Γράφει ο Δικηγόρος και Υποψήφιος Διδάκτωρ Ποινικής Δικονομίας – (Νομική Σχολή ΔΠΘ), Κωνσταντίνος Ζαχαρής
Ας προλάβω να παραθέσω μερικές σκόρπιες σκέψεις για το τραγικό συμβάν στην Άρτα, όπου ένας πατέρας ξέχασε το ηλικίας 5,5 μηνών παιδί του στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του για 3+ ώρες, με αποτέλεσμα το παιδί να χάσει τη ζωή του.
Και λέω “ας προλάβω” με την έννοια “ας τα γράψω τώρα, στη βάση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου” καθώς από τη στιγμή που θα κάτσω να γράψω αυτό το κειμενάκι, μέχρι να πατήσω “δημοσίευση”, μπορεί η πράξη να τιμωρείται ήδη με ισόβια κάθειρξη ή θανατική ποινή – δε ξέρω με τι ταχύτητα έχουν όρεξη να κινηθούν στην Καρδίτσα (ή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, τελοσπάντων…).
Το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον μέσο κοινωνό αυτής της τραγικής είδησης είναι: “Τί να τον κάνεις τώρα αυτόν;” .
Πράγματι… Πώς να τον αντιμετωπίσεις δικαιικά – ποινικά αυτόν τον πατέρα; Ποιά τιμωρία που μπορεί να επιβάλει ποιό Δικαστήριο μετά από ποιά διαδικασία και για ποιά πράξη θα μπορέσει να επιφέρει ποιόν “σωφρονισμό” του;
Η λογική-αναμενόμενη κίνηση θα ήταν δίωξη για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Η σπασμωδική και -κατ’ εμέ- προδήλως ΑΔΙΚΗ κίνηση θα ήταν δίωξη για θανατηφόρο έκθεση (μην πέσετε από τα σύννεφα, υπάρχουν εισαγγελείς που θα μπορούσαν εδώ να βρουν έστω ενδεχόμενο δόλο ως προς τον κίνδυνο – ονόματα ξέρουμε, ονόματα δε λέμε) .
Και μετά τη δίωξη; Ποιά τιμωρία-ποινή θα επιφέρει τα αποτελέσματα που δεν θα επιφέρει η ψυχική (αυτο)εξόντωση που ήδη αντιμετωπίζει αυτός ο πατέρας;
Το σχετικό ζήτημα δεν είναι πρόσφατο:
Ο παλαιός Ποινικός Κώδικας, που ίσχυε μέχρι 1.7.2019, στο αρθρ. 302 παρ. 2 περί Ανθρωποκτονίας από Αμέλεια όριζε ότι: “Αν το θύμα της πράξης η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο είναι οικείος του υπαιτίου, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε ποινή”.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας, διεύρυνε το σχετικό πεδίο εφαρμογής εντάσσοντας το στο Γενικό Μέρος του στο αρθρ. 104Β παρ. 1 περ. γ’ περί λόγων δικαστικής (δυνητικής) άφεσης της ποινής ως εξής: “Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) (…) γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) (…). Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.”.
Είναι σοφές διατάξεις που θεωρώ ότι θα πρέπει να εφαρμοσθούν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Καμία ποινή δε μπορεί να “πει” τίποτα στον συγκεκριμένο πατέρα – ό,τι ήταν να “πάθει” το έχει ήδη πάθει. Κανένας σκοπός της ποινής δεν θα εκπληρωθεί από την ποινική τιμώρηση του συγκεκριμένου πατέρα.
Άρα, έχουμε πράξη άδικη (δεν συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου), καταλογιστή (υπάρχει αμέλεια και δεν υπάρχει λόγος άρσης του καταλογισμού) αλλά όχι τιμωρητή (δεν υπάρχει λόγος τιμώρησης).
Και απαντάται το εισαγωγικό ερώτημα ως εξής: “Τίποτα να μην τον κάνεις.”.
Δεν βρίσκουν όλα τα βιοτικά συμβάντα τις απαντήσεις τους στην επιβολή ποινής. Όσο κι αν αυτό δεν βολεύει κάποιους…