Του Μαρίνου Σκανδάμη
Η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης Λιγνάδη, μας υπενθυμίζει αυτό που για χρόνια σοβεί, δηλαδή μια μικροκομματική και δημοκρατικά επικίνδυνη πρακτική, που κατά περίπτωση εργαλειοποιεί την δικαιοσύνη και παράγει συνθήκες ενός αφόρητου ποινικού λαϊκισμού.
Έτσι από τη μια, κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ασκούν έναν ιδιότυπο δικαιωματισμό που τηρεί δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Σε αυτό το πλαίσιο, υποθέσεις κατηγορουμένων ή θυμάτων που τα χαρακτηριστικά τους ταιριάζουν με το ιδεολογικό αφήγημα αυτών των πολιτικών στελεχών, ανακηρύσσονται σε υποθέσεις που αξίζει να υπερασπιστεί κανείς με καμπάνιες, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες και κάθε μορφή έμμεσης ή άμεσης πίεσης στην δικαιοσύνη.
Ενώ σε ποινικές υποθέσεις άλλων προσώπων, που τα χαρακτηριστικά τους δεν ταιριάζουν με το όποιο πολιτικό πρόταγμα, τα ίδια αυτά κομματικά στελέχη στρέφουν τα βέλη της κριτικής και πίεσης τους κατά των όποιων δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ή θυμάτων των υποθέσεων αυτών.
Μόνο που à la carte δικαιώματα δεν υπάρχουν.
Ταυτόχρονα από την άλλη, η ΝΔ έχοντας κάνει δόγμα τον ποινικό λαϊκισμό, πλειοδοτεί στην ανάγκη να αυξάνονται διαρκώς και απεριόριστα οι ποινές. Έτσι, μετά από κάθε υπόθεση που προκαλεί ενδιαφέρον, η ΝΔ όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση ζητά την άμεση θέσπιση νέων ποινών, συνδιαμορφώνοντας την κοινή γνώμη για λόγους επικοινωνιακής διαχείρισης.
Όταν δε κυβερνά, νομοθετεί ευκαιριακά και τις περισσότερες φορές παραβιάζοντας κάθε έννοια αναλογικότητας των ποινών, μόνο και μόνο για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη, ως δήθεν σκληρή απέναντι στο έγκλημα (χωρίς μάλιστα ποτέ να έχει καταφέρει να το μειώσει).
Μόνο που με τον τρόπο αυτόν, για τον κάθε κατηγορούμενο, με αφορμή την περίπτωση του οποίου επιδιώκεται η αλλαγή της νομοθεσίας, το μήνυμα που στέλνεται από τη ΝΔ στην δικαιοσύνη είναι ότι ακόμη και η υψηλότερη ποινή δεν αρκεί για την συγκεκριμένη περίπτωση. Δηλαδή το έμμεσο μήνυμα στο δικαστικό σώμα είναι αυτό της συνοπτικής καταδίκης των όποιων εμπλεκομένων.
Εν τέλει, αυτή η συνολικά νοσηρή κατάσταση μπορεί α) να παραβιάσει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, β) να διαμορφώσει μια κοινή γνώμη που εθίζεται στο να ζητά αίμα σε κάθε υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος, γ) να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που υπονομεύει την δικαστική νηφαλιότητα, που προφανώς απαιτείται κατά την κατάγνωση της ενοχής ή την αθώωση των κατηγορουμένων, αλλά και για την ικανοποίηση των θυμάτων και δ) να υπονομεύσει την διάκριση των εξουσιών και την ανάγκη για προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των Ελλήνων δικαστών.
Με λίγα λόγια, το κράτος δικαίου τίθεται σε δοκιμασία από τις εγκληματικές για την δημοκρατία και τον δημόσιο διάλογο, ανωτέρω κομματικές τακτικές.
Το ΠΑΣΟΚ, υπερασπιζόμενο με αφοσίωση το νομικό μας πολιτισμό, αρνείται να εμπλακεί στην πλειοδοσία του ποινικού λαϊκισμού που καταλαμβάνει το δημόσιο χώρο με ευθύνη της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Και γι’ αυτό ζητάμε το αυτονόητο. Να σταματήσουν τα δύο κόμματα να μεταφέρουν το νόμο του Λυντς στη χώρα μας.
Αρκετά πια με το κοινωνικό τους δηλητήριο.
Ο Μαρίνος Σκανδάμης είναι Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα»