Η Ελλάδα, αν και εμφανίζεται ως αναπτυσσόμενη και με εντυπωσιακές επιδόσεις στον τουρισμό και την ακίνητη περιουσία, παραμένει δέσμια σε μια μικρή ομάδα ισχυρών οικογενειών που διαχειρίζονται τη συντριπτική πλειοψηφία των πόρων και αποφάσεων της χώρας, αναφέρει σε άρθρο του ο Guardian, σημειώνοντας: «Μια χούφτα ολιγαρχικών οικογενειών κυριαρχεί στην οικονομία, γεγονός που δίνει την αίσθηση ότι, παρά τις προοδευτικές αλλαγές και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε παλιές, δυσλειτουργικές δομές εξουσίας».
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο Guardian, οι γερανοί τελικά άρχισαν να περιστρέφονται στο Ελληνικό, μια τοποθεσία πάνω στην Αθηναϊκή Ριβιέρα, μόλις 6 μίλια από την Ακρόπολη — μια περιοχή που έχει αποτελέσει σύμβολο της ανόδου, της πτώσης και της εκ νέου ανόδου της Ελλάδας τα τελευταία 20 χρόνια.
Ωστόσο, μένει να φανεί αν η τελευταία «οικονομική άνοιξη» της χώρας θα αποδειχθεί πιο ανθεκτική από προηγούμενες εξάρσεις στον ιστορικό της κύκλο ευημερίας και κρίσης, σημειώνει ο Guardian.
Το εργοτάξιο του Ελληνικού, που σύντομα θα περιλαμβάνει πολυτελείς κατοικίες, το ψηλότερο κτίριο κατοικιών και το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της χώρας, δύο ξενοδοχεία, μαρίνα, τουριστικό συγκρότημα καθώς και αθλητικές, ψυχαγωγικές και πολιτιστικές εγκαταστάσεις, αποτελεί ένα αμφίσημο σύμβολο της «κορυφαίας Ελλάδας».
Για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αγαπητού των ευρωπαίων κεντροδεξιών, η ανάπτυξη αυτή συμβολίζει τη νέα δυναμική της ελληνικής οικονομίας και την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.
Για τους επικριτές της, το Ελληνικό είναι απλώς ένα ακόμη πολυτελές έργο ακινήτων που κατασκευάζεται από ολιγάρχες για τους υπερπλούσιους και τους ξένους, πάνω σε δημόσια γη που αγοράστηκε σε εξευτελιστική τιμή, ενώ οι απλοί Έλληνες βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να παραμένει στάσιμο και τις δημόσιες υπηρεσίες να παρακμάζουν, σημειώνει ο Guardian.
Η έκταση των 6,2 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο Ελληνικό φιλοξενούσε το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας από τη δεκαετία του 1930 έως το 2001, όταν το νέο, ευρωπαϊκά επιδοτούμενο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» άνοιξε στα ανατολικά της πόλης, εγκαίρως για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004.
Ήταν η τελευταία φορά που η Ελλάδα βρισκόταν στην κορυφή του κόσμου.
Η χώρα είχε μόλις ενταχθεί στο ενιαίο νόμισμα του ευρώ – με «μαγειρεμένα» στοιχεία, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα – και ο εκσυγχρονιστής σοσιαλιστής πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης αποθεωνόταν ως ο «Τόνι Μπλερ των Βαλκανίων».
Η ελληνική κουλτούρα ήταν της μόδας (θυμάστε την επιτυχία «Γάμος αλά ελληνικά»;).
Ο τουρισμός ανθούσε. Ακόμη και η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου είχε κατακτήσει, απρόσμενα, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Έπιασε πάτο

Δέκα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα είχε πιάσει πάτο, αφού αθέτησε το χρέος της και υπέστη τρία πακέτα διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, που μείωσαν την οικονομία κατά 26% και επέβαλαν δρακόντεια λιτότητα.
Η κρίση χρέους ξέσπασε όταν αποκαλύφθηκε το 2009 ότι η χώρα είχε υποτιμήσει μαζικά το δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Οι αγορές πανικοβλήθηκαν και σταμάτησαν να δανείζουν στην Αθήνα, αναγκάζοντάς την να ζητήσει δάνεια από την ΕΕ, με αυστηρούς όρους.
Ακολούθησε μαζική ανεργία, εκτεταμένη φτωχοποίηση και ένα «brain drain» που οδήγησε στο εξωτερικό περίπου το 10% του πληθυσμού.
κρίση διέλυσε και το πολιτικό σύστημα της χώρας, που επί δεκαετίες κυριαρχούνταν από τα ανταγωνιστικά πελατειακά δίκτυα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση, υπό τη ριζοσπαστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, εξελέγη το 2015 και κέρδισε δημοψήφισμα κατά των όρων διάσωσης, μόνο και μόνο για να υποχωρήσει τελικά στις απαιτήσεις των πιστωτών λίγες εβδομάδες αργότερα, μπροστά στον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη.
Η λεγόμενη «τρόικα» – ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – πίεσε την Αθήνα να συγκεντρώσει έσοδα μέσω ιδιωτικοποιήσεων, που περιλάμβαναν τον ΟΛΠ, ο οποίος πουλήθηκε στην κινεζική Cosco, και το αχρησιμοποίητο πλέον αεροδρόμιο του Ελληνικού, το οποίο πέρασε στον μοναδικό τότε πλειοδότη: ένα κονσόρτσιουμ υπό τον δισεκατομμυριούχο Σπύρο Λάτση, με συμφέροντα σε τραπεζικό, ναυτιλιακό, ακίνητο και πετρελαϊκό τομέα.
Δημόσιες διαμαρτυρίες, καταλήψεις και δικαστικές εμπλοκές εμπόδισαν για χρόνια οποιαδήποτε ανάπτυξη στην έκταση, η οποία επρόκειτο να μετατραπεί σε πάρκο πριν ξεσπάσει η κρίση.
Τα παλιά κτίρια του αεροδρομίου χρησιμοποιήθηκαν για τη φιλοξενία κυρίως Αφγανών προσφύγων σε άθλιες συνθήκες κατά την προσφυγική κρίση του 2015-16, όταν εκατοντάδες χιλιάδες αιτούντες άσυλο εισέρχονταν στην Ελλάδα μέσω του Αιγαίου από την Τουρκία.
Ο πρόχειρος καταυλισμός έκλεισε τελικά το 2017.
Το 2023, οι εργολάβοι ξεκίνησαν τις εργασίες στον Πύργο Ριβιέρα, ένα συγκρότημα 50 ορόφων στην παραλία, σχεδιασμένο από το αρχιτεκτονικό γραφείο του Βρετανού σταρ αρχιτέκτονα Νόρμαν Φόστερ.
Ο ουρανοξύστης των 200 μέτρων θα ανοίξει το επόμενο έτος. Θα υπάρξει τελικά και ένα (μικρότερο) δημόσιο πάρκο, έχει υποσχεθεί η εταιρεία του Λάτση, η Lamda Development.
Το κατά πόσο το Ελληνικό αποτελεί πραγματικά σημάδι μιας διαρκούς ελληνικής αναγέννησης, αποτελεί αντικείμενο έντονης διαφωνίας.

Σκοτεινές μέρες

Για πολλούς Έλληνες, λίγα έχουν βελτιωθεί από τις σκοτεινές μέρες της κρίσης χρέους.
Η ανεργία έχει μειωθεί, αλλά οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν αυξηθεί ελάχιστα, ο πληθωρισμός – ειδικά στα ενοίκια – έχει διαβρώσει το βιοτικό επίπεδο και τα σχολεία, τα νοσοκομεία και οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν έχουν ανακάμψει.
Η χώρα εξακολουθεί να βράζει από την έλλειψη λογοδοσίας για τη μετωπική σύγκρουση τρένων πριν δύο χρόνια, που κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους και αποκάλυψε χρόνιες αποτυχίες ασφάλειας, προκαλώντας κατηγορίες για πολιτική συγκάλυψη.
Το φετινό 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών – κάτι σαν το ελληνικό «Νταβός» – διαταράχθηκε από πανελλαδική γενική απεργία για μισθούς και δημόσιες υπηρεσίες, που εμπόδισε πολλούς ξένους αντιπροσώπους να παρευρεθούν.
Ο Μητσοτάκης, του οποίου η δημοτικότητα έχει υποχωρήσει, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να προβάλει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας και να επιτεθεί στη Γερμανία, τον πιο «σφιχτό» πιστωτή της χώρας κατά την κρίση.
«Δεν είμαστε πια το άρρωστο παιδί της Ευρώπης. Η οικονομία μας ξεπερνά τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Όταν βλέπω, για παράδειγμα, τις μεταρρυθμίσεις που τώρα εξαγγέλλει η γερμανική κυβέρνηση, πολλές από αυτές τις έχουμε ήδη εφαρμόσει στην Ελλάδα», δήλωσε σε συνέντευξή του στους Δελφούς.
Οι Έλληνες θυμούνται πολύ καλά πώς κάποτε παρουσιάζονταν από τα γερμανικά ΜΜΕ ως σπάταλοι, τεμπέληδες και απατεώνες — χαρακτηρισμός που αποτυπώθηκε σε εξώφυλλο γερμανικού περιοδικού, με την Αφροδίτη της Μήλου να υψώνει το μεσαίο δάχτυλο στην Ευρώπη και λεζάντα: «Απατεώνες στην οικογένεια του ευρώ: Μας κλέβει η Ελλάδα;»
Επιφανειακά, η Ελλάδα καταγράφει υγιές πρωτογενές πλεόνασμα και ο οίκος αξιολόγησης S&P μόλις αναβάθμισε τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα BBB.
Μετά την απεργία, ο Μητσοτάκης βρήκε επαρκή δημοσιονομικό χώρο για να ανακοινώσει πακέτο στήριξης €1 δισ. για χαμηλοσυνταξιούχους, ενοικιαστές και άλλες ευάλωτες ομάδες.
Η δημόσια στήριξη προς την ΕΕ στην Ελλάδα έχει επίσης ανακάμψει από τα ιστορικά χαμηλά της περιόδου της κρίσης χρέους: τα δύο τρίτα των Ελλήνων δηλώνουν πλέον ότι η συμμετοχή στην ΕΕ είναι θετική για τη χώρα.
Ωστόσο, η οικονομική άνθηση της Ελλάδας στηρίζεται κυρίως σε ακίνητα, τουρισμό και ναυτιλία – όχι σε μια αναγέννηση της βιομηχανίας ή της καινοτομίας. «Μόλις ξύσεις κάτω από την επιφάνεια των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στοιχείων, υπάρχει σκοτάδι», λέει ο Νίκος Μαλκουτζής, αρχισυντάκτης και συνιδρυτής της οικονομικής ιστοσελίδας MacroPolis.
«Ο Μητσοτάκης κρατάει τα δημοσιονομικά υπό έλεγχο, αλλά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε για πάντα στον τουρισμό και τα ακίνητα».
Η υποεπένδυση σε δασική προστασία και υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα απροετοίμαστη για φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες που γίνονται όλο και πιο συχνές, τονίζει ο Μαλκουτζής.
Μια χούφτα ισχυρών, πολιτικά διασυνδεδεμένων ολιγαρχικών οικογενειών συνεχίζει να κυριαρχεί στην οικονομία, ενώ η ιδιοκτησία των ΜΜΕ παραμένει εξαιρετικά συγκεντρωμένη.
Η διαφθορά είναι ακόμη διαβρωτική, ενώ η χώρα βρίσκεται χαμηλά στην κατάταξη της ΕΕ όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου και το κράτος δικαίου.
Έτσι, αν την εξετάσει κανείς πιο προσεκτικά, η «νέα Ελλάδα» μοιάζει ανησυχητικά με την «παλιά Ελλάδα» — με ισχυρότερα δημόσια οικονομικά, αλλά διαρκείς κοινωνικές και οικονομικές ανισορροπίες.
Κι αυτές ενδέχεται να επιστρέψουν για να στοιχειώσουν μια χώρα στην οποία η ύβρις ποτέ δεν απέχει πολύ από τη νέμεση, καταλήγει ο Guardian.
888_9.JPG