, ψηφίστηκε
ο Νόμος 4908/2022, με σκοπό την αναδιαμόρφωση του υφιστάμενου θεσμικού
πλαισίου και την εξειδίκευση των μέτρων κατά της οπαδικής βίας. Συγκεκριμένα,
προβλέφθηκαν αυστηρότεροι όροι ως προς τη λειτουργία των λεσχών φιλάθλων
και των παραρτημάτων τους και καθιερώθηκε το επαχθέστερο διοικητικό μέτρο
της προσωρινής αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους στις
περιπτώσεις κατά τις οποίες μέλη τους επιδεικνύουν παραβατική συμπεριφορά,
ιδίως για σειρά κακουργημάτων του Ποινικού Κώδικα, τα οποία αναφέρει ο Νόμος
4908/2022. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη περί προσωρινής
αναστολής λειτουργίας όλων των λεσχών φιλάθλων και των παραρτημάτων τους
έως την 31η Ιουλίου 2022, η οποία, κατά την Αιτιολογική Έκθεση, σκοπεί στην
αναδιάρθρωση των λεσχών και στην αποτελεσματικότερη εξυγίανσή τους.
Επιπλέον, ο Νόμος 4908/2022, τροποποιώντας για άλλη μία φορά το άρθρο
41ΣΤ του Νόμου 2725/1999, αύξησε τα όρια ποινής των αναφερόμενων
πλημελημάτων και επέρριψε σημαντικό βάρος ευθύνης στις λέσχες φιλάθλων
και στα μέλη τους, προβλέποντας μέχρι και ανάκληση της άδειάς τους για
διάστημα τουλάχιστον δύο ετών. Πλέον, τα αθλητικά σωματεία φέρουν ευθύνη
για τις δράσεις ή τα αδικήματα των λεσχών τους και των οργανωμένων μελών
τους. Σημαντική καινοτομία του συνιστά, επίσης, η εισαγωγή ενός ιδιώνυμου
εγκλήματος, σύμφωνα με το οποίο όποιος κατά την είσοδο ή και παραμονή του
στις αθλητικές εγκαταστάσεις κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης έχει
καλυμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του, προς αποφυγή ταυτοποίησής του
ή καταγραφής του από συσκευές καταγραφής εικόνας, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών. Προστέθηκαν δε στον κατάλογο των εγκλημάτων, η τέλεση
των οποίων συνιστά επιβαρυντική περίσταση, τρία νέα αδικήματα του Ποινικού
Κώδικα, ενώ καταργήθηκε και η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα του δικαστηρίου να
διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής των εγκλημάτων, η οποία είχε
ήδη περιοριστεί με παλαιότερες τροποποιήσεις, αρχής γενομένης από το Νόμο
3472/2006. Τροποποιήσεις επήλθαν περαιτέρω και στη διαδικασία εκδίκασης
των εγκλημάτων οπαδικής βίας με την πρόβλεψη άμεσης εκδίκασής τους,
εφαρμοζομένης της διαδικασίας για τα πλημμελήματα τα οποία καταλαμβάνονται
επ’ αυτοφώρω (άρθρα 418επ. Κ.Π.Δ.).
Τονίζεται, ωστόσο, ότι ο Νόμος 4908/2022 δεν προέβλεψε αποκλειστικά
ρυθμίσεις για τα επιμέρους αδικήματα, αλλά μετέθεσε περαιτέρω σημαντικό
τμήμα της ευθύνης για τα φαινόμενα οπαδικής βίας στις αθλητικές λέσχες.
Μεταβλήθηκαν σημαντικά οι διαδικασίες αδειοδότησης και ανανέωσής τους, το
πλαίσιο λειτουργίας τους και οι διαδικασίες ελέγχου εκ μέρους της Αστυνομίας.
Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, ο παρεμβατισμός αυτός στις λέσχες
αποσκοπεί στην πιο αποτελεσματική εποπτεία τους και στην πρόληψη τέλεσης
αδικημάτων αθλητικής βίας μέσω της αυστηροποίησης των κυρώσεών τους.
Οι προβλεπόμενες αυξημένες κυρώσεις των λεσχών κατά της αθλητικής βίας
δύνανται να μειωθούν, σε περίπτωση συνεργασίας των λεσχών με τις αρχές με
την παροχή εκ μέρους τους στοιχείων για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των
δραστών.
Λίγο πριν την εισαγωγή των νέων ρυθμίσεων του Νόμου 4908/2022 κυρώθηκε με το
Νόμο 4901/2022 η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης «για μια ολοκληρωμένη
προσέγγιση ασφάλειας, προστασίας και υπηρεσιών σε ποδοσφαιρικούς αγώνες
και λοιπά αθλητικά γεγονότα», η οποία επικαιροποίησε την αντίστοιχη Σύμβαση
του 1985 «για τη βία των θεατών και την ανάρμοστη συμπεριφορά στις αθλητικές
συναντήσεις και ιδιαίτερα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες». Έτσι, ο Έλληνας
νομοθέτης θέλησε να υλοποιήσει ακριβώς τις δεσμεύσεις, οι οποίες απορρέουν
από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, θεσπίζοντας με το Νόμο 4908/2022
ένα αυστηρότερο κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να εδραιώσει την ασφάλεια στις
αθλητικές διοργανώσεις και να καταπολεμήσει τα ακραία φαινόμενα οπαδικής
βίας. Εξ αυτού του λόγου, εισήγαγε αυστηρότερες ποινές, ακολουθώντας τη
λογική της Σύμβασης, η οποία θέλει τα συμβαλλόμενα μέρη να εξασφαλίζουν
τη συνεργασία με τις αρχές, την πρόληψη από επικίνδυνες ενέργειες φιλάθλων
και τη διοργάνωση ασφαλών και φιλόξενων οργανώσεων. Ζήτημα το οποίο
αναμένεται να απασχολήσει μελλοντικά τη νομολογία, ωστόσο, είναι όχι μόνο
το βάρος ευθύνης, το οποίο επιρρίπτεται στους συλλόγους, αλλά και το βάρος το
οποίο επωμίζεται η ίδια η Δικαιοσύνη και συγκεκριμένα ο ποινικός δικαστής, ο
οποίος καλείται να ερευνήσει σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των λεσχών
την τέλεση των αδικημάτων αυτών. Το ερώτημα το οποίο τίθεται σχετικά είναι εάν
θα συνεργαστούν οι λέσχες πράγματι με το δικαστή ή θα συγκαλύψουν τα μέλη
τους, ώστε να αποφύγουν και οι ίδιες την αναστολή λειτουργίας τους.
Πηγή: Νομικός Παλμός
Το περιοδικό «Νομικός Παλμός» στο dikastirio: Τεύχος «Μάιος – Ιούνιος» 2022