Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1069 της 11ης Απριλίου 2024 για την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού από προδήλως αβάσιμες αγωγές ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»).
Σκοπός της οδηγίας είναι η εξάλειψη των εμποδίων στην ορθή λειτουργία των αστικών διαδικασιών, και παράλληλα η παροχή προστασίας σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού για θέματα δημόσιου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, των εκδοτών, των οργανισμών μέσων ενημέρωσης, των μαρτύρων δημόσιου συμφέροντος και των υπερασπιστών ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, ΜΚΟ, συνδικαλιστικών οργανώσεων, καλλιτεχνών, ερευνητών και ακαδημαϊκών, έναντι δικαστικών διαδικασιών οι οποίες κινούνται εναντίον τους με στόχο να τους αποτρέψουν από τη συμμετοχή στα κοινά.
Η Οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε τύπο νομικής αξίωσης ή αγωγής αστικής ή εμπορικής φύσης με διασυνοριακές επιπτώσεις που εκδικάζεται στο πλαίσιο αστικών διαδικασιών, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Εν προκειμένω περιλαμβάνονται διαδικασίες για προσωρινά και ασφαλιστικά μέτρα, ανταγωγές ή άλλα ειδικά μέσα έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται σε άλλες νομικές πράξεις. Σε περίπτωση άσκησης αστικών αξιώσεων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν η εξέτασή τους διέπεται πλήρως από το αστικό δικονομικό δίκαιο. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν η εξέταση των αξιώσεων αυτών διέπεται εν όλω ή εν μέρει από το ποινικό δικονομικό δίκαιο.
Η οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες, επιτρέποντας έτσι στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις για τα πρόσωπα που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζουν αποτελεσματικότερες δικονομικές εγγυήσεις, όπως καθεστώς ευθύνης για τη διατήρηση και την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί ενδεχόμενη υποβάθμιση σε σχέση με το επίπεδο προστασίας που υφίσταται ήδη σε κάθε κράτος μέλος.
Οι καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού περιλαμβάνουν κατά κανόνα δικονομικές τακτικές που αναπτύσσονται από τον ενάγοντα και χρησιμοποιούνται κακόπιστα, όπως τακτικές που αφορούν την επιλογή δικαιοδοσίας, την προσφυγή σε μία ή περισσότερες πλήρως ή εν μέρει αβάσιμες αξιώσεις, την έγερση υπερβολικών αξιώσεων, τη χρήση τακτικών παρέλκυσης ή την παραίτηση από δικαστικές υποθέσεις σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και την κίνηση πολλαπλών διαδικασιών για παρόμοια θέματα, οι οποίες επιφέρουν δυσανάλογο κόστος για τον εναγόμενο κατά τη διαδικασία. Η συμπεριφορά του ενάγοντος στο παρελθόν και, ειδικότερα, τυχόν ιστορικό νομικού εκφοβισμού θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του καταχρηστικού χαρακτήρα της δικαστικής διαδικασίας. Οι εν λόγω δικονομικές τακτικές, οι οποίες συχνά συνδυάζονται με διάφορες μορφές εκφοβισμού, παρενόχλησης ή απειλών πριν από τη διαδικασία ή κατά τη διάρκειά της, χρησιμοποιούνται από τον ενάγοντα για σκοπούς πέραν της απόκτησης πρόσβασης στη δικαιοσύνη ή της πραγματικής άσκησης δικαιώματος και αποσκοπούν στην επίτευξη αποτρεπτικού αποτελέσματος για τη συμμετοχή του κοινού σε σχέση με το εκάστοτε θέμα.
Η οδηγία συμμορφώνεται με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τον Χάρτη και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, αμερόληπτου δικαστηρίου και πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, όλες οι εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές θα πρέπει να επιτυγχάνουν, σε περιπτώσεις σύγκρουσης μεταξύ των σχετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την οδηγία έως τις 7 Μαΐου 2026.