Δικηγορικά Γραφεία Κωνσταντίνας Λεκκάκου & Συνεργατών
Με την απόφαση αυτή αίρεται μία χρονίζουσα αδικία σε βάρος των εγγυητών και αποκαθίσταται το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Διαμορφώνεται επίσης σπουδαία νομολογία εν όψει των μελλοντικών δικών και ενισχύεται δραστικά η διαπραγματευτική δύναμη των εγγυητών
Ο δικαστικός χειρισμός υποθέσεων που αφορούν σε περιπτώσεις εγγυητών σε δανειακές συμβάσεις, με σκοπό την ελευθέρωσή τους από την εγγύηση, υπήρξε ανέκαθεν εξαιρετικά απαιτητικός και πολυδιάστατος.
Ο χειρισμός αυτός συνέτεινε συνήθως στην ανάδειξη της πλάνης των εγγυητών περί της έκτασης της εγγυητικής τους ευθύνης καθώς συνήθως μετά την μεταφορά της οφειλής σε οριστική καθυστέρηση και την έναρξη των καταδιωκτικών μέτρων οι τελευταίοι συνειδητοποιούσαν ότι η ευθύνη τους δεν εξαντλούνταν στο προσημειωμένο τους ακίνητο αλλά εκτεινόταν στο σύνολο της περιουσίας τους.
Συνέτεινε επίσης στην ανάδειξη της αναγκαιότητας της ελευθέρωσης του εγγυητή σε περιπτώσεις διαιώνισης της ευθύνης του και διόγκωσης της οφειλής του με υπέρογκους τόκους ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τράπεζες επαναπαυόμενες στην εγγύηση καθυστερούσαν χαρακτηριστικά να λάβουν μέτρα κατά του οφειλέτη πολλές φορές μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε ο τελευταίος καθίστατο αναξιόχρεος.
Εντελώς πρόσφατα εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο Καλύμνου η υπ’ αριθμ. 38/2022 απόφασή του, εκδοθείσα κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων. Για πρώτη φορά με την απόφαση αυτή θεωρείται καταχρηστική η παραίτηση από την ένσταση δίζησης, την οποία παγίως υπογράφουν οι εγγυητές σε τραπεζικές συμβάσεις εν αγνοία τους, καθώς τις περισσότερες φορές λαμβάνουν προφορικές διαβεβαιώσεις από τους ιθύνοντες των τραπεζών ότι η εγγύησή τους έχει χαρακτήρα διαδικαστικό και απαιτείται τυπικά προκειμένου ο δανειολήπτης να λάβει την χρηματοδότηση.
Πράγματι, στην Ελλάδα των ισχυρών ακόμη συγγενικών και φιλικών δεσμών, πολλοί συμπολίτες μας υπογράφουν ως εγγυητές θεωρώντας ότι η τράπεζα θα στραφεί εναντίον τους μόνο εφόσον εξαντληθεί κάθε περιθώριο κατά του δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη. Η ένσταση διζήσεως που προβλέπεται ρητά από τον Αστικό Κώδικα προβλέπει ακριβώς ότι ο εγγυητής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει πρώτα αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, οπότε ο εγγυητής θα ευθύνεται μόνο εφόσον αυτή αποβεί άκαρπη. Οι τράπεζες επί δεκαετίες φρόντιζαν να συμπεριλαμβάνεται στις συμβάσεις τους όρος παραίτησης του εγγυητή από την ένσταση αυτή με αποτέλεσμα να μπορούν να στραφούν απευθείας εναντίον του παρακάμπτοντας τον ίδιο τον δανειολήπτη! Με την ίδια απόφαση τονίζεται επίσης η ακυρότητα όρων σε δανειακές συμβάσεις που προβλέπουν την διατήρηση στο ακέραιο της ευθύνης του εγγυητή ακόμη και στην περίπτωση που από δόλο ή βαρεία αμέλεια της τράπεζας καταστεί αδύνατη η ικανοποίησή της από τον πρωτοφειλέτη -δανειολήπτη, ανοίγοντας οδούς για την κατά περίπτωση ελευθέρωση εγγυητών. Χαρακτηριστική περίπτωση τουλάχιστον βαρείας αμέλειας είναι η εκ μέρους της τραπέζης χαρακτηριστική καθυστέρηση για την αξίωση της οφειλής από τον δανειολήπτη – πρωτοφειλέτη.
Σε κάθε περίπτωση η κήρυξη της ακυρότητας τέτοιων όρων ταυτίζεται και με το κοινό περί δικαίου αίσθημα με δεδομένο ότι σχετικοί όροι έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγύησης και δέσμευαν υπέρμετρα τον εγγυητή.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω καθίσταται άμεσα αντιληπτό ότι οι εγγυητές μπορούν πλέον αφενός να επιδοθούν αποτελεσματικότερα στον δικαστικό αγώνα για την ελευθέρωσή τους, αφετέρου να ενισχύσουν δραστικά την διαπραγματευτική τους ισχύ με σκοπό την οριστική διευθέτηση της οφειλής.
Εν κατακλείδι, τα ανωτέρω αποτελούν έναυσμα για εγρήγορση εκ μέρους των εγγυητών. Με την κατάλληλη εξέταση της κάθε περίπτωσης από εξειδικευμένους νομικούς και με συνδυασμό δικαστικού αγώνα και εξωδικαστικής διαπραγμάτευσης οι εγγυητές μπορούν να έχουν πολλά και απροσδόκητα έως σήμερα κέρδη.