ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Η ποινική αντιμετώπιση των φαινομένων της βίας και της χειραγώγησης αγώνων στη σύγχρονη αθλητική πραγματικότητα[1].
Προσυνεννοημένοι αγώνες, χειραγωγημένοι αγώνες είναι έννοιες συνώνυμες που αποδίδουν ένα θλιβερό φαινόμενο παρασκηνιακών διεργασιών επέμβασης στην μορφή, εξέλιξη και το αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα το πιο σοβαρό παράπτωμα ήταν η δωροδοκία, για την οποία οι Ελλανοδίκες, οι άρχοντες δηλαδή των Ολυμπιακών Αγώνων, επέβαλαν βαριά πρόστιμα. Μάλιστα λέγεται ότι μία φορά επέβαλαν βαρύ πρόστιμο στον Αθηναίο αθλητή του πένταθλου Κάλλιπο. Οι Αθηναίοι έστειλαν στην Ολυμπία τον ρήτορα Υπερείδη για να πείσει τους Ηλείους να απαλλάξουν τον αθλητή τους από το βαρύ αυτό πρόστιμο. Πλην όμως οι Ηλείοι δεν πείστηκαν στις δικαιολογίες του Υπερείδη και ζήτησαν την καταβολή του προστίμου. Μάλιστα τότε οι Αθηναίοι χρειάστηκε να προσφύγουν στο Μαντείο των Δελφών για να χρησμοδοτήσει για κάποιο θέμα. Το Μαντείο αρνήθηκε να χρησμοδοτήσει, πριν πληρωθεί το πρόστιμο. Βλέπομε δηλαδή ότι και το Μαντείο ερχόταν αρωγός στους Ηθικούς Ολυμπιακούς Νόμους. Με τα χρήματα που τελικά καταβλήθηκαν κατασκευάσθηκαν και στήθηκαν στην Ολυμπία 6 αγάλματα του Δία που ονομάζονταν Ζάνες (πληθυντικός του Ζευς), που τοποθετήθηκαν πριν την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη βάση των αγαλμάτων αναγράφονταν τα ονόματα των παραβατών. Η τοποθέτηση των Ζανών στο σημείο εκείνο δεν ήταν τυχαία, αλλά είχε σκόπιμη φιλοσοφική θέση. Την ώρα της εισόδου του αθλητή στον αγωνιστικό χώρο, στην συνείδηση του αθλητή ερχόταν αντιμέτωπο το υλικό συμφέρον με τον Ηθικό Ολυμπιακό Νόμο.
Υποθέσεις προσυνεννοημένων αγώνων έχουν επανειλημμένως απασχολήσει τα δικαστήρια στο παρελθόν. Η αναδίφηση στην σχετική ποινική νομολογία αναδεικνύει αρκετές αποφάσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ενδεικτικά θα αναφέρω μία περίπτωση που θεωρώ ότι είναι αντιπροσωπευτική και των όλων των λοιπών που απασχόλησαν τα Δικαστήρια στο παρελθόν. Αφορά δωροδοκία ποδοσφαιριστών για αλλοίωση αποτελέσματος ποδοσφαιρικού αγώνα. Επί τη ευκαιρία να λεχθεί ότι ως αλλοίωση του αποτελέσματος αγώνα θεωρείται κάθε διαφοροποίηση στο αποτέλεσμα αυτού σε σχέση με το ποιο θα ήταν σύμφωνα με την δυναμικότητα των αγωνιζομένων.
Η απόφαση που αναφέρθηκα είναι η με αριθ. ΑΠ 1551/1993, η οποία αφορά ποδοσφαιρικό αγώνα που έλαβε χώρα στις Σέρρες, τον μήνα Απρίλιο του έτους 1986 (Πανσερραικός- ΑΕΚ). Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος, που ήταν παλιός ποδοσφαιριστής της ομάδας ΑΕΚ, ζήτησε από ποδοσφαιριστή της ομάδας Πανσερραικού να έχει μειωμένη αθλητική απόδοση αυτός και δύο άλλοι συμπαίκτες του, εκ των οποίων ο ένας να είναι αμυντικός. Πράγματι μετά από μερικές ημέρες ξανασυναντήθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου ο κατηγορούμενος και οι τρεις παίκτες, πλην όμως αυτός ο οποίος παρουσιάσθηκε από τους δύο παίκτες της ομάδας του Πανσερραϊκού ως αμυντικός δεν ήταν αμυντικός παίκτης, αλλά ήταν αστυνομικό όργανο του Τμήματος Ασφαλείας Σερρών, δεδομένου ότι οι παίκτες της ομάδας του Πανσερραϊκού, που ανέφερα ανωτέρω, ενημέρωσαν το Τμήμα Ασφαλείας Σερρών. Στην συζήτηση που επακολούθησε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος υποσχέθηκε σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 1.700.000 δρχ. για να έχουν μειωμένη αθλητική απόδοση στον επικείμενο αγώνα και επιπλέον 300.000 δρχ. στον αμυντικό εάν έδινε πέναλτυ υπέρ της ομάδας ΑΕΚ. Μάλιστα ο κατηγορούμενος τους ανέφερε ότι ενεργούσε για λογαριασμό άλλου, που ήταν ο γενικός αρχηγός της ομάδας ΑΕΚ (επίσης κατηγορούμενος στην ως άνω υπόθεση), τον οποίο θα συναντούσαν την ημέρα εκείνη, αμέσως μετά, στο Εθνικό Στάδιο Σερρών, πράγμα όμως που δεν συνέβη, διότι ο κατηγορούμενος αντελήφθη ότι το αυτοκίνητό του ακολουθούνταν από δύο αυτοκίνητα του Τμήματος Ασφαλείας Σερρών και επακολούθησε καταδίωξη και η σύλληψή του. Στην υπόθεση αυτή καταδικάσθηκαν για δωροδοκία και ηθική αυτουργία σ΄αυτήν τα ανωτέρω δύο άτομα (παλιός ποδοσφαιριστής της ομάδας ΑΕΚ και ο Γενικός Αρχηγός της ομάδας ΑΕΚ, αντίστοιχα) και πειθαρχικά αφαιρέθηκαν βαθμοί από την ΑΕΚ. Αυτή αποτελεί κλασική περίπτωση από αυτές που απασχόλησαν παλαιότερα τα Δικαστήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνηθισμένη στην πράξη είναι αυτή η περίπτωση της δωροδοκίας, ήτοι η περίπτωση της δωροδοκίας με παρένθετο πρόσωπο, δηλαδή με τη μεσολάβηση άλλου προσώπου, για λόγους κάλυψης αυτού που θέλει να προσεγγίσει κάποιον με σκοπό να τον δωροδοκήσει. Υπάρχει και μία παραλλαγή της περίπτωσης αυτής, όταν, σε ελάχιστες περιπτώσεις, εμφανίζεται να προσφέρει δώρα στους αντίπαλους ποδοσφαιριστές ο Πρόεδρος της μιας των ομάδων, δεν υπάρχει δηλαδή αυτός που μεσολαβεί. Μϊα τέτοια περίπτωση αφορά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα (Ηρακλής – ΠΑΟΚ), που διεξήχθη το έτος 1980. Ο αγώνας αυτός έχει καταγραφεί στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως ένα από τα σκάνδαλα του ποδοσφαίρου (όπως και η προαναφερθείσα), όπου μάλιστα η μία ομάδα υποβιβάσθηκε στην Β΄ Εθνική (Ηρακλής), όταν ο αμυντικός της άλλης ομάδας (ΠΑΟΚ) κατήγγειλε ότι ο Πρόεδρος της ομάδας(Ηρακλή) του υποσχέθηκε χρήματα για να έχει μειωμένη αθλητική απόδοση.
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των υποθέσεων αυτών του παρελθόντος είναι ότι συνήθως η καταγγελία γίνεται από τον προσεγγιζόμενο και τις περισσότερες φορές έχουμε αυτόφωρη σύλληψη. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είναι συγκεκριμένα και εύκολα αποκαλύπτεται η ταυτότητα όλων των εμπλεκομένων, τα δε κίνητρα είναι, ανεξαρτήτως των τυχόν συμφωνουμένων οικονομικών ανταλλαγμάτων, αθλητικά, δηλαδή να βοηθηθεί βαθμολογικά η ομάδα που έχει ανάγκη.
Επίσης η δικαστική διερεύνηση των υποθέσεων αυτών πρέπει να είναι βαθιά και να ερευνά την συμμετοχή παντός εμπλεκομένου. Τούτο διότι, σε αντίθεση περίπτωση, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ο αυτός ποδοσφαιρικός αγώνας με κάποιους κατηγορουμένους (π.χ. τον Πρόεδρο και τον προπονητή της ομάδας) να κριθεί χειραγωγημένος από το Δικαστήριο και να κριθούν αυτοί ένοχοι και ο αυτός ποδοσφαιρικός αγώνας με άλλους κατηγορουμένους (π.χ. κάποιον ή κάποιους ποδοσφαιριστές ) να κριθεί ότι δεν ήταν χειραγωγημένος και να αρχειοθετηθεί η δικογραφία κατ΄άρθ. 43 Κ.Π.Δ. ή να εκδοθεί από το Δικαστήριο γι΄αυτόν τον λόγο αθωωτική απόφαση. Περαιτέρω θα πρέπει να λεχθεί ότι σήμερα λόγω ακριβώς του ότι τις περισσότερες φορές τα κίνητρα είναι στοιχηματικά, το έγκλημα αυτό συρρέει με άλλα εγκλήματα όπως το έγκλημα της (στοιχηματικής) απάτης σε βάρος των εταιρειών που προσφέρουν νόμιμα υπηρεσίες στοιχήματος, αλλά και αυτό της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αφού στο δαιδαλώδες δίκτυο του στοιχήματος μπορεί να διεισδύσει το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο ξεπλένει χρήμα που προέρχεται από άλλη παράνομη δραστηριότητα (π.χ. ναρκωτικά κ.λπ.). Περαιτέρω, δεδομένου ότι αυτού του είδους οι αξιόποινες πράξεις δεν είναι δυνατόν να τελεσθούν από ένα μόνο άτομο, από μία μονάδα, αλλά από περισσοτέρους, που λειτουργούν βάσει σχεδιασμού, συλλογικά, με κατανομή ρόλων, έχουν ιεραρχία και οργανωμένη δομή, δεν αποκλείεται να συρρέει και το έγκλημα του άρθ. 187&1ΠΚ (εγκληματικής οργάνωσης) ή της οργάνωσης του άρθ.187&3 Π.Κ., μίας ένωσης δηλαδή προσώπων με σκοπό την επίτευξη, εν προκειμένω, μεγάλης έκτασης πλουτισμού και η οποία (ένωση) οπωσδήποτε ενέχει ιδιαίτερη επικινδυνότητα. Επίσης δυνατόν να συρρέει και η πράξη του παράνομου στοιχήματος, ήτοι του στοιχήματος εκτός ΟΠΑΠ και των νομίμως λειτουργουσών στοιχηματικών εταιρειών. Σήμερα δηλαδή, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου συνήθως επρόκειτο για ένα έγκλημα, ήτοι της δωροδοκίας και δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα, τα πραγματικά περιστατικά των σχετικών υποθέσεων είναι πλέον περίπλοκα και συνήθως πρόκειται όχι για ένα έγκλημα αλλά για ένα πλέγμα πράξεων, έναν κύκλο αξιοποίνων πράξεων με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ο νομοθέτης το 2012 γνωρίζοντας ότι αντικείμενο στοιχηματισμού μπορεί να είναι οιοδήποτε γεγονός επιδεκτικό στοιχηματισμού και όχι μόνο το αποτέλεσμα του αγώνα, δεν αναφέρει πλέον στην υποκειμενική υπόσταση <<με σκοπό να αλλοιωθεί το αποτέλεσμα αγώνα…..>>, όπως πριν, αλλά << με σκοπό να επηρεάσει την εξέλιξη, την μορφή ή το αποτέλεσμα αγώνα>>, δεδομένου ότι ο στοιχηματισμός μπορεί να αφορά διάφορα γεγονότα του αγώνα.
Περαιτέρω o νομοθέτης το 2012 ενδιαφερόμενος για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκλημάτων αυτών προχωρεί σε μία ρύθμιση όπου κάμπτεται η αρχή της νομιμότητας που διέπει την ποινική δίκη χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι αν κάποιος από τους υπαίτιους των πράξεων της δωροδοκίας, δωροληψίας, της αθέμιτης παρέμβασης για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή συμβάλει ουσιωδώς στην τιμωρία τους, απαλλάσσεται από την ποινή για τις πράξεις αυτές. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά του προσώπου αυτού.Αν στο παρελθόν με τις διατάξεις για δωροδοκία και δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα προστατευόταν η γνησιότητα του αποτελέσματος αθλητικών αγώνων για να προστατευθεί η αρχή του ευ αγωνίζεσθαι, τώρα πλέον με τις σχετικές διατάξεις προστατεύεται η γνησιότητα του αποτελέσματος αγώνα όχι μόνο για να προστατευθεί η αρχή του ευ αγωνίζεσθαι, αλλά και για να προστατευθεί η περιουσία αόριστου αριθμού ανθρώπων που κινδυνεύει από την ύπαρξη μη καθαρών αγώνων.Γι΄αυτόν τον λόγο, σε προληπτικό επίπεδο, θα πρέπει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η πρώτη μέριμνα να ληφθεί κατά την αγωγή των παιδιών και εφήβων, στους χώρους που εκκολάπτονται οι νέοι αθλητές. Οι ανωτέρω πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με εκπαιδευτικά προγράμματα, με ενημερωτικά φυλλάδια και πάσης φύσεως εκπαιδευτικό υλικό από εκπαιδευτικούς, γυμναστές, προπονητές. Θα πρέπει αυτοί να αντιληφθούν ότι με τη χειραγώγηση του αγώνα καταστρέφεται το άθλημα, το θέαμα, η πραγματική δράση, το απρόβλεπτο και η αγωνία για την έκβαση του αγώνα και ότι απειλείται η αθλητική κοινότητα.
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΒΙΑ
Σημαντικός παράγοντας αύξησης του φαινομένου της βίας στα γήπεδα είναι η ψυχολογία του πλήθους, μέσα στο πλαίσιο της οποίας παρατηρείται μία αίσθηση ανωνυμίας, μία τάση μιμητισμού και μία διάχυση της ευθύνης. Βέβαια δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις πράξεις βίας πηγάζουν από την παραβατική κουλτούρα των οπαδών και δεν οφείλονται αμιγώς σε αντιπαλότητα μεταξύ των οπαδών των ομάδων. Το πέπλο της ανωνυμίας υπό το οποίο οι δράστες ενεργούν και παράλληλα η αίσθηση της μικρής πιθανότητας αποκάλυψης των δραστών οδηγεί στην αύξηση του φαινομένου. Πραγματικά σημαντικός λόγος αύξησης της εγκληματικής αυτής συμπεριφοράς είναι η μη εξιχνίαση των εγκλημάτων. Μόνον η ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας αποκάλυψης του δράστη μπορεί να οδηγήσει στην μείωση της σχετικής εγκληματικότητας. Η πολλάκις επικαλούμενη ανάγκη αυστηροποίησης των ποινών σε αδικήματα αθλητικής βίας φρονούμε ότι ελάχιστα δύναται να συμβάλει στον περιορισμό αυτής, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το υπάρχον νομοθετικό οπλοστάσιο είναι θωρακισμένο απέναντι σε πράξεις αθλητικής βίας. Πράγματι τόσο σε επίπεδο ουσιαστικού ποινικού δικαίου, όσο και σε επίπεδο ποινικοδικονομικού δικαίου, το νομοθετικό οπλοστάσιο είναι επαρκές. Ειδικότερα από πλευράς διατάξεων ουσιαστικού ποινικού δικαίου:Στην παρ. 1 του άρθ. 41ΣΤ Ν. 2725/1999, τιμωρείται η εκ προθέσεως βίαιη συμπεριφορά ( βιαιοπραγία- ρίψη αντικειμένου- κατοχή εύφλεκτων ή επικίνδυνων αντικειμένων- είσοδος και παραμονή σε αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή αθλητικής συνάντησης με καλυμμένα χαρακτηριστικά του προσώπου). Η παρ. 2 του αυτού άρθρου τιμωρεί την τέλεση οποιαδήποτε από τις ανωτέρω πράξεις με αφορμή μία αθλητική εκδήλωση πριν από την έναρξη ή μετά τη λήξη της ή μακριά από τον χώρο που προορίζεται για την εκδήλωση αυτήν και επίσης την χρήση εκφράσεων κατά τρίτων που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες.» Η παρ. 2 Α του αυτού άρθρου τιμωρεί εκείνον που χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας ή υπερβαίνοντας το δικαίωμά του αυτό, κατά τη διάρκεια αθλητικής συνάντησης ή αμέσως πριν από την έναρξη ή αμέσως μετά από τη λήξη της, εισέρχεται στον αγωνιστικό χώρο ή στον χώρο των αποδυτηρίων των αθλητών και των διαιτητών ή στους διαδρόμους που συνδέουν τους ανωτέρω χώρους και με σκοπό τη διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής του αγώνα ή την πρόκληση επεισοδίων, τελεί τις πράξεις της περ. β) της παρ. 1, δηλαδή βιαιοπραγεί ή απειλεί. Στην παρ. 3 προβλέπεται αυστηρότερη ποινή αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τελέστηκαν υπό περιστάσεις που μαρτυρούν ότι ο δράστης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ομαλή τέλεση των αθλητικών εκδηλώσεων. Στην ως άνω παράγραφο δίδεται ενδεικτικά («ιδίως») ο ορισμός του ιδιαίτερα επικίνδυνου. Συγκεκριμένα « Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδίως ο δράστης που αποδεικνύεται ότι έχει τελέσει στο παρελθόν αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αφορμή αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων ή συμμετέχει στην τέλεση των πράξεων έχοντας αρχηγικό ρόλο ή ενήργησε βάσει οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου ή προξένησε σημαντικής έκτασης φθορές ή βλάβες σε έννομα αγαθά τρίτων.»Η παρ. 4 προβλέπει ότι η τέλεση εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, τα οποία απαριθμεί, καθώς και κάθε αξιόποινης πράξης που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2, (πριν, μετά, κατά την διάρκεια, μακριά με αφορμή αθλητική εκδήλωση) θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση. Με την παρ.5 περ.α του άρθ. 41 ΣΤ, η ηθική αυτουργία και η συνέργεια σε εγκλήματα προβλεπόμενα στο άρθ. 41 ΣΤ ανάγονται σε αυτοτελή εγκλήματα. Ήδη με το άρθ. 41 ΣΤ περ. β Ν. 2725/1999, όπως η περ. β προστ. με Ν. 5085/2024, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον με δημόσιες δηλώσεις, ανακοινώσεις, δημόσιες καταχωρήσεις, δημοσιεύσεις υποκινεί, παροτρύνει, ενθαρρύνει ή διευκολύνει πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να οδηγήσουν στη διάπραξη αδικημάτων βίας ή απειλής βίας, σε βάρος των διοικητικών, δικαιοδοτικών, δικαστικών και πειθαρχικών οργάνων του επαγγελματικού αθλητισμού, των προσώπων που συγκροτούν τα όργανα διαιτησίας του επαγγελματικού αθλητισμού και γενικώς των διαιτητών, των μελών διοίκησης της οικείας αθλητικής Ομοσπονδίας, καθώς και κατά των αξιωματούχων επαγγελματικών Α.Α.Ε., καθώς και κατά δημοσιογράφων, οι οποίοι στο πλαίσιο της ιδιότητάς τους καλύπτουν ή καθ`οιονδήποτε τρόπο ή σχολιάζουν εκδηλώσεις επαγγελματικού αθλητισμού. Και στην περίπτωση αυτή έχομε αναγωγή πράξεων ηθικής αυτουργίας και συνέργειας σε αυτοτελή εγκλήματα. Η ως άνω νομοθετική πρόβλεψη περί τιμώρησης αυτών που προβαίνουν σε εμπρηστικές δημόσιες δηλώσεις, οι οποίες εκτρέφουν και υποδαυλίζουν την αθλητική βία, είναι ορθή και κινείται στην ορθή κατεύθυνση της εξάλειψης της διαιωνιζομένης τοξικότητας των δημοσίων δηλώσεων στον χώρο του αθλητισμού. Περαιτέρω προβλέπεται δυνατότητα του δικαστηρίου για επιεικέστερη μεταχείριση και συγκεκριμένα για επιβολή μόνον χρηματικής ποινής στον δράστη εμπρηστικών δηλώσεων ο οποίος πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορούμενου προβαίνει σε ανάκληση των ως άνω δηλώσεων με οποιοδήποτε πρόσφορο δημόσιο τρόπο. Η επιεικέστερη μεταχείριση, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου, δεν ισχύει σε περίπτωση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης. Έτσι επί αμετανοήτου δράστη, δεν χωρεί εφαρμογή της ως άνω διάταξης. Επίσης κατά την παρ. 10 του άρθ. 41 ΣΤ Ν. 2725/1999, τιμωρείται όποιος, σε τόπο και σε χρόνο που δεν συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, έχοντας σαφή αθλητική αναφορά και αθλητικό υπόβαθρο που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων κατέχει ή χρησιμοποιεί επικίνδυνα ή εύφλεκτα αντικείμενα, η απευθύνει ατομικά ή ως μέλος ομάδας σε τρίτους, εκφράσεις που προσβάλλουν την εθνική ταυτότητα των προσώπων αυτών ή είναι ρατσιστικού περιεχομένου ή προσβάλλει τον εθνικό ύμνο, τα ολυμπιακά σύμβολα ή τους ολυμπιακούς αγώνες.
Από πλευράς ποινικοδικονομικού δικαίου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, ότι τα αδικήματα του άρθ. 41ΣΤ (αθλητικής βίας) διώκονται αυτεπαγγέλτως, ότι για την εκδίκαση των αδικημάτων του άρθρου αυτού εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθρων 418 επ. Κ.Π.Δ., ότι σε κάθε περίπτωση αναβολής της εκδίκασης, είτε εντός του πλαισίου της αυτόφωρης διαδικασίας είτε μετά από παραπομπή στην τακτική διαδικασία κατ` άρθρο 426 Κ.Π.Δ., επιβάλλονται υποχρεωτικά περιοριστικοί όροι και ότι σε κάθε περίπτωση τα αδικήματα του άρθρου 41 ΣΤ εκδικάζονται εντός τριάντα (30) ημερών. Η ως άνω προθεσμία είναι μεν σημαντική για την επιτέλεση του σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε, δεν παύει όμως να είναι ενδεικτική. Περαιτέρω προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων απαγορεύεται η μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, η αναστολή εκτέλεσης αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 99 επ. Π.Κ. και ότι η έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, ήτοι ο καταδικασθείς θα εκτίσει την ποινή του.
Όπως προαναφέρθηκε, σημαντικός λόγος αύξησης της εγκληματικής αυτής συμπεριφοράς είναι η μη εξιχνίαση των εγκλημάτων. Είναι γεγονός ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός δικογραφιών που αφορά εγκλήματα αθλητικής βίας τίθεται το αρχείο αγνώστων δραστών. Για τον λόγο αυτό η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με Εγκύκλιό της[2] επεσήμανε την ανάγκη αξιοποίησης των επιτευγμάτων της σύγχρονης τεχνολογίας και γενικώς την ανάγκη συνδυαστικής χρήσης όλων των προσφόρων αποδεικτικών μέσων για την διαλεύκανση των αδικημάτων αυτών και την αποφυγή παραμονής των δραστών εκτός των τιμωρητικών μηχανισμών της Πολιτείας. Με την ως άνω εγκύκλιο επισημάνθηκε ότι η θέση στο «αρχείο αγνώστων δραστών» δικογραφιών αφορωσών αδικήματα αθλητικής βίας και η παραμονή των δραστών εκτός των μηχανισμών επιβολής κυρώσεων ενθαρρύνει αφενός μεν τους δράστες στην συνέχιση της έκνομης δραστηριότητάς τους, αφετέρου δε άλλα άτομα στην διάπραξη τοιούτων πράξεων.
Για την αντιμετώπιση, λοιπόν, αυτού του φαινομένου και συγκεκριμένα για τον καλύτερο έλεγχο και την εξατομίκευση της ευθύνης των οπαδών, προβλέπεται από το άρθ. 41 Ε Ν. 2725/1999, όπως ισχύει μετά τον Ν. 5085/2024, μεταξύ άλλων, ότι στις αθλητικές εγκαταστάσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται ως έδρες από τις Α.Α.Ε. που συμμετέχουν στα επαγγελματικά πρωταθλήματα ποδοσφαίρου της Α1 Εθνικής Κατηγορίας ανδρών (Super League 1) και καλαθοσφαίρισης της Α1 Εθνικής Κατηγορίας ανδρών (Basket League), για τη διεξαγωγή των αθλητικών συναντήσεων των παραπάνω εθνικών πρωταθλημάτων, των διοργανώσεων των Κυπέλλων Ελλάδος και των διεθνών διοργανώσεων, στις οποίες μετέχουν οι ως άνω Ανώνυμες Αθλητικές Εταιρείες (Α.Α.Ε.), καθώς και για τις αθλητικές συναντήσεις των εθνικών ομάδων ανδρών των δύο (2) παραπάνω επαγγελματικά οργανωμένων αθλημάτων, τοποθετούνται με ευθύνη των Α.Α.Ε. και λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα εποπτείας των χώρων και των προσώπων που ευρίσκονται σε αυτές.
Με τα ανωτέρω συστήματα πραγματοποιείται λήψη, αποθήκευση, επεξεργασία και αναπαραγωγή εικόνας ή εικόνας και ήχου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη μίας αθλητικής συνάντησης, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανίχνευση και καταγραφή τυχόν αξιοποίνων πράξεων. Επίσης, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη και του αρμόδιου για τον Αθλητισμό Υπουργού, η υποχρέωση διεξαγωγής αγώνων σε αθλητικές εγκαταστάσεις που διαθέτουν ηλεκτρονικά συστήματα εποπτείας μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες πρωταθλημάτων ή άλλων διοργανώσεων ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης ή πετοσφαίρισης ή σε πρωταθλήματα ή άλλες διοργανώσεις άλλων ομαδικών αθλημάτων.
Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 41 Γ Ν. 2725/1999, όπως ισχύει μετά τον Ν. 5085/2024, για τους αγώνες των εθνικών πρωταθλημάτων, καθώς και του κυπέλλου Ελλάδος όπου μετέχουν Α.Α.Ε. ή Τ.Α,Α., τα εισιτήρια εκδίδονται πάντοτε αριθμημένα και ονομαστικά, με τον αριθμό του εισιτηρίου να αντιστοιχεί σε μία θέση καθήμενου θεατή. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και ύστερα από εισήγηση της Δ.Ε.Α.Β. καθορίζονται και οι μεμονωμένοι αγώνες για τους οποίους πρέπει να εκδοθούν αριθμημένα και ονομαστικά εισιτήρια. Επίσης, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο, η αστυνομική αρχή δύναται οποτεδήποτε, εντός και εκτός των αθλητικών εγκαταστάσεων στις οποίες λαμβάνουν χώρα αθλητικές εκδηλώσεις, να διενεργεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, προκειμένου να διαπιστώνει την τήρηση των διατάξεων του άρθρου αυτού για την έκδοση και θέση σε κυκλοφορία καθώς και τη χρήση αποκλειστικά και μόνον ονομαστικών εισιτηρίων, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, από τα πρόσωπα των οποίων τα στοιχεία αναγράφονται επί του εισιτηρίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι σημαντικές. Βρίσκονται στην σωστή κατεύθυνση ανεύρεσης ριζικών λύσεων που ίσως διευθετήσουν τις αδυναμίες και πλημμέλειες του παρελθόντος. Οι σχετικές ρυθμίσεις (ονοματικά εισιτήρια, ηλεκτρονικά συστήματα εποπτείας )αποτελούν διαδικασία οπωσδήποτε διοικητική, η οποία όμως άπτεται και του ποινικού φάσματος υπό την έννοια ότι θα χρησιμεύσουν και στις ανοιχθησόμενες ποινικές διαδικασίες ως μία πηγή αποδεικτικών στοιχείων εντοπισμού και ταυτοποίησης των δραστών ή ως μία αδιάψευστη μαρτυρία μη ευθύνης προσώπων που δεν εμπλέκονται στην σχετική αξιόποινη συμπεριφορά.
Επιπροσθέτως, για την ενίσχυση της διαφάνειας όσον αφορά την λειτουργία των λεσχών φιλάθλων και για την σύννομη λειτουργία και τον αποτελεσματικό έλεγχο των λεσχών αυτών θεσπίζεται, από την διάταξη του άρθ. 41 Β Ν. 2725/1999, όπως ισχύει μετά τον Ν. 5085/2024, η ύπαρξη μίας λέσχης ανά έμβλημα ομάδας, η οποία πρέπει να λειτουργεί με την συναίνεση της ΠΑΕ και να έχει καταστατική έδρα στην έδρα της ΠΑΕ. Περαιτέρω καθορίζονται αυστηρές προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας μέλους της λέσχης, με σκοπό τον αποκλεισμό ατόμων με προφανή αντικοινωνική συμπεριφορά, και προβλέπεται ότι με την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος μέλους λέσχης για εγκλήματα αθλητικής βίας ή για άλλες πράξεις του ΠΚ, που ρητά αναφέρονται, στο πλαίσιο λειτουργίας της λέσχης, αναστέλλεται η άδεια λειτουργίας της λέσχης για χρονικό διάστημα από έναν (1) μέχρι δώδεκα (12) μήνες, κατόπιν απόφασης της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ενώ σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, που αφορούν ιδίως σε παραβατικότητα από μεγάλο αριθμό μελών ή σε τέλεση κακουργηματικής πράξης, οι σχετικές άδειες ανακαλούνται και δεν επιτρέπεται να εκδοθεί νέα άδεια για τουλάχιστον δύο (2) έτη. Είναι γεγονός ότι οι σχετικές ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του πρόσφατου Ν. 5085/2024 κινούνται στην ορθή κατεύθυνση της αναζήτησης ριζικών λύσεων για τον εντοπισμό των δραστών πράξεων αθλητικής βίας. Ειδικά, ως προς τις λέσχες φιλάθλων, ο Ν. 5085/2024 πραγματοποιεί οπωσδήποτε ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της άρσης της θολότητας του κλίματος που καλύπτει τον θεσμό των λεσχών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ελλείπει η διαφάνεια στην εν γένει λειτουργία των λεσχών, η υπόσταση των οποίων εκπέμπει μία νεφελώδη εικόνα.
Αξίζει να μνημονευθεί και η διάταξη του άρθ.41 Δ&1 εδ. τελ. κατά την οποία «Τα οικεία αθλητικά σωματεία και οι Π.Α.Ε., σε περίπτωση παράνομων πράξεων βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων, που τελέσθηκαν από μέλη λέσχης φιλάθλων τους που έχει αναγνωριστεί κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 41Β, υποχρεούνται να διευκολύνουν το έργο των αστυνομικών αρχών με τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας των υπαιτίων.». Με την διάταξη αυτή προβλέπεται υποχρέωση συνεργασίας των διοικούντων των ομάδων με τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές για την ανακάλυψη των στοιχείων των δραστών. Έτσι καθιδρύεται ποινική ευθύνη των διοικούντων των ομάδων, σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 231 ΠΚ (υπόθαλψη), όταν παραβιάζεται η υποχρέωση παροχής στοιχείων και πληροφοριών για τους φιλάθλους που είναι μέλη αναγνωρισμένης λέσχης της ομάδας τους και κατέστησαν υπαίτιοι πράξεων βίας. Γεννάται περαιτέρω το ερώτημα, ενόψει της καθίδρυσης ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, αν η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης δύναται να θεμελιώσει συμπεριφορά που εγγίζει τα όρια της συμμετοχής στην κύρια πράξη, με παράλειψη τελουμένης. Θεωρούμε ότι η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή οπωσδήποτε εκδηλώνεται μετά την κύρια πράξη και, ως γνωστόν, δεν υφίσταται συμμετοχή μετά την κύρια πράξη. Τοιαύτη περίπτωση συμμετοχής στην κύρια πράξη, τελουμένη με παράλειψη, δεν αποκλείεται να υπάρξει σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις όπως π.χ. σε διαρκή εγκλήματα (π.χ. κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών- άρθ. 41 ΣΤ&4 Ν. 2725/1999 σε συνδ. με 272 Π.Κ.). Έτσι δεν αποκλείεται ο υπόχρεως παροχής στοιχείων και πληροφοριών να βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του ως συνέργεια σε κατοχή εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών τελεσθείσα δια παραλείψεως. Είναι αυτονόητο ότι η ανωτέρω πράξη και αυτή της υπόθαλψης συρρέουν αληθώς λόγω της ετερότητας των προσβαλλομένων εννόμων αγαθών.
.
[1] Το παρόν άρθρο αποτελεί ομιλία της γράφουσας που έλαβε χώρα στην Νομική Βιβλιοθήκη, την 1η Απριλίου 2024, σε Επιστημονική Εκδήλωση με θέμα «Αθλητικό Δίκαιο: Σύγχρονες προκλήσεις και προοπτικές» , η οποία πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου «Αθλητικό Δίκαιο» του Καθηγητή Ιδιωτικού Δικαίου και Αν. Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Κωνσταντίνου Χριστοδούλου.
[2] Αρ.Εγκ.13/2022 (Β. Σακελλαροπούλου)