Ο χαρακτηρισμός ενός οφειλέτη ως «ευάλωτου», υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων είναι και η έκδοση βεβαίωσης ευαλωτότητας, δίνει τη δυνατότητα της διάσωσης της ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ του ευάλωτου οφειλέτη, μέσω της καταφυγής στις διατάξεις του εξωδικαστικού μηχανισμού του ν. 4837/2020.
Βάσει του νόμου αυτού, όπως ισχύει σήμερα και σε συνδυασμό με τις εφαρμοστικές ΚΥΑ, που έχουν εκδοθεί και τον πιο πρόσφατο ν. 5072/2023, σε συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, έχουν καθοριστεί οι παράμετροι και οι κανόνες, που θα έπρεπε να τηρούνται από το υπολογιστικό εργαλείο (αλγόριθμο), ώστε να εξαχθεί ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ πρόταση βιώσιμης ρύθμισης.
Ο αλγόριθμος αυτός – και οι υποχρεωτικά συμμετέχοντες πιστωτές – για την εξαγωγή της πρότασης ή της αυτοματοποιημένης αντιπρότασης λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψιν του: α) την ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ του οφειλέτη, για την εξέταση της οποίας υπολογίζονται τα ακόλουθα στοιχεία, ήτοι i) τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και τυχόν εγγυητή, ii) η εισοδηματική του κατάστασή, iii) οι συνολικές του υποχρεώσεις έναντι τρίτων, iv) η οικονομική δυνατότητα που ο οφειλέτης έχει, όπως τη δηλώνει ο ίδιος στην πλατφόρμα (προτεινόμενο ποσό δόσης), v) οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, οι οποίες αφαιρούνται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του και β) την ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ, όπως αυτή ορίζεται στον Κ.Πoλ.Δ., σε περίπτωση της βίαιης ρευστοποίησης του ακινήτου, μέσω πλειστηριασμού.
Επί της παραγόμενης πρότασης του αλγορίθμου ή κατ’ επιλογήν των πιστωτών, επί της παραγόμενης αυτοματοποιημένης αντιπρότασης τους, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 Α του άρθρου 71, προβλέπεται να προκύπτει από σχετικό υπολογιστικό εργαλείο, στο οποίο έχουν ενσωματωθεί οι παράμετροι της μεθοδολογίας αντιπρότασης των πιστωτών, όπως αυτή εξειδικεύεται στην απόφαση της παρ. 5 του άρθρου 71. (διάγνωση βιωσιμότητας), το μέγιστο διαθέσιμο ποσό του ευάλωτου οφειλέτη, αφού έχουν προαφαιρεθεί – μεταξύ άλλων – οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης και α) οι τυχόν τόκοι υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα και β) οι προσαυξήσεις του δημοσίου, εκτός αν απομένει να αποπληρωθούν εκτός από τις λοιπές απαιτήσεις και οι τόκοι και οι προσαυξήσεις αυτές από το εναπομείναν διαθέσιμο εισόδημα.
Οι χρηματοδοτικοί φορείς, λοιπόν, θα έπρεπε να προβαίνουν στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας ή της φερεγγυότητάς του οφειλέτη, λαμβάνοντας υπόψη τις άνω παραμέτρους.
Συνεπώς, στόχος των κανόνων υπολογισμού που τέθηκαν, καθώς και η παραμετροποίηση τους στον τρόπο υπολογισμού του αλγόριθμου είναι:
Να σταθμιστεί η ισορροπία μεταξύ, αφ’ ενός της αρχής της ΜΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΏΝ, σε σχέση με την κατάταξη που θα είχαν, βάσει του Κ.Πoλ.Δ., σε περίπτωση βίαιης ρευστοποίησης μέσω πλειστηριασμού και αφ’ ετέρου του στόχου του Νομοθέτη για διερεύνηση και εξαγωγή ΒΙΩΣΙΜΗΣ πρότασης ρύθμισης προς τον ευάλωτο οφειλέτη, η οποία να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και διατήρηση της δυνατότητας του οφειλέτη να καταστεί πλέον φερέγγυος.
Τα ίδια δε αναφέρει και η με αριθμό 1023/2019 οδηγία της ΕΕ – την οποία ενσωμάτωσε ο ν. 4738/2020 και ο ν. 5072/2023 – καθώς δίνεται η κατεύθυνση στα κράτη μέλη, ότι πρέπει να μπορούν να θεσπίσουν διαδικασία βιωσιμότητας, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στη διαδικασία αναδιάρθρωσης. Η δε αναδιάρθρωση θα πρέπει να πραγματοποιείται με τρόπο, που δεν είναι επιλήψιμος για τη συνέχεια του ενεργητικού του οφειλέτη, ενώ προβλέπεται ότι «… οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να αρνούνται την επικύρωση σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο δεν προσφέρει εύλογη προοπτική αποτροπής της αφερεγγυότητας του οφειλέτη και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του…». Δηλαδή, οποιαδήποτε πρόταση πρέπει να έχει τους πυλώνες Βιωσιμότητα και Φερεγγυότητα.
Η ΠΡΑΞΗ, όμως, στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, στον οποίο μεταβαίνουμε, απέχει κατά πολύ. Οι ευάλωτοι δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με προτάσεις, που ΔΕΝ έχουν καμία σχέση με την οικονομική τους δυνατότητα, ώστε να αναδεικνύεται – αμέσως και σαφώς – η ανυπαρξία προστασίας στην πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα, εκθέτοντας όλες τις κυβερνητικές εξαγγελίες, αλλά και τις νομοθετικές παρεμβάσεις, οι οποίες απλά απομένουν στα χαρτιά και στα ΦΕΚ, χωρίς, όμως, ουδείς να εποπτεύει στην πραγματικότητα την τήρηση και την εφαρμογή των νομοθετημάτων και των ευρωπαϊκών Οδηγιών, που δήθεν ενσωματώσαμε στο εθνικό μας δίκαιο.
Ενδεικτική περίπτωση, ότι στην πράξη τίποτα από τα παραπάνω δεν εφαρμόζεται, αποτελεί μία πρόσφατη υπόθεση «ευάλωτης» οφειλέτιδας, με εισόδημα που ανέρχεται σε 647,69€ μηνιαίως, χωρίς εγγυητή και με αξία του ακινήτου της που ανέρχεται στο ποσό των 54.154,10€ με βάση το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, με αξία ρευστοποίησης 63.000,00€, βάσει εκτίμησης που προσκόμισε η ίδια και με εμπορική αξία του ακινήτου, όπως το εκτίμησαν οι ίδιοι οι πιστωτές, στο ποσό των 121.000€. Η αυτοματοποιημένη αντιπρόταση που έλαβε είναι ρύθμιση με μηναία δόση ύψους 836,65€ !!!!!!. Οδηγείται δηλαδή, μετά βεβαιότητας σε αφερεγγυότητα με την εξαχθείσα πρόταση και σε βίαιη ρευστοποίηση της μοναδικής κατοικίας της, εφόσον η μηνιαία δόση της ρύθμισης ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των μηναίων της εσόδων !!!!!!
Σε ένα κράτος δικαίου, απαιτείται να ασκείται έλεγχος και εποπτεία στις πράξεις, προτάσεις και αποφάσεις, που εκδίδονται εν όλω ή εν μέρει, βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, ώστε να προκύπτουν με σαφήνεια, τόσο τα κρίσιμα στάδια των μαθηματικών υπολογισμών, στους οποίους προέβη η Διοίκηση ή οι μετέχοντες, όσο και τα πραγματικά στοιχεία (μεταβλητές), που ελήφθησαν συναφώς υπόψη, προκειμένου ο
ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να διαπιστώσει, εάν τηρήθηκαν στην περίπτωση του οι προβλεπόμενες, από τους οικείους κανόνες, προϋποθέσεις.
Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε δυστοπικές κοινωνίες, διοικούμενες από άγνωστες… αυτοματοποιημένες παραμέτρους, μη εποπτευόμενες και ελεγχόμενες από αρμόδια όργανα, με το πρόσχημα της μετάβασης σε ένα δήθεν σύγχρονο ψηφιακό κράτος.
Λεκκάκου: Η μετάβαση σε ένα σύγχρονο ψηφιακό κράτος προστατεύει τον ευάλωτο οφειλέτη;
Γράφει η Κωνσταντίνα Λεκκάκου, Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και πως (δεν) λειτουργεί ο εξωδικαστικός μηχανισμός για τους ευάλωτους;