Απέρριψε το Δικαστήριο όλους τους ισχυρισμούς της εταιρείας, που αποφάσισε να απολύσει εν μία νυκτί υπάλληλο που δήλωσε πως βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ηλείας έκρινε άκυρη την απόλυση και επιπλέον επέβαλε στην εταιρεία να αποζημιώσει με πάνω από 23.000 ευρώ την εργαζόμενη για το διάστημα που τέθηκε σε καταγγελία η σύμβασή της.
Η συγκεκριμένη εργαζόμενη είχε προσληφθεί τον Μάιο του 2015 σε εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας φαρμάκων και παραφαρμακευτικών προϊόντων προκειμένου να εργαστεί ως παραγγελιολήπτρια υλικών, με το σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, με μηνιαίες αποδοχές 750 ευρώ.
Στα πλαίσια της εργασίας της ως παραγγελιολήπτριας η ενάγουσα λάμβανε τηλεφωνικές κλήσεις από τους συνεργαζόμενους φαρμακοποιούς και πραγματοποιούσε κλήσεις προς αυτούς, μετά δε τη συγκέντρωση των παραγγελιών οργανωνόταν το δίκτυο διανομής αυτών.
Ωστόσο, στις 20 Δεκεμβρίου του 2018, η επιχείρηση της ανακοίνωσε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της δια του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της, ο οποίος κατά τη λήξη του πρωινού ωραρίου την ενημέρωσε προφορικά ότι η εναγομένη (σ.σ. εταιρεία) δεν επιθυμεί να συνεχίσει την εργασία της αυτή και την κάλεσε να μην προσέλθει κατά το απογευματινό ωράριο της ίδιας ημέρας.
Παρά το γεγονός ότι η εργαζόμενη ενημέρωσε πως βρίσκεται σε αρχόμενη κύηση, γεγονός του οποίου έλαβε γνώση στις 18.12.2018, η εταιρεία ενέμεινε στην απόφασή της να απολυθεί, όπως της δήλωσε την ίδια ημέρα ο Προϊστάμενός της.
Στις 21.12.2018 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 21.12.2018 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωσή της με συνημμένη την από 21.12.2018 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου από την οποία προέκυπτε η εγκυμοσύνη της, με την οποία, ισχυριζόμενη ότι η καταγγελία της εργασίας της ήταν άκυρη, παράνομη και καταχρηστική, καλούσε την τελευταία να συνεχίσει να αποδέχεται την εργασία της σύμφωνα με τους όρους πρόσληψής της.
Αντιθέτως, η επιχείρηση στις 24.12.2018 της κοινοποίησε – όπως αναφέρεται – «την από 20.12.2018 έγγραφη καταγγελία της υφιστάμενης έως τότε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση επικαλούμενη για πρώτη φορά εντελώς αόριστα και αναιτιολόγητα την ύπαρξη σπουδαίου λόγου συνιστάμενη σε απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι στους πελάτες της και μη συμμόρφωσή της στη γενική πολιτική της παρά της αδιάλειπτες υποδείξεις της».

Η απόφαση του Δικαστηρίου

«Η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πρώτης κατά χρονική σειρά από 20 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας και της δεύτερης κατά χρονική σειρά από 24 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης, καθώς και ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (23.089.45€), νομιμοτόκως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας για κάθε επιμέρους κονδύλιο, και μέχρι την πλήρη εξόφληση» επισημαίνεται.
Παράλληλα, χαρακτήρισε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εταιρείας. «Οι ένδικοι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι η ενάγουσα πλημμελώς εκτελούσε τα συμβατικά της καθήκοντα και επιδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά σε διάφορους πελάτες της φαρμακοποιούς, με αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί επανειλημμένως παράπονα σε βάρος της από αυτούς, και οι οποίοι κατατείνουν στην απόδειξη σπουδαίου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης εγκύου εργαζομένης, τυγχάνουν στο σύνολό τους απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι, εφόσον δεν αποδείχθηκαν από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο» επισημαίνεται στην απόφαση.
Επίσης, τονίζεται πως ο ισχυρισμός της εναγομένης εταιρείας «περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή δεν υφίστατο σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης ούτε αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα με τη συμπεριφορά της δολίως δημιούργησε τις συνθήκες που δικαιολογούσαν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Με βάση τα ανωτέρω, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 24 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς σπουδαίο λόγο, ήταν άκυρη».
Αντιθέτως, στο σκεπτικό της απόφασης υπογραμμίζεται πως από τους ισχυρισμούς της εταιρείας και από τα όσα αβάσιμα υποστήριξε «συνιστούν εκ μέρους της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, προσεβλήθη η προσωπικότητα της ενάγουσας καθώς μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή της ως εργαζομένης».
Γι’ αυτό το λόγο αναφέρει πως «η ενάγουσα δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Ανάλογο δε ποσό, σύμφωνα με τις συνθήκες της προσβολής, το βαθμό του πταίσματος των εκπροσώπων της εναγομένης, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, την κοινωνική θέση και την ηλικία της ενάγουσας κατά τον χρόνο απόλυσής της».