Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»
1. Το παράδοξο του «συνεργάσιμου» οφειλέτη
Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων (NPLs) στην Ελλάδα αποκαλύπτει μια βαθιά συστημική παθογένεια. Ενώ το νομοθετικό πλαίσιο (π.χ. Εξωδικαστικός Μηχανισμός) υποτίθεται, ότι προωθεί τη ρύθμιση, η πράξη σκιαγραφεί μια διαφορετική εικόνα. Επιχειρηματίες – οφειλέτες, διατηρώντας αξιόλογη ακίνητη περιουσία, συχνά εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο: οι επίμονες και συνεχείς προσπάθειές τους για βιώσιμη ρύθμιση προσκρούουν στη σταθερή άρνηση συναίνεσης των πιστωτών (Servicers και Εταιρειών Ειδικού Σκοπού – SPVs).
Η στρατηγική των πιστωτών είναι συχνά προσανατολισμένη όχι στη ρύθμιση, αλλά στην άμεση αναγκαστική εκτέλεση και την ανάκτηση της εμπορικά αξιόλογης περιουσίας. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν σταματά στην άρνηση διαλόγου. Επεκτείνεται σε μια μεθοδευμένη πρακτική δικονομικής καταστρατήγησης, η οποία ουσιαστικά ακυρώνει στην πράξη ακόμη και τις θετικές, για τον οφειλέτη, δικαστικές αποφάσεις.
2. Η πρώτη γραμμή άμυνας: Η μάχη της νομιμοποίησης (Άρθρο 925 ΚΠολΔ)
Μια συνηθισμένη (και συχνά επιτυχής) άμυνα του οφειλέτη αφορά την τυπική εγκυρότητα της διαδικασίας εκτέλεσης, που κινεί ο ειδικός διάδοχος (το Fund). Οι πρόσφατες δικαστικές εξελίξεις φέρνουν στο προσκήνιο την αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων νομιμοποίησης.
Μια πρόσφατη Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανέδειξε ακριβώς αυτό το ζήτημα. Ακύρωσε επιταγή προς πληρωμή, η οποία επιδόθηκε σε δανειολήπτες, και την επιβληθείσα κατάσχεση, για ουσιαστικούς λόγους μη νομιμοποίησης του fund / servicer.
Στην υπόθεση, η απαίτηση της «…..ΤΡΑΠΕΖΑΣ» είχε τιτλοποιηθεί (Ν. 3156/2003) και μεταβιβαστεί στο «FUND Α», με διαχειρίστρια την ελληνική εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (το Fund) δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, εάν δεν κοινοποιήσει προηγουμένως στον οφειλέτη τα έγγραφα, που αποδεικνύουν τη διαδοχή του. Η απλή καταχώριση της τιτλοποίησης στα δημόσια βιβλία (που λειτουργεί ως αναγγελία της εκχώρησης κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003) δεν υποκαθιστά την ειδική, δικονομική υποχρέωση του άρθρου 925 ΚΠολΔ.
Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει, πως η παράλειψη επίδοσης των νομιμοποιητικών εγγράφων, μαζί με την επιταγή προς πληρωμή, καθιστά την εκτέλεση άκυρη. Πρόκειται για μια σημαντική «ανάσα» για τον οφειλέτη, η οποία όμως, όπως αποδεικνύεται, είναι συχνά προσωρινή.
3. Η «Παρακαμπτήρια Οδός»: Καταστρατήγηση του Δεδικασμένου και της Εκκρεμοδικίας
Η νίκη του οφειλέτη στο πρώτο δικαστήριο (π.χ. η ακύρωση της επιταγής και της κατάσχεσης) δεν οδηγεί τον πιστωτή σε διαπραγμάτευση. Αντιθέτως, ενεργοποιεί έναν δεύτερο, πιο επιθετικό γύρο δικονομικών ενεργειών, που στρεβλώνει τον πυρήνα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Το φαινόμενο εξελίσσεται ως εξής:
- Η «Πρώτη» Νίκη: Ο οφειλέτης επιτυγχάνει την έκδοση απόφασης (ασφαλιστικών μέτρων και οριστικής), που ακυρώνει την επισπευδόμενη εκτέλεση (την κατάσχεση) από τον αρχικό ειδικό διάδοχο (ας τον ονομάσουμε «Fund A»).
- Η «Αναβάπτιση» του Πιστωτή: Ενώ η υπόθεση εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό (στο Εφετείο), το «Fund A» (ο ηττημένος πρωτοδίκως πιστωτής) μεταβιβάζει εκ νέου την απαίτηση σε μια άλλη, θυγατρική ή συνδεδεμένη, εταιρεία ειδικού σκοπού (ας την ονομάσουμε «Fund B»).
- Η Νέα Εκτέλεση «Bypass»: Το «Fund B», ως νέος, «καθαρός» δικονομικά, ειδικός διάδοχος, επισπεύδει νέα κατάσχεση για την ίδια ακριβώς οφειλή, συχνά αίροντας απλώς την προηγούμενη (που ακυρώθηκε δικαστικά) και επιβάλλοντας τη δική του.
- Το Καταχρηστικό Επιχείρημα: Το «Fund B» ισχυρίζεται, ότι δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη δικαστική απόφαση (η οποία δικαίωσε τον οφειλέτη έναντι του «Fund A»), καθώς η απόφαση αυτή δεν έχει καταστεί τελεσίδικη και διάδικος είναι το προηγούμενο fund. Προβάλλει τον ισχυρισμό, πως η εκκρεμοδικία (lispendens) αφορά τον δικαιοπάροχό του («Fund A») και όχι τον ίδιο, και ως εκ τούτου μπορεί να ολοκληρώσει τον πλειστηριασμό.
Αυτή η πρακτική συνιστά κατάφωρη καταστρατήγηση. Στην ουσία, ο ηττημένος πιστωτής αντικαθίσταται από έναν «κλώνο» (το «Fund B»), ο οποίος περιφρονεί την υφιστάμενη δικαστική απόφαση και εκκρεμοδικία, σπεύδοντας να ρευστοποιήσει το περιουσιακό στοιχείο, πριν η Δικαιοσύνη προλάβει να εκδώσει τελεσίδικη απόφαση επί της έφεσης του αρχικού πιστωτή.
4. Η ασυμμετρία του συστήματος: Ένας ΚΠολΔ πολλών ταχυτήτων
Η περιγραφόμενη πρακτική αποτελεί ηθική και οικονομική εξόντωση του οφειλέτη, αλλά κυρίως αποκαλύπτει μια θεμελιώδη ανεπάρκεια του δικονομικού μας συστήματος, το οποίο σχεδιάστηκε με γνώμονα τη διαδοχή μεταξύ φυσικών προσώπων ή σταθερών εταιρικών οντοτήτων, και όχι μια ρευστή αγορά απαιτήσεων, όπου οι διάδικοι (SPV) «γεννιούνται» και εναλλάσσονται στρατηγικά, ο ένας τον άλλον, αξιώνοντας εκ νέου -και αναβαπτισμένοι- την ίδια απαίτηση.
Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας θεμελιώθηκε στη λογική «ένας πιστωτής – ένας οφειλέτης» ανά επίδικη οφειλή, με μια γραμμική εξέλιξη (Πρωτοδικείο, Εφετείο, Άρειος Πάγος). Δεν προέβλεψε ποτέ τη δυνατότητα δημιουργίας μιας «παρακαμπτήριας διαδικασίας» (bypass), όπου ο ηττημένος διάδικος απλώς αντικαθίσταται από έναν νέο, επιτρέποντας στην ουσία την επανεκκίνηση της ίδιας διαδικασίας, αγνοώντας τις προγενέστερες δικαστικές κρίσεις.
Ακόμη και αν ο οφειλέτης, μετά από πολυετείς αγώνες, δικαιωθεί τελεσίδικα και στραφεί για αποζημίωση κατά του «Fund B» (το οποίο πλειστηρίασε παράνομα το ακίνητό του), η νίκη του κινδυνεύει να είναι κενή περιεχομένου. Η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού (SPV), που διενήργησε τον πλειστηριασμό, ενδέχεται:
- Να μην υφίσταται πλέον νομικά.
- Να μην διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο, έχοντας μεταφέρει τα κεφάλαια στο εξωτερικό.
- Να είναι κεφαλαιακά ανεπαρκής για να καλύψει την επιδικασθείσα αποζημίωση.
5. Η ανάγκη για ουσιαστική δικαστική προστασία
Οι δικαστικές αποφάσεις, που ακυρώνουν πράξεις εκτέλεσης και κατασχέσεις, είναι μεν νομικά ορθές και κρίσιμες, αλλά αντιμετωπίζουν μόνο το σύμπτωμα και όχι τη νόσο.
Η πραγματική πρόκληση για τη νομική και οικονομική κοινότητα είναι η αντιμετώπιση της ουσίας της κατάχρησης. Η Δικαιοσύνη καλείται να αναγνωρίσει αυτές τις «παρακαμπτήριες» μεταβιβάσεις, ως αυτό που πραγματικά είναι: μια ενιαία, καταχρηστική μεθόδευση, η οποία αποσκοπεί στην παράκαμψη της εκκρεμοδικίας, στην ηθική – οικονομική εξουθένωση και αποστέρηση του οφειλέτη από το δικαίωμά του για ουσιαστική δικαστική προστασία.
Χωρίς μια τέτοια θαρραλέα ερμηνεία, που θα επεκτείνει τις συνέπειες της εκκρεμοδικίας και στον «νέο» ειδικό διάδοχο, όταν αποδεικνύεται η στρατηγική ταύτιση, οι νίκες των οφειλετών στα δικαστήρια θα παραμείνουν «Πύρρειες» και η προστασία της περιουσίας τους κινδυνεύει να καταλήξει κενό γράμμα απέναντι σε SPV «σφραγίδες».
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών –Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4

















