Από την Σταυρούλα Στατήρη, φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ*
Αντί προλόγου
Το Σύνταγμα αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο κάθε Πολιτείας. Μέσω αυτού ρυθμίζεται από τη μία η οργάνωση, η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας, ενώ από την άλλη προβλέπεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας είναι το Σύνταγμα του 1975, που θεσμοθετήθηκε μεταπολιτευτικά και συνέβαλε στην οργάνωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως αυτό ισχύει μετά το Ψήφισμα της 5ης Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Η πολιτειακή κατάσταση Ελλάδας δεν ομοίαζε πάντοτε στη σημερινή και δεν εξελίχθηκε πάντοτε απροβλημάτιστα, αφού έχει διέλθει τριγμούς πολέμων, εθνικού διχασμού και δικτατορίας.
Ιστορική αναδρομή
Έπειτα από την κατάρρευση της επταετούς Δικτατορίας των Συνταγματαρχών τυπικώς στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κληθείς από το Παρίσι, όπου διέμενε αυτοεξόριστος, ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας και προχώρησε στον σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Επρόκειτο για μια κυβέρνηση μη κοινοβουλευτική, που στερούνταν δημοκρατικής νομιμοποίησης, η οποία οδήγησε, ωστόσο, την Ελλάδα στην πορεία του εκδημοκρατισμού της. Άλλωστε, προκειμένου να ιδρυθεί δημοκρατικό πολίτευμα, απαιτούνταν ελεύθερες εκλογές, για τις οποίες χρειαζόταν επαρκής προπαρασκευή. Τη μεταβατική περίοδο έως τη διενέργεια εκλογών και την έκφραση της λαϊκής βούλησης κλήθηκε να υπηρετήσει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, για τις ανάγκες της οποίας εξέδωσε συνολικά οκτώ συντακτικές πράξεις.
Ήδη με τις πρώτες πράξεις της η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 με εξαίρεση τις διατάξεις σχετικά με το πολίτευμα ως βασιλευόμενης δημοκρατίας. Κατήργησε τα δικτατορικά Συντάγματα του 1968 και του 1973, ενώ κύρωσε εκ νέου την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εκτός αυτών, χορήγησε αμνηστία σε αντιστασιακούς φυλακισμένους για πολιτικά εγκλήματα, επέτρεψε τη λειτουργία όλων των πολιτικών κομμάτων, ενώ νομιμοποίησε το παράνομο από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Στη συνέχεια, ήταν αντιληπτό πως απαιτούνταν για την εγκαθίδρυση “κράτους δικαίου” εξίσου η διευθέτηση του “πολιτειακού” ζητήματος, η λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος με εκλογές και η ψήφιση νέου Συντάγματος.
Σχετικά με το “πολιτειακό” ζήτημα αποφασίσθηκε, με συντακτική πράξη της 4ης Οκτωβρίου 1974 της Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η διευθέτησή του με την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία μέσω της διενέργειας δημοψηφίσματος. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος προκηρύχθηκε για τον Δεκέμβρη του 1974. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος αφορούσε τη φύση του αρχηγού του κράτους, θέτοντας την επιλογή ανάμεσα σε αιρετό ή κληρονομικό αρχηγό του κράτους, σε αβασίλευτη ή βασιλευόμενη δημοκρατία. Ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε με ποσοστό 69% υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και ο αρχηγός του κράτους επιλέχθηκε να είναι πλέον αιρετός.
Ως προς την ψήφιση νέου Συντάγματος, αυτή επιλέχθηκε να γίνει από δημοκρατικά εκλεγμένη συνέλευση και στις 17 Νοεμβρίου 1974 διεξήχθησαν υποδειγματικώς εκλογές για την ανάδειξή της. Ακολουθώντας την λαϊκή ετυμηγορία και αναθεωρώντας τις διατάξεις περί του πολιτεύματος, η Έ Αναθεωρητική Βουλή (όπως αυτή αυτοονομάσθηκε) επέδειξε στην πραγματικότητα συντακτική εξουσία. Θεσμοθέτησε νέο Σύνταγμα το έτος 1975, πάνω στις γραμμές του οποίου κινήθηκαν και οι τέσσερις συνολικά αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, συγκεκριμένα οι αναθεωρήσεις του 1986, του 2001, του 2008 και η πιο πρόσφατη του 2019.
Ακολουθώντας την ιστορική εξέλιξη από την αρχική ψήφιση του Συντάγματος το έτος 1975 μέχρι την πιο πρόσφατη Αναθεώρησή του, θα εξεταστούν χωριστά, αρχικά, η μετεξέλιξη του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και, στη συνέχεια, οι λοιπές συνταγματικές προβλέψεις.
Ι. Πρόεδρος της Δημοκρατίας
α. Στο Σύνταγμα 1975
Η σταθερότητα του πολιτεύματος και η ολοκλήρωση της νομικής ασφάλειας του ελληνικού κράτους επήλθε με την απόκτηση νέου Συντάγματος. Το Σύνταγμα του 1975 στηρίζεται και προσομοιάζει κυρίως στο Σύνταγμα του 1952, ωστόσο αρκετές διατάξεις είναι εμπνευσμένες από το Σύνταγμα του 1927, τα Συντάγματα της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, ακόμη και από διατάξεις των Συνταγμάτων της περιόδου της δικτατορίας. Το Σύνταγμα του 1975 εισάγει προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, με Πρόεδρο της Δημοκρατίας που εκλέγεται έμμεσα με πρωτότυπο τρόπο. Αναφορικά με τον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτός αποτέλεσε σημείο τριβής μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Έ Αναθεωρητικής Βουλής. Η οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας σε συνάρτηση με τις αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους υπήρξε πυρήνας πολιτικού διαλόγου.
Σχετικά με το ζήτημα, η σκέψη του δημοκρατικά εκλεγμένου πλέον πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, προσανατολιζόταν σε έναν “εξορθολογισμένο κοινοβουλευτισμό”, στη συνύπαρξη δηλαδή μιας “λελογισμένα ενισχυμένης” κυβέρνησης με έναν ισχυρό Πρόεδρο. Πράγματι, θεσμοθετήθηκε εξορθολογισμένο κοινοβουλευτικό σύστημα με μονήρη βουλή, προβλέφθηκε σαφής διάκριση εξουσιών και η αρχή της δεδηλωμένης. Το Σύνταγμα εισήγαγε ρητά και την “κοινοβουλευτική” αρχή, που σήμαινε πως η Κυβέρνηση εξαρτιόταν από την εμπιστοσύνη της Βουλής, με πρόταση μομφής της οποίας διαλυόταν και προκηρύσσονταν εκλογές. Η ύπαρξη, επομένως, ενός ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας που μπορούσε να διαλύσει αντιπλειοψηφικά τη Βουλή συγκρουόμενος με την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία “νόθευε” τον κοινοβουλευτισμό.
Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης αντιτάχθηκαν στην ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και την απόδοση σε αυτόν των λεγόμενων “υπερεξουσιών”. Οι προεδρικές “υπερεξουσίες” αφορούσαν κυρίως στις προεδρικές αρμοδιότητες χωρίς προσυπογραφή και τους αποδόθηκε αυτή η ονομασία ακριβώς επειδή κατηγορήθηκαν ότι είχαν μέγεθος που ανέτρεπε την απαραίτητη ισορροπία με τις εξουσίες των λοιπών οργάνων. Φόβος της αντιπολίτευσης ήταν πως οι εν λόγω “υπερεξουσίες” θα μετέτρεπαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε καταλύτη και κυρίαρχο του πολιτεύματος. Ο Νίκος Αλιβιζάτος παρατηρεί, ότι η προγενέστερη εμπειρία των βασιλικών παρεμβάσεων επιδρούσε έντονα στον διεξαγόμενο διάλογο και δεν κατέστησε δυνατή την εύρεση μιας λύσης ισόρροπης. Δε βρισκόταν, άλλωστε, σε μεγάλη χρονική απόσταση η ανάμνηση ενός αρχηγού του κράτους που αποτελούσε ηγέτη ενός εκ των δύο πόλων κατά τη διάρκεια του εθνικού διχασμού. Η αντιπολίτευση αποχώρησε από την τελική ψηφοφορία, καταγγέλλοντας το αρχικό κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, στο οποίο προβλέπονταν διατάξεις που ενσάρκωναν την απευκταία της υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, πολλές από τις αμφιλεγόμενες διατάξεις του αρχικού σχεδίου διαφοροποιήθηκαν με τροπολογία κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή και σε ουσιώδη σημεία αυτό βελτιώθηκε.
Εντέλει, στο κείμενο του Συντάγματος του 1975 συμπεριλήφθηκαν οι ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες παρείχαν στον Πρόεδρο τη δυνατότητα να συγκρουσθεί με την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία: Πρώτον, ο Πρόεδρος είχε την εξουσία να διαλύει τη Βουλή, εάν η σύνθεσή της δεν διασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα ή αν αυτή βρισκόταν σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα (εγείρονταν, βέβαια, ερωτήματα ως προς τα κριτήρια και τον τρόπο με τον οποίο η προφανής δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα θα διαπιστωνόταν). Παράλληλα, διέθετε σχετικά ευρεία διακριτική ευχέρεια στον διορισμό πρωθυπουργού, αφού μπορούσε να παύει την κυβέρνηση, διορίζοντας νέο πρωθυπουργό που όφειλε είτε να διενεργήσει εκλογές είτε να ζητήσει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Δεύτερον, ο Πρόεδρος μπορούσε να προκηρύξει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, να συγκαλέσει σε έκτακτες περιστάσεις το υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του και, σε όλως έκτακτες περιστάσεις, να απευθύνει διάγγελμα.
Η συλλογιστική πίσω από τις προεδρικές “υπερεξουσίες” παρουσιάζεται ακολούθως. Πρώτον, τόσο η διάλυση της Βουλής όσο και η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στηρίζονταν στη λογική της λαϊκής ανάμειξης για την επίλυση διχογνωμιών μεταξύ Προέδρου και Κυβέρνησης μέσω της εκδήλωσης της λαϊκής βουλήσεως και κυριαρχίας. Εάν η πρωτοβουλία του Προέδρου, μάλιστα, αποδοκιμαζόταν από τον λαό, ο αιρετός αρχηγός του κράτους εξαναγκαζόταν, ακόμη και χωρίς οικεία συνταγματική πρόβλεψη, σε παραίτηση. Δεύτερον, μία άλλη διάσταση, την οποία είχε συλλάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αφορούσε τη διεθνή προοπτική της χώρας. Όπως ο Βενιζέλος προωθούσε μια πολιτική αστικού εκσυγχρονισμού και εθνικής ολοκλήρωσης, έτσι και ο Καραμανλής είχε καταλήξει, ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποτελούσε το μέλλον της χώρας. Σε μια ριζοσπαστική τροπή της πολιτικής κατάστασης η προσφυγή στον λαό, είτε με δημοψήφισμα είτε με διάλυση και εκλογές, θα συνιστούσε εφόδιο για έναν κεντροδεξιό Πρόεδρο (πιθανότατα τον ίδιο).
Στην πράξη, βέβαια, παρατηρείται ότι ούτε ο πρώτος αλλά ούτε και ο δεύτερος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Κωνσταντίνος Καραμανλής αντίστοιχα, δεν άσκησαν τις σχετικές αρμοδιότητες, αλλά περιορίστηκαν αμφότεροι στον εθιμοτυπικό, ρυθμιστικό ρόλο τους. Παρά την έντονη πολιτική αντιπαράθεση, λοιπόν, παρατηρείται ότι οι προεδρικές “υπερεξουσίες” παρέμειναν στη διάρκεια της ισχύος τους συνταγματικές προβλέψεις με χαρακτήρα συμβολικό και χωρίς πρακτική εφαρμογή. Από την άλλη, ήταν σαφής η επιρροή της απλής ύπαρξης των προεδρικών “υπερεξουσιών” στο πολιτικό παίγνιο.
β. Στην Αναθεώρηση του 1986
Το 1985, εν μέσω Κυβέρνησης ΠαΣοΚ και υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, εκκίνησε διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος του 1975. Άμεσος και κύριος στόχος ήταν η περιστολή των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας και η ταυτόχρονη ενδυνάμωση της Κυβέρνησης και του Κοινοβουλίου, μέσω αυτού όμως της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η κίνηση του Πα.Σο.Κ εκκινούσε από συγκεκριμένες πολιτικές και ιστορικές αντιλήψεις αλλά, κυρίως, εξυπηρέτησε την πρόθεση του να δημιουργήσει πολιτικό γεγονός υψηλού συμβολισμού.
Η Στ’ Αναθεωρητική Βουλή η οποία διενήργησε την αναθεώρηση το 1986 περιορίσθηκε, σε αρμονία με την Πρόταση Συνταγματικής Αναθεώρησης, στην κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας και δεν τροποποίησε αλλά ούτε και εισήγαγε άλλες διατάξεις. Πιο συγκεκριμένα, οι διατάξεις που αναθεωρήθηκαν το 1986 αφορούσαν κυρίως τις προεδρικές αρμοδιότητες με διακριτική ευχέρεια. Οι διατάξεις για τη διάλυση της Βουλής για προφανή δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα (άρθρο 41 παρ.1) και τη δυνατότητα παύσης της κυβέρνησης (άρθρο 38 παρ. 2) διαγράφτηκαν, ενώ η διενέργεια συμβουλευτικού δημοψηφίσματος πέρασε στη σφαίρα αποφάσεων της βουλής (άρθρο 44 παρ.2 εδ.α). Παρατηρείται, λοιπόν, ότι μέσω αυτής της αναθεώρησης οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε βαθμό, ώστε του αφαιρέθηκε ως επί το πλείστον η δυνατότητα σύγκρουσης με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την κυβέρνηση.
Ωστόσο, ο αναθεωρητικός νομοθέτης διατήρησε για την εκλογή του Προέδρου την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, την οποία απαιτούσε το Σύνταγμα για να μη διαλυθεί αυτοδίκαια η Βουλή (άρθρο 32 παρ.4 εδ.α). Αυτό σήμαινε ότι παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας οδηγούσε πιθανώς σε πρόωρη διάλυση της βουλής και προκήρυξη εκλογών. Από τη μία, η συνταγματική αυτή διάταξη έχει θεωρηθεί ως σημαντικό νομικό όπλο του Προέδρου της Δημοκρατίας για την έκφραση της αντίθεσής του σε επιλογές της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Από την άλλη, έχει καταστεί αντικείμενο έντονης κριτικής τόσο σε πολιτικό επίπεδο λόγω της εργαλειοποίησης της στο παρελθόν, όσο και σε συνταγματικό επίπεδο θεωρούμενη ως στρέβλωση της λειτουργίας του πολιτεύματος, αφού πρόωρη διάλυση της βουλής δε δικαιολογείται για τον λόγο της μη εκλογής Προέδρου που μάλιστα στον ενεστώτα χρόνο δε διαθέτει αποφασιστικές αρμοδιότητες. Σε κάθε περίπτωση, με το Α΄ Ψήφισμα της ΣΤ΄ Αναθεωρητικής Βουλής αναθεωρήθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 32 του Συντάγματος ως προς το είδος της προβλεπόμενης ψηφοφορίας, η οποία μεταβλήθηκε από μυστική σε ονομαστική, ενώ παρέμεινε όμοιο κατά τα λοιπά.
Ακόμη κι έτσι, η κυβέρνηση από την αναθεώρηση του 1986 κι έπειτα εξαρτήθηκε αποκλειστικά από την εμπιστοσύνη της εκάστοτε Βουλής. Απεξαρτήθηκε από την εμπιστοσύνη του αρχηγού του κράτους και εισήχθη κατ’ αυτόν τον τρόπο στη χώρα γνήσιο κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Η σφοδρή εναντίωση προς τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την αναθεώρηση του 1986 κατακρίθηκε, ότι προκάλεσε την ιδεολογική εκτροφή ενός μοντέλου με αυξημένη πολιτική ισχύ του πρωθυπουργού, τη θεσμοθέτηση ενός πολιτεύματος “πρωθυπουργοκεντρικού”, ενώ πολλοί υποστήριξαν πως οι προεδρικές “υπερεξουσίες” αντικαταστάθηκαν από αντίστοιχες πρωθυπουργικές. Σύμφωνα με την άποψη του Φ. Σπυρόπουλου ο “πρωθυπουργοκεντρισμός” του πολιτεύματος έπειτα από την αναθεώρηση του 1986 δεν οφειλόταν σε αυτή καθεαυτή την αναθεώρηση, αλλά υπήρξε απόρροια τόσο της παράδοσης και της πρακτικής του κοινοβουλευτισμού, όσο και της νομοθετικής ενίσχυσης του πρωθυπουργικού θεσμικού ρόλου στον ελληνικό χώρο ήδη νωρίτερα από την αναθεώρηση του 1986. Έτσι, η αναθεώρηση του 1986 αποτελούσε εν μέρει προσαρμογή στην πραγματικότητα.
Σημαντική συνέπεια αυτού του ιδεολογικού προσανατολισμού υπήρξε η αδυναμία αξιοποίησης της ρυθμιστικής συνεισφοράς, την οποία δύναται ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας να διαθέτει, ακόμη και σε συνθήκες ομαλής εξέλιξης του πολιτικού γίγνεσθαι, όταν η πολιτική κατάσταση γίνεται δύσκαμπτη. Ο καθηγητής Σπ. Βλαχόπουλος επισημαίνει, πως έχουμε συνηθίσει να κατανοούμε τον ρόλο του Προέδρου ως διεκπεραιωτικό. Αγνοείται η χρησιμότητά του ως κρατικού οργάνου, όχι μόνο ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, αλλά και ως νομιμοποιημένου υπερκομματικού αρχηγού του κράτους που μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά σε ζητήματα που διχάζουν και σε περιόδους εθνικών κρίσεων.
Παρά την πολιτική ένταση, η αναθεώρηση του 1986 ακολούθησε για πρώτη φορά στη συνταγματική ιστορία της χώρας την διάταξη του άρθρου 110 του Συντάγματος περί αναθεωρήσεώς του, καθώς σε όλες τις προηγούμενες αναθεωρήσεις δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες που προέβλεπε το Σύνταγμα το οποίο αναθεωρούνταν. Στις 6 Μαρτίου 1986, εκδόθηκε από τη Στ’ Αναθεωρητική Βουλή το Α’ ψήφισμα, με το οποίο αναθεωρήθηκαν συνολικά έντεκα άρθρα σχετιζόμενα με την ανάδειξη, τις εξουσίες και την ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου και ευρισκόμενα ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο Κεφαλαίο, του Β’ Τμήματος, του Γ’ Μέρους του Ελληνικού Συντάγματος. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα έγινε αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
γ. Στην Αναθεώρηση του 2019
Με την πρόσφατη αναθεώρηση τροποποιήθηκε η διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με το από 25.11.2019 Ψήφισμα της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής αναθεωρήθηκε η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 4 Σ, οπότε καταργήθηκε η ρήτρα που προέβλεπε υποχρεωτική διάλυση της Βουλής και προκήρυξη πρόωρων εκλογών σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας στην πρώτη φάση μετά και την τρίτη ψηφοφορία. Η κατάργηση αυτής της ρήτρας επέφερε και την κατάργηση της δεύτερης φάσης της εκλογής. Οι πολιτικές δυνάμεις συναίνεσαν στην ανάγκη αναθεώρησης της συγκεκριμένης διάταξης λόγω της πολιτικής εργαλειοποίησής της στο παρελθόν, με αποκορύφωμα την εκλογή του 2014/2015, που οδήγησε την πολιτική ζωή σε έντονη πόλωση, ενώ υφίστατο κριτική για καταστρατήγηση ή ακόμη και παραβίασης της ratio του Συντάγματος.
Με τη νέα πρόβλεψη, καθίσταται δυνατή η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από ένα μόνο κόμμα (άρθρο 32 παρ. 4), αφού αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Υφίσταται κριτική, πως ο αυξημένος θεσμικός και υπερκομματικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του Πολιτεύματος κατ’ άρθρο 30 Σ δεν συμβαδίζει με την τροποποίηση αυτή της διάταξης. Ο Πρόεδρος αποτελεί φάρο συναίνεσης, παράγοντα υπέρβασης εντοπισμένων δυσκαμψιών που σχετίζονται με το πλειοψηφικό μοντέλο, αλλά και ζωντανή διακήρυξη της συνέχειας στις μεγάλες κατακτήσεις μας.
Ο Πρόεδρος θα πρέπει να συμβολίζει την ενότητα του λαού και του έθνους και να έχει ως νομιμοποίηση τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή από το ευρύτερο δυνατό φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτό δεν συμβάλλει η δυνατότητα εκλογής “κομματικού” Προέδρου της Δημοκρατίας με την πλειοψηφία αποκλειστικά του κυβερνώντος κόμματος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η διάταξη αυτή συγκέντρωσε στη δεύτερη Βουλή μόνο τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Φυσικά, σημασία έχει και η πρακτική που αναπτύσσεται ως προς τις συνταγματικές προβλέψεις και πώς αυτές εφαρμόζονται. Δε σημαίνει, δηλαδή, ότι είναι αναγκαίο να επικρατήσει η “κομματική εκλογή” στην πράξη και να σταματήσει η επιλογή για το αξίωμα προσώπων τα οποία δεν ανήκουν στην παράταξη που κυβερνά.
ΙΙ. Λοιπά ζητήματα
α. Θεσμοθέτηση Συντάγματος 1975
Άλλες οργανωτικές διατάξεις που προβλέπονται στο Σύνταγμα του 1975 αφορούν την άσκηση του νομοθετικού έργου σε Τμήματα της Βουλής, την πρόβλεψη του θεσμού των νόμων πλαισίων, αλλά και διαδικασίας εφικτής για συνταγματική αναθεώρηση, η οποία αποτέλεσε το πλαίσιο των αργότερα διεξαγόμενων αναθεωρήσεων. Επίσης, επιτρέπονται Βουλευτές Επικρατείας και με το άρθρο 102 παρ. 1 επιτρέπεται η ίδρυση περισσότερων βαθμίδων τοπικής αυτοδιοίκησης. Όσον αφορά τα δικαστήρια, τα φορολογικά ανάγονται σε τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ ιδρύεται και Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Πολύ σημαντικό είναι το 28ο άρθρο του Συντάγματος του 1975, το οποίο αποδέχεται την αρχή της υπεροχής του διεθνούς δικαίου έναντι του νόμου, επιτρέποντας υπό όρους την καθιέρωση περιορισμών στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας και την αναγνώριση συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα οργανισμών. Ρυθμίζοντας, έτσι, τις σχέσεις του ελληνικού κράτους με τα λοιπά κράτη και τους διεθνούς οργανισμούς, αλλά και με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το Σύνταγμα του 1975 διευκολύνει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και καθιστά το ελληνικό δίκαιο κοινωνό της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κεντρικός πυλώνας του Συντάγματος του 1975, έπειτα από την εμπειρία της δικτατορίας, ήταν και η ενίσχυση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η περιβολή τους με εγγυήσεις τόσο με γενικές ρήτρες όσο και με πολλές επιμέρους διατάξεις. Αποκαταστάθηκε με την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 η ουσιαστική συνταγματική νομιμότητα με την πρόβλεψη σε αυτό ικανών εγγυήσεων αυτής και συμπεριλήφθηκαν θεμελιώδεις αρχές και διακηρύξεις, που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του. Κατοχυρώθηκε η προστασία πολλών ατομικών δικαιωμάτων, ενώ αναγνωρίστηκε σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων, που προηγούμενα ελληνικά Συντάγματα εκτός του Συντάγματος του 1927 είχαν αγνοήσει.
Καταρχάς, κατοχυρώθηκε η προσωπική ελευθερία, το δικαίωμα στη φυσική κίνηση δηλαδή του άρθρου 5 παρ. 3 Σ, καθώς και οι περιορισμοί στην επιβολή ατομικών διοικητικών μέτρων επιβαλλομένων πια αποκλειστικά σε περιπτώσεις εξαιρετικές, αλλά και οι πρόσθετες εγγυήσεις σχετικά με τα ανώτατα όρια προφυλάκισης του άρθρου 6 Σ. Ο συνταγματικός νομοθέτης δεν περιορίστηκε στην προστασία του πολίτη από την αυθαιρεσία της διοίκησης, αλλά παρείχε και τα συγκεκριμένα δικαιώματα με τα οποία χορηγείται μια πρόσθετη στρώση προστασίας είτε ενεργοποιείται ο έλεγχος νομιμότητας κατά πράξεων της διοικήσεως. Τα λεγόμενα, δηλαδή, διαδικαστικά ή διοικητικά δικαιώματα, όπως το α.20 παρ. 1,2 Σ, η αξίωση δηλαδή παροχής εννόμου προστασίας (παρ.1), το οποίο σημαίνει όχι απλώς δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, αλλά και ίση και δίκαιη αντιμετώπιση από αυτό, καθώς επίσης και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (παρ.2). Όπως επίσης το α.8 Σ, και το α10 Σ και το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές.
Με κύριο στόχο την οριοθέτηση των σχέσεων πολίτη και κρατικής εξουσίας κατοχυρώθηκαν εγγυήσεις που συνέθεταν την έννοια του ουσιαστικού κράτους Δικαίου. Στο Σύνταγμα συμπεριλήφθηκαν και θεμελιώδεις αρχές και διακηρύξεις με τις οποίες η φυσιογνωμία του προσδιορίστηκε. Το Σύνταγμα 1975 κατοχύρωσε τόσο την αρχή της γενικής ισότητας και του γενικού δικαιώματος της ελευθερίας όσο και ειδικότερες εκδηλώσεις αυτών και πρόσθετες εγγυήσεις τους. Προστατεύθηκε η αξία του ανθρώπου, ως θεμέλιο ενός δικαιικού συστήματος, και η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας. Αναγνωρίστηκε η λαϊκή κυριαρχία για τη διασφάλιση και την προαγωγή των συμφερόντων του λαού.
Με το Σύνταγμα του 1975 πριν τη ρητή κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους, ο “διασφαλιστικός” και “παροχικός” ρόλος της πολιτείας εξυπηρετούνταν από μια σειρά διατάξεων, που θέσπιζαν τόσο τα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα όσο και τις αντίστοιχες εγγυήσεις τις θεσμικές και αποτελούσαν τη κοινωνική διάσταση των ατομικών δικαιωμάτων. Παραδείγματα αποτελούν τα δικαιώματα των εργαζομένων (όσα πήγαζαν από τη προστασία της εργασίας ως θεσμού, όπως η συνδικαλιστική ελευθερία, και όσα βασίζονταν στο άρθρο 5 Σ σχετικά με την πρόσβαση και την ελευθερία επιλογής εργασίας), οι ειδικότερες εκδηλώσεις της ισότητας, όπως η ισότητα των φύλων, οι κοινωνικές δεσμεύσεις που συγκροτούσαν το κράτος πρόνοιας, τη για τους ασθενέστερους κοινωνικά ή οικονομικά μέριμνα (όπως η προστασία της αγροτικής ζωής, της οικογένειας, της πολυτεκνίας).
Στο άρθρο 29 του Σ 1975 υφίσταται πρωτοφανής ρύθμιση αναφορικά με τα πολιτικά κόμματα, των οποίων η ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής προβλέπεται αυτόνομα και για πρώτη φορά. Προσανατολισμός της οργάνωσης και της δράσης των πολιτικών κομμάτων οφείλει να είναι η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πράγματι, σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο ρόλος του θεσμού των πολιτικών κομμάτων αναδεικνύεται σε ύψιστο, καθώς αυτά συνιστούν διαχρονικά τον αποκλειστικό κοινωνικά και δημοκρατικά νομιμοποιημένο φορέα συμμετοχής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Το Σύνταγμα του 1975 συμβάλλει, εξάλλου, στην επικράτηση συνθηκών πολιτικής ελευθερίας μεταξύ υποκειμένων ίσων πολιτικά (δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αρχή της ίσης και της αναλογικής ψήφου). Πρόδρομος και συντελεστής της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων υπήρξε η θεσμική εγγύηση της ομαδοποιητικής δράσης των πολιτών, η οποία επετεύχθη με την ρητή κατοχύρωση το 1911 της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι χάρη στη συμβολή του Α.Σβώλου και του Ν.Σαρίπολου.
β. Αναθεώρηση 2001
Αν και είχε προαναγγελθεί ήδη από το 1993, η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος κυοφορήθηκε επί σειρά ετών. Τον Ιούνιο του 1997 υποβλήθηκαν προτάσεις για αναθεώρηση από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες παρατηρείται ότι δεν έρχονταν σε αντίθεση σε γενικές γραμμές. Μετά την διενέργεια των εθνικών εκλογών του 2000 συγκροτήθηκε η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων. Η διαδικασία αναθεώρησης ξεκίνησε στην Ολομέλεια της Βουλής τον Ιανουάριο του 2001 και περατώθηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους με το από 6ης Απριλίου ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Η αναθεώρηση ολοκληρώθηκε επίσημα στις 17 Απριλίου 2001 και είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση 79 άρθρων, τουλάχιστον δηλαδή του ενός τρίτου του συνόλου των άρθρων του Συντάγματος, συνιστώντας τη δεύτερη χρονικά αναθεώρηση και την εκτενέστερη έως τον ενεστώτα χρόνο.
Κατά την θέσπιση της Αναθεώρησης του 2001, υπήρχε κλίμα πολιτικής συναίνεσης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία), ενώ απουσίαζαν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και ο διάλογος ήταν πτωχός. Κατά τον Φ. Σπυρόπουλο, η Αναθεώρηση του 2001 δεν περιείχε ιδιαίτερες καινοτομίες, ενώ ο Α. Παντελής θεωρεί πως ρυθμίστηκαν δευτερεύοντα κατά βάση ζητήματα και ότι συμπεριλήφθηκαν θεματικές που ρυθμίζονταν ήδη σε κατώτερο επίπεδο. Ο Νίκος Αλιβιζάτος θεωρεί ότι η αναθεώρηση του 2001 ήταν προσανατολισμένη προς το παρελθόν περισσότερο παρά προς το μέλλον και την κρίνει ως “ιδεολογικοπολιτικά θολή”. Παρόλο που η συνταγματική αναθεώρηση δεν συνεπαγόταν κεφαλαιώδη βελτίωση στην κανονιστική ποιότητα του Συντάγματος, σύμφωνα με τον Κώστα Χρυσόγονο επήλθαν στο συνταγματικό κείμενο επιμέρους βελτιώσεις και πρέπει αυτή να αποτιμηθεί θετικά σε γενικές γραμμές. Τέλος, έχει υποστηριχθεί πως η αναθεώρηση του 2001 επέδρασε εκσυγχρονιστικά στο Σύνταγμα και διεύρυνε σημαντικά τον κατάλογο των προστατευόμενων δικαιωμάτων συνιστώντας τομή για τον πολιτικό και συνταγματικό μας πολιτισμό.
Με την αναθεώρηση του 2001 αναγνωρίζονται νέα συνταγματικά δικαιώματα και ενισχύεται η προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, κατοχυρώνονται τα δικαιώματα στην πληροφόρηση και στη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας, στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην προστασία της γενετικής ταυτότητας και άλλων. Καθιερώνεται, επίσης, η αρχή της κάθετης ισχύος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αναλογικότητας, ενώ αναγνωρίζεται ρητώς η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, επιβεβαιώνοντας τον διαφαινόμενο από πρότερα κοινωνικό προσανατολισμό και περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων.
Άλλη συνταγματική πρόβλεψη της οποίας η συλλογιστική και η χρησιμότητα επανεπιβεβαιώνεται με την αναθεώρηση το 2001 αποτελεί η πρόβλεψη για δυνατότητα ίδρυσης περισσότερων βαθμίδων τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς μέσω της αναθεώρησης κατοχυρώνεται συγκεκριμένα δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης. Μια προσθήκη στο Σύνταγμα αφορά την αναγνώριση ανεξάρτητων διοικητικών αρχών. Ειδικότερα με τα άρθρα 9Α, 15§2, 16§2, 19§2, 103§7 και 103§9 κατοχυρώθηκαν οι αντίστοιχες ανεξάρτητες αρχές: η Αρχή Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών, το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού και ο Συνήγορος του Πολίτη και με το άρθρο 101Α υποβάλλονται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές μετατίθενται πολιτικές ευθύνες, ενώ τα κόμματα καθορίζουν ουσιαστικά τα μέλη τους. Αναφορικά με το ΕΣΡ, αυτό αναλαμβάνει τον κρατικό έλεγχο της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης με το άρθρο 15§2, ενώ προβλέπονται και νέες διατάξεις για τη διαφάνεια στη λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Μεταβολή επέρχεται στις προϋποθέσεις τροποποίησης του εκλογικού νόμου. Αναλυτικότερα, απαγορεύεται η αιφνιδιαστική αλλαγή του εκλογικού νόμου με σκοπό την εργαλειοποίησή του πολιτικά, καθώς προβλέπεται πως αυτός ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές αν δεν υπερψηφιστεί από τα 2/3 του συνόλου της Βουλής. Προβλέπεται επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών και νέο νομοθετικό πλαίσιο για την ποινική δίωξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Ως προς την άσκηση του κοινοβουλευτικού έργου, ο ρόλος των κοινοβουλευτικών επιτροπών ενισχύεται μετασχηματίζοντας την οργάνωση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου. Η νομοθετική διαδικασία απλοποιείται.
Στο πεδίο των διατάξεων που αφορούν τη δικαιοσύνη λαμβάνουν χώρα αρκετές αλλαγές. Ειδικότερα, προστίθεται ρητά η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις (95§5), επεκτείνονται οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενώ με το άρθρο 88§2β΄ ανατίθεται η εκδίκαση των μισθολογικών διαφορών στο Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικίας. Προβλέπεται τετραετής θητεία για όλους τους επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Επίσης μια σημαντική αλλαγή πραγματοποιείται στον τρόπο λειτουργίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, καθώς με το άρθρο 100Σ προβλέπεται ότι σε περίπτωση κήρυξης ενός νόμου αντισυνταγματικού από το δικαστήριο, τότε το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει στην οικεία ολομέλεια. Έχει υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση πραγματοποιήθηκε με απώτερο σκοπό την αποδυνάμωση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η απόπειρα περιορισμού των εξουσιών του οποίου έχει υποστηριχθεί ότι υπήρξε κεντρική αιτία της αναθεώρησης, αν και η πλειοψηφία των προτάσεων αυτής της κατεύθυνσης δεν ψηφίστηκαν.
γ. Αναθεώρηση 2008
Η συνταγματική Αναθεώρηση του 2008 αποτελεί την τρίτη χρονικά αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975. Αν και οι προτάσεις προς αναθεώρηση που είχαν υποβληθεί από πλευράς της Νέας Δημοκρατίας κατά την περίοδο 1996 έως 2000 ήταν σίγουρα εκτενέστερες, ωστόσο και με τη νέα της πρόταση προτεινόταν η αναθεώρηση αρκετών συνταγματικών άρθρων, 23 στο σύνολό τους. Διακρίνονταν κυρίαρχα δυο προτάσεις, αφενός η πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 16, προκειμένου να καταστεί εφικτή η λειτουργία και ιδιωτικών πανεπιστημίων, πρόθεση η οποία συζητείται και εξαγγέλλεται και στον ενεστώτα πολιτικό διάλογο και αφετέρου η πρόταση για μετεξέλιξη του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου σε Συνταγματικό Δικαστήριο. Προτάθηκε να τροποποιηθεί τότε και το σχετικό με
Εντέλει με την αναθεώρηση του 2008 επήλθαν ελάχιστες τροποποιήσεις χωρίς σπουδαιότητα. Το ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε να συνεργαστεί με τη ΝΔ και τον Μάιο του 2008 αναθεωρήθηκαν μόνο τρία άρθρα του Συντάγματος. Πρώτον, αναθεωρήθηκε το άρθρο 57 παρ. 1 επιφέροντας την κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών που είχε θεσπισθεί το 2001. Δεύτερον, αναθεωρήθηκε το άρθρο 79 παρ. 1 το οποίο αναφέρεται στην ψήφιση του προϋπολογισμού και την παρακολούθηση της εκτέλεσής του και, τρίτον, το άρθρο 101, που επιτρέπει πλέον τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ των νησιωτικών αλλά και υπέρ των ορεινών περιοχών της χώρας.
δ. Αναθεώρηση 2019
Η πιο πρόσφατη αναθεώρηση του συνταγματικού κειμένου του 1975 πραγματοποιήθηκε το 2019. Είχε προταθεί ήδη από το 2014 από την Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του τότε Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, συστάθηκε για αυτήν επιτροπή διαλόγου το 2016 με πρωτοβουλία του τότε Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, για να ολοκληρωθεί εντέλει στις 25 Νοεμβρίου του 2019, επί πρωθυπουργίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Δεν είχε τη δυναμική της αναθεώρησης του 1986, η οποία συνέβαλλε στην εξισορρόπηση των εξουσιών εντός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, ούτε και του 2001, που διακρίθηκε για τις εκτεταμένες ρυθμίσεις της με εκσυγχρονιστικό περιεχόμενο. Διέθετε, ωστόσο, μεγαλύτερη υπόσταση από την αναθεώρηση του 2008. Παρότι δε διακρινόταν από ιδιαίτερη τόλμη, βάθος ή καινοτομία, η αναθεώρηση του 2019 εισέφερε βελτιώσεις σε ορισμένα ζητήματα διόλου αδιάφορα ή ασήμαντα.
Αναφορικά με τις βουλευτικές ασυλίες, διευκρινίστηκαν οι προϋποθέσεις τους και εκλογικεύτηκε το ακαταδίωκτο των βουλευτών. Η ανάθεση ευθύνης τήρησης της ορθής διαδικασίας (απόφανση εντός τριμήνου και έλεγχος σύνδεσης με την πολιτική δράση βουλευτή) στον Πρόεδρο της Βουλής είναι πιο σημαντική από τη ρητή σύνδεση των αδικημάτων με τα βουλευτικά καθήκοντα, που ακολουθούνταν ούτως ή άλλως στην πράξη από τη Βουλή τα τελευταία έτη. Σχετικά με την ποινική ευθύνη Υπουργών, η προνομιακή παραγραφή της αποσβεστικής προθεσμίας για την παραγραφή της υπουργικής δίωξης απαλείφθηκε, απάλειψη για την οποία επιτεύχθηκε η μεγαλύτερη πλειοψηφία στην αναθεωρητική Βουλή (274 ψήφοι). Σύμφωνα με κριτική που υφίσταται, βέβαια, από την άσκηση δίωξης κατά Υπουργών θα έπρεπε η Βουλή να απεμπλακεί συνολικά.
Αναφορικά με τις ανεξάρτητες αρχές, διευκολύνθηκε η εκλογή ηγεσιών ανεξάρτητων αρχών μέσω της ελάττωσης της απαιτούμενης πλειοψηφίας από τα 4/5 στα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων. Επίσης, προβλέφθηκε ρητά στο Σύνταγμα η παράταση της θητείας των απερχόμενων μελών μέχρι να διοριστούν τα νέα. Σκοπός συνιστά η αποφυγή της βραχυκύκλωση της λειτουργίας τους.
Σχετικά με τις εξεταστικές επιτροπές, προβλέφθηκε η δυνατότητα σύστασης τους από τη μειοψηφία με την υποβολή προτάσεως τουλάχιστον 10 βουλευτών (άρθρο 68 παρ. 2) και την υπερψήφιση από 120 τουλάχιστον βουλευτές. Ως επουσιώδης αλλαγή κρίνεται η εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών δικαστών με τα λοιπά τακτικά δικαστήρια και λειτουργούς και η πρόβλεψη για θέσπιση βαθμολογικής και πειθαρχικής αντιστοιχίας.
Στις ρυθμίσεις για τα κοινωνικά δικαιώματα θεσμοθετήθηκε σύστημα ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος. Επρόκειτο για μία εκ των δύο 2 διατάξεων που είχαν προτείνει κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης στην πρώτη Βουλή και η κυβέρνηση τις υιοθέτησε στην πορεία. Έστω και με διάταξη αμιγώς κατευθυντήρια, καθίσταται υποχρεωτική η ψήφιση ενός νόμου για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης, με σκοπό να υπόκεινται σε επιτακτικότερο δικαστικό έλεγχο μέτρα που θα συγκρούονται με αυτήν την συνταγματικής κατοχύρωσης έννοια. Ο Χ. Σωτηρέλης επικρίνει τη διατύπωση “ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα”, θεωρώντας ότι αυτή δεν κατοχυρώνει ένα συνολικότερο κοινωνικό δίκτυ προστασίας, με το οποίο η πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων θα καθίσταται δεσμευτική.
Τη δεύτερη εκ των δύο διατάξεων που υιοθετήθηκαν στην πορεία από την κυβέρνηση αποτελεί ο θεσμός της λαϊκής πρωτοβουλίας για προτάσεις νόμων. Η καθιέρωση δυνατότητας των πολιτών να αιτούνται να επιληφθεί η Βουλή κοινωνικού ζητήματος έχει μεγάλη σημασία και η εξαίρεση θεμάτων δημοσιονομικών, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας δικαιολογείται, αν σκεφτούμε αντίστοιχους περιορισμούς που ισχύουν για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα, οι ρυθμίσεις της νέας παραγράφου 4 του άρθρου 54 που αφορούν την ψήφο των αποδήμων περιλαμβάνουν πολλές λεπτομέρειες, οι οποίες θα μπορούσαν να τεθούν από τον νόμο. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε, υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, την ρητώς αναφερόμενη στο ισχύον Σύνταγμα επιστολική ψήφο και επέβαλε πρόσθετες προϋποθέσεις ως προς την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, που είναι αμφίβολου ταιριάσματος με τις γενικές, για όλους τους εκλογείς, αρχές του άρθρου 51 και δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων.
Διαπιστώσεις- Συμπεράσματα
Συγκεντρωτικά, το Σύνταγμα του 1975 συνιστά πρότυπο Συντάγματος για τις μετέπειτα αναθεωρήσεις του 1986, του 2001, την “άγονη” αναθεώρηση του 2008 και την αναθεώρηση του 2019, με τις οποίες οι κατακτήσεις της πρώτης περιόδου ισχύος του Συντάγματος στα περισσότερα ζητήματα επιβεβαιώθηκαν εκ νέου, σε κάποιες περιπτώσεις επεκτάθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν, ενώ η ταυτότητά του εκσυγχρονίστηκε με τις παρεμβάσεις τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 το ελληνικό κράτος αναμφισβήτητα γνωρίζει την πιο ομαλή και σταθερή πολιτειακή, συνταγματική και κοινοβουλευτική εποχή του χωρίς να ελλείπουν οι αστοχίες με ένα ανθεκτικό, ωστόσο, “συνταγματικό κεκτημένο”.
Όσον αφορά στον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρατηρείται ότι αυτός έχει διέλθει μια σειρά αλλαγών από την αρχική ρύθμισή του στο Σύνταγμα του 1975. Επιθυμία των εμπνευστών των αρχικών ρυθμίσεων του Συντάγματος ήταν η ύπαρξη ενός ισχυρού Προέδρου της Δημοκρατίας ως ρυθμιστή του πολιτεύματος, εφοδιασμένου με αρμοδιότητες με διακριτική ευχέρεια, ικανού να συγκρουστεί με την εκτελεστική εξουσία και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως “παίκτης αρνησικυρίας”. Φυσικά, οι εκτεταμένες αρμοδιότητες που του αποδόθηκαν, οι προεδρικές “υπερεξουσίες” όπως ονομάσθηκαν, και συγκεκριμένα η δυνατότητα αντιπλειοψηφικής διάλυσης της Βουλής που διέθετε νόθευε τον κοινοβουλευτισμό.
Η παράδοση ακριβώς του κοινοβουλευτισμού από κοινού με την νομοθετική ενίσχυση της κυβέρνησης στον ελληνικό χώρο ήδη πριν το 1986 εκδηλώθηκαν και στην αναθεώρηση του 1986 επιφέροντας εν μέρει μια προσαρμογή στην πραγματικότητα με την αφαίρεση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας των “υπερεξουσιών” που κατείχε νωρίτερα. Επακολούθησε η στροφή του πολιτεύματος προς τον “πρωθυπουργοκεντρισμό” και τράφηκε η αντίληψη του ρόλου του αρχηγού του κράτους ως διεκπεραιωτικού, παραμερίζοντας τη ρυθμιστική του συνεισφορά. Το 2019, εντέλει, καταργήθηκε και η ρήτρα της διάλυσης της Βουλής για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ προβλέφθηκε δυνατότητα εκλογής του με σχετική πλειοψηφία. Η πρόβλεψη αυτή ιδρύει τη δυνατότητα εκλογής “κομματικού” Προέδρου της Δημοκρατίας, κάτι που δεν αρμόζει στον ρυθμιστικό του ρόλο ως υπερκομματικού ενοποιητικού αρχηγού του κράτους. Εντέλει, βέβαια, έχει σημασία και η πρακτική που αναπτύσσεται και δεν χρειάζεται να παραμεριστεί το συνταγματικό έθιμο κατά το οποίο εκλέγεται Πρόεδρος πρόσωπο εκτός του κυβερνώντος κόμματος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία και Ιστογραφία
- Αλιβιζάτος, Ν. (2001) Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, Αθήνα, εκδόσεις Πόλις
- Αλιβιζάτος, Ν. (2011) Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010, Αθήνα, εκδόσεις Πόλις
- Παντελής, Α. (2018) Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, 4η έκδοση εμπλουτισμένη
- Σπυρόπουλος, Φ. (2020) Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Κομοτηνή, εκδόσεις Σάκκουλα
- Σπυρόπουλος, Φ. (1990) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδόσεις Σάκκουλα
- Χρυσόγονος, Κ. (2022) Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Σάκκουλα, 3η αναθεωρημένη έκδοση
- Συνέντευξη Κοντιάδη στην εφημερίδα “Έθνος”, 29/01/2006, από την ιστοσελίδα του Ξ. Κοντιάδη
- https://www.syntagmawatch.gr/youth-view/apo-thn-ptwsh-ths-diktatorias-sth-thespish-tou-syntagmatos-tou-1975/
- https://ekyklos.gr/sb/517-apo-to-metapoliteftiko-syntagmatiko-kektimeno-sto-avevaio-politeiako-simera.html
- https://www.kathimerini.gr/politics/561149056/to-syntagma-kai-oi-yperexoysies/
- https://www.constitutionalism.gr/manitakis-mini-anatheorisi-2008/
- https://www.constitutionalism.gr/2019-11-23-sotirelis-agoni-anatheorisi/
- https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apotimodas-ti-syntagmatiki-anatheorisi/
- https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/afieroma-i-diadikasia-anadeixis-tou-proedrou-tis-dimokratias/
- https://youtu.be/pcEMkRBCak8