Τα πάνω κάτω φέρνει η εισήγηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, κατά την συζήτηση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των τόκων σε υποθέσεις που έχουν ρυθμιστεί με το νόμο Κατσέλη.
Όπως αναφέρεται η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αφορά το μέλλον 200.000 και πλέον ελληνικών νοικοκυριών και οικογενειών.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει κατά πόσον οι ρυθμιζόμενες οφειλές βάσει του νόμου Κατσέλη θα πρέπει να υπολογίζονται στο σύνολο της οφειλής ή στο ποσό της εκάστοτε δόσης.
Στο σκεπτικό της, η κυρία Αδειλίνη μεταξύ των άλλων ανέφερε πως η ρύθμιση της οφειλής βάσει των σχετικών διατάξεων του νόμου οδηγεί σε επανακαθορισμό όλων των όρων και προχωρεί σε διαπλαστικής φύσης ρύθμιση των σχέσεων δανειστή- οφειλέτη.
Η απόφαση αναμένεται να ανακοινωθεί σε περίπου 6 μήνες μετά τις εισηγήσεις και των άλλων πλευρών όπως αναφέρουν στο BN νομικοί κύκλοι.
Αναλυτικά εδώ η εισήγηση από την ΠΛΗΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ – ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΗΣ 27/2/2025
Η εισήγηση της εισαγγελέως
«Δεν συνιστά απλή τροποποίηση των όρων της δανειακής σύμβασης, αλλά επιφέρει την αναστολή της ισχύος της συμβατικής σχέσης και τη δημιουργία νέου πλαισίου ρύθμισης της οφειλής. Το δικαστήριο, δηλαδή, καθορίζει το σύνολο των όρων αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μηνιαίας δόσης, η οποία αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση υπολογισμού» σημειώνει.
«Η ρητή δε αναφορά του ύψους της μηνιαίας δόσης στη δικαστική απόφαση, κατά παρέκκλιση από τους τραπεζικούς κανόνες, υποδηλώνει την πρόθεση του νομοθέτη να αποστεί από τη συμβατική ρύθμιση της έννομης σχέσης βάσει των γενικών κανόνων της τραπεζικής πρακτικής» λέει και διευκρινίζει:
«Μέσω της ρύθμισης της παρ. 2 του άρθρ. 9 του ν. 3869/2010, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναδιάρθρωση του δανείου, στην υποχρέωση εξόφλησης του οποίου δεν ανταποκρίθηκε ο οφειλέτης, ώστε να ισχύουν τα γενικά εφαρμοζόμενα για τον υπολογισμό της τοκογονίας στις τραπεζικές απαιτήσεις, αλλά, αντίθετα, ενεργοποιώντας τη δικαιοπλαστική του εξουσία, που του χορηγεί η ίδια διάταξη, προχωρεί σε διαπλαστικής φύσης ρύθμιση των σχέσεων δανειστή- οφειλέτη επί τη βάσει της δικαστικής απόφασης, καθορίζοντας όλους τους όρους αποπληρωμής αυτής (οφειλόμενο ποσό, επιτόκιο, χρόνος αποπληρωμής, χρόνος καταβολής δόσης, διαγραφέν ποσό), έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη και άλλους πρόσθετους όρους, που αυτό κρίνει ως επιβεβλημένους για τη δίκαιη επίλυση της διαφοράς και την αποφυγή στέρησης της κύριας κατοικίας του αιτούντος».
Αδειλίνη: Πρωτεύον κριτήριο η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής
Παραθέτοντας τις σχετικές διατάξεις, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι «περαιτέρω, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει, θέτει ως πρωτεύον κριτήριο για τον υπολογισμό της μηνιαίας δόσης τη μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, επιπρόσθετα δε το ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης του ακινήτου. Η ως άνω προτεραιότητα του νομοθέτη στη μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη καταδεικνύεται από το γεγονός ότι προέβλεψε τη ρύθμιση της ενδεχόμενης ζημίας των πιστωτών με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας, αναγνωρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν εφικτή η ταυτόχρονη ικανοποίηση και των δύο κριτηρίων (άρθρο 9 παρ. 2 εδ.β΄του ν.3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4346/2015). Προβλέφθηκε δε ακόμη και η μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής από το Ελληνικό Δημόσιο».
Όπως ανέλυε για το D ο Δημήτριος Α. Λυρίτσης, Δικηγόρος, ειδικός σε θέματα κόκκινων δανείων, Μέλος ΔΣ Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ)
«Ο ν. 3869/10 (Νόμος Κατσέλη) αποτέλεσε για χιλιάδες δανειολήπτες που περιήλθαν, άνευ δόλου, σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους, ασφαλές νομικό καταφύγιο τα χρόνια της μεγάλης κρίσης προκειμένου να ρυθμίσουν τις οφειλές και να προστατεύσουν την πρώτη κατοικία τους.
Σήμερα, έχουν εκδοθεί περισσότερες από 100.000 τελεσίδικες ή και αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις υπαγωγής στο νόμο και προστασίας της πρώτης κατοικίας των οφειλετών.
Οι αποφάσεις αυτές προβλέπουν την καταβολή έντοκων μηνιαίων δόσεων σε βάθος χρόνου και έως την συμπλήρωση ποσοστού επί της αντικειμενικής ή εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας, ανάλογα με το χρόνο άσκησης της Αίτησης υπαγωγής στο νόμο.
Ωστόσο, την τελευταία διετία οι δανειολήπτες παρατηρούν υπέρμετρες αυξήσεις στα αναλογούντα ποσά δόσεων που καλούνται να καταβάλλουν στους servicers, σε σχέση με την δόση που τους είχε ορίσει το Δικαστήριο και μέχρι πρότινος κατέβαλαν.
Δεν είναι λίγες οι φορές μάλιστα, που οι δανειολήπτες καλούνται να καταβάλλουν μηνιαία δόση, υπερδιπλάσια της αρχικής, γεγονός που οδηγεί πολλούς από αυτούς σε οικονομικό αδιέξοδο και νέα αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων τους, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις μηνιαίες καταβολές, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την προστασία της πρώτης κατοικίας τους, με ορατό το ενδεχόμενο καταγγελίας της δικαστικής ρύθμισης και πλειστηριασμού».