Γράφει ο κ. Λεωνίδας Χ. Στάμος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Maître en Droit
Η υπ’ αριθμόν 1/2023 απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε σε χρόνο-ρεκόρ μετά τη συζήτηση της 26ης Ιανουαρίου 2023, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νομολογιακά ορόσημα της πρόσφατης περιόδου, καθώς έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα που απειλούσε να τινάξει στον αέρα το εγχείρημα της τραπεζικής εξυγίανσης.15 Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, με συντριπτική πλειοψηφία (63-9), τάχθηκε υπέρ της νομιμοποίησης των Εταιρειών Διαχείρισης να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι, ακόμη και όταν η διαχείριση αφορά απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν μέσω τιτλοποίησης του Ν. 3156/2003. Η συλλογιστική πορεία της πλειοψηφίας, όπως αποτυπώνεται στο σκεπτικό της απόφασης, συνιστά ένα υπόδειγμα ερμηνευτικής μεθοδολογίας που υπερβαίνει τη στείρα γραμματική προσέγγιση και αναζητά το βαθύτερο νόημα και τον σκοπό του δικαίου.8
Η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου στηρίχθηκε σε δύο θεμελιώδεις ερμηνευτικούς πυλώνες: τη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία του νόμου.
- Συστηματική Ερμηνεία (Συστηματική Ερμηνεία): Η Ολομέλεια αρνήθηκε να αντιμετωπίσει τους νόμους 3156/2003 και 4354/2015 ως δύο στεγανά και αλληλοαποκλειόμενα νομοθετήματα. Αντιθέτως, τους ενέταξε σε ένα ευρύτερο και ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εταιρείες διαχείρισης του Ν. 3156/2003 και οι ΕΔΑΔΠ του Ν. 4354/2015 ανήκουν σε μια ευρύτερη, ενιαία κατηγορία οντοτήτων με τον ίδιο λειτουργικό σκοπό: τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Ως εκ τούτου, μια διαφορετική δικονομική μεταχείρισή τους, ανάλογα με το ποιος από τους δύο νόμους διέπει τη μεταβίβαση της απαίτησης, θα δημιουργούσε μια «λογική ανακολουθία» και θα παραβίαζε την εσωτερική συνοχή του συστήματος δικαίου.8 Κλειδί για την προσέγγιση αυτή αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1δ του Ν. 4354/2015, η οποία ορίζει ότι οι διατάξεις του «δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003». Η Ολομέλεια ερμήνευσε τη διάταξη αυτή όχι ως θέσπιση αμοιβαίου αποκλεισμού, αλλά ως επιβεβαίωση της παράλληλης και συνδυαστικής εφαρμογής των δύο νόμων, με σκοπό τη διευκόλυνση των συναλλαγών.
- Τελολογική Ερμηνεία (Τελολογική Ερμηνεία): Πέραν της συστηματικής συνοχής, το Δικαστήριο εστίασε στον σκοπό (telos) του νομοθέτη. Αναγνώρισε ότι η θέσπιση της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης στον Ν. 4354/2015 αποσκοπούσε στη διευκόλυνση της διαχείρισης των απαιτήσεων από εξειδικευμένους φορείς (τους servicers) προς όφελος των εταιρειών απόκτησης (των funds) που εδρεύουν στο εξωτερικό.8 Η Ολομέλεια έκρινε ότι ο σκοπός αυτός παραμένει ο ίδιος και εξίσου επιτακτικός, ανεξάρτητα από το αν η μεταβίβαση της απαίτησης έγινε με απλή πώληση (κατά τον Ν. 4354/2015) ή με τιτλοποίηση (κατά τον Ν. 3156/2003). Το να στερηθεί ο servicer αυτή τη δικονομική εξουσία στην περίπτωση των τιτλοποιήσεων του Ν. 3156/2003 θα ματαίωνε τον κεντρικό νομοθετικό στόχο της αποτελεσματικής διαχείρισης των ΜΕΔ και της εξυγίανσης των τραπεζών. Το Δικαστήριο, υιοθετώντας την αντικειμενική θεωρία ερμηνείας, αναζήτησε το νόημα του νόμου που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες και εξυπηρετεί τον σκοπό του, διασφαλίζοντας την ασφάλεια του δικαίου και την προβλέψιμη εφαρμογή των κανόνων, ιδίως όταν αυτοί έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
- Συμπληρωματικά, η Ολομέλεια άντλησε επιχείρημα και από την ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003, υπενθυμίζοντας ότι ο θεσμός της τιτλοποίησης είχε αρχικά εισαχθεί με τον Ν. 2801/2000 για απαιτήσεις του Δημοσίου, όπου προβλεπόταν ρητά ότι το ίδιο το Δημόσιο, ως διαχειριστής, θα ενεργούσε ως μη δικαιούχος διάδικος. Αυτό, κατά το Δικαστήριο, ενίσχυε την ερμηνευτική προσέγγιση ότι η εξουσία αυτή είναι εγγενής στη λειτουργία του διαχειριστή τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Τελικά, η απόφαση κατέληξε στο σαφές διατακτικό ότι οι ΕΔΑΔΠ του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο (Ν. 3156/2003 ή Ν. 4354/2015) με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης.
Ο κ. Λεωνίδας Στάμος Κεφάλαιο 5: Η Φωνή της Μειοψηφίας: Μια Κριτική Αποτίμηση
Παρά τη συντριπτική πλειοψηφία, εννέα μέλη της Ολομέλειας διατύπωσαν μειοψηφούσα γνώμη, η οποία, αν και δεν επικράτησε, παρουσιάζει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον καθώς εδράζεται σε μια πιο κλασική και αυστηρά φορμαλιστική προσέγγιση του δικονομικού δικαίου.8 Η επιχειρηματολογία της μειοψηφίας αναπτύχθηκε γύρω από θεμελιώδεις αρχές της δικονομικής τάξης, προσφέροντας μια εναλλακτική οπτική που αξίζει να εξεταστεί.
Το κεντρικό επιχείρημα της μειοψηφίας ήταν ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση ως μη δικαιούχου διαδίκου συνιστά θεμελιώδη διάσπαση του δικονομικού κανόνα που ταυτίζει τον φορέα του ουσιαστικού δικαιώματος με το πρόσωπο που νομιμοποιείται να το ασκήσει δικαστικά. Ως εκ τούτου, μια τέτοια εξαιρετική ρύθμιση δεν μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά, αλλά πρέπει να προβλέπεται ρητά, πανηγυρικά και αναμφίβολα από τον νομοθέτη, και να ερμηνεύεται αυστηρά και στενά. Κατά την άποψη αυτή, η σιωπή του Ν. 3156/2003 στο ζήτημα αυτό δεν ήταν ένα «ακούσιο κενό», αλλά μια συνειδητή νομοθετική επιλογή. Ο νομοθέτης του 2003 δεν θέλησε να απονείμει αυτή την εξουσία στον διαχειριστή, και η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη βούληση του νομοθέτη, όσο και αν αυτό εξυπηρετεί σκοπούς οικονομικής πολιτικής.
Η μειοψηφία απέρριψε κατηγορηματικά τη δυνατότητα «ερμηνευτικής όσμωσης» ή «εμφύτευσης» διατάξεων από τον νεότερο νόμο (4354/2015) στον παλαιότερο (3156/2003). Υποστήριξε ότι οι δύο νόμοι, αν και αφορούν παρεμφερείς καταστάσεις, είναι διακριτοί, με διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, διαφορετικές προϋποθέσεις και διαφορετική φιλοσοφία. Η επιλεκτική μεταφορά της ευνοϊκής διάταξης του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 στον Ν. 3156/2003, αγνοώντας ταυτόχρονα τις υπόλοιπες (και ενδεχομένως πιο επαχθείς) ρυθμίσεις του, ισοδυναμεί με τη δημιουργία ενός τρίτου, υβριδικού νόμου από τον δικαστή. Αυτό, κατά τη μειοψηφία, συνιστά υπέρβαση των ορίων της δικαστικής λειτουργίας και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Από ακαδημαϊκή σκοπιά, η θέση της μειοψηφίας είναι απόλυτα συνεπής με μια αυστηρή, θετικιστική ερμηνεία του δικαίου. Ωστόσο, η υιοθέτησή της θα είχε ολέθριες πρακτικές συνέπειες. Θα αγνοούσε πλήρως τη συστημική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί με το πρόγραμμα «Ηρακλής» και θα οδηγούσε σε ένα προβλέψιμο οικονομικό χάος, ακυρώνοντας χιλιάδες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά μέσω της κατάπτωσης των κρατικών εγγυήσεων. Η πλειοψηφία, αντίθετα, επέλεξε μια πιο ρεαλιστική και δυναμική ερμηνεία, σταθμίζοντας τον γράμμα του νόμου με τον προφανή σκοπό του και τις επιταγές της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καταλήγοντας σε μια λύση που, αν και τολμηρή ερμηνευτικά, απέτρεψε μια επικείμενη οικονομική κρίση.
Κεφάλαιο 6: Οι Πρακτικές Συνέπειες της Απόφασης
Η έκδοση της απόφασης 1/2023 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επέφερε άμεσες και καθοριστικές συνέπειες στο τοπίο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρωτίστως, λειτούργησε ως ο τελικός παράγοντας σταθεροποίησης, αίροντας τη νομική αβεβαιότητα που παρέλυε για μήνες τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και έθετε σε κίνδυνο την επιτυχία του προγράμματος «Ηρακλής». Η απόφαση παρείχε την απαραίτητη νομική βεβαιότητα στις Εταιρείες Διαχείρισης, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν ή να επανεκκινήσουν τις διαδικασίες είσπραξης για τα τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια, διασφαλίζοντας έτσι τις αναμενόμενες ταμειακές ροές και αποτρέποντας την ενεργοποίηση των κρατικών εγγυήσεων.
Ωστόσο, θα ήταν εσφαλμένο να ερμηνευθεί η απόφαση ως μια «λευκή επιταγή» ή ως η παροχή απόλυτης ασυλίας στις Εταιρείες Διαχείρισης. Η Ολομέλεια απάντησε σε ένα πολύ συγκεκριμένο και οριοθετημένο νομικό ερώτημα: το ερώτημα της ενεργητικής δικονομικής νομιμοποίησης του servicer ως μη δικαιούχου διαδίκου. Έκρινε δηλαδή ποιος έχει το δικαίωμα να παρίσταται στα δικαστήρια και να επισπεύδει την εκτέλεση.
Η απόφαση, όμως, δεν έθιξε ούτε ακύρωσε μια σειρά από άλλες, εξίσου κρίσιμες, νομικές ενστάσεις και επιχειρήματα που μπορούν να προβάλουν οι δανειολήπτες. Ζητήματα που αφορούν την ουσία της απαίτησης, την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα όρων της αρχικής δανειακής σύμβασης, την ορθότητα του υπολογισμού της οφειλής, αλλά και την τήρηση των επιμέρους διαδικαστικών προϋποθέσεων που θέτουν οι νόμοι 3156/2003 και 4354/2015, παρέμειναν απολύτως ενεργά ως μέσα άμυνας για τους οφειλέτες.
Με άλλα λόγια, οι Εταιρείες Διαχείρισης δεν τέθηκαν στο «απυρόβλητο». Εξακολουθούν να είναι διάδικοι στις δίκες και να φέρουν το βάρος απόδειξης για την τήρηση όλων των νόμιμων διαδικασιών σε κάθε επιμέρους υπόθεση. Η νομολογία των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, τόσο πριν όσο και μετά την απόφαση της Ολομέλειας, συνέχισε να εξετάζει και, σε πολλές περιπτώσεις, να δέχεται ανακοπές δανειοληπτών που στηρίζονταν σε πλημμέλειες κατά την εφαρμογή των νόμων, όπως η μη τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ή η αοριστία των συμβάσεων μεταβίβασης και διαχείρισης.22 Επομένως, η απόφαση 1/2023 ξεκαθάρισε το τοπίο ως προς το status του διαδίκου, αλλά άφησε ανέπαφο το πεδίο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεών του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
*Η συνέχεια σε επόμενα άρθρα που θα δημοσιευθούν στο D.
Διαβάστε επίσης: