Από την Εύη Τσορδιά, Δικηγόρο Πατρών
Η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί έναν από τους πιο νευραλγικούς τομείς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο λόγω της στρατηγικής σημασίας της ενέργειας, όσο και εξαιτίας των επιταγών της βιώσιμης ανάπτυξης. Η προσπάθεια για τη δημιουργία μίας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, λειτουργικής και ανταγωνιστικής, υπαγορεύτηκε αφενός από την ανάγκη διασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας και μείωσης του κόστους για τους καταναλωτές, αφετέρου από τη δέσμευση της Ένωσης για την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως για τη βέλτιστη εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος έπρεπε να λάβει δράση με τη διαμόρφωση μίας ενιαίας ενεργειακής πολιτικής, η οποία να σταθμίζει τόσο την ανάγκη για επάρκεια ενεργειακού εφοδιασμού και ελαχιστοποίηση του κόστους με γνώμονα τη μεγέθυνση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο και την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος μέσω της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Η τρίτη δέσμη μέτρων που εισήχθη με τις Οδηγίες 2009/72/ΕΚ και 2009/73/ΕΚ θεωρείται αναντίρρητα η πιο κρίσιμη ρύθμιση για την απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Με την εισαγωγή τους, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να καθορίσει ένα κοινό μοντέλο (ή πρότυπο) σχεδίασης για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στα κράτη-μέλη, αξιοποιώντας την υπάρχουσα υποδομή και τους διαθέσιμους πόρους. Οι Οδηγίες επιβάλλουν τον υποχρεωτικό διαχωρισμό (unbundling) των δραστηριοτήτων στις καθετοποιημένες επιχειρήσεις, περιλαμβάνοντας τις φάσεις παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας ενέργειας.
Στο πλαίσιο των ρυθμίσεων αυτών, προσδιορίζονται τρία ισότιμα μοντέλα οργάνωσης της δραστηριότητας μεταφοράς, με την επιλογή εκάστου να εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη κάθε κράτους-μέλους: i) Ο Πλήρης Ιδιοκτησιακός Διαχωρισμός (Ownership Unbundling), που επιβάλλει την πλήρη ανεξαρτησία του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς από κάθε εμπορικό συμφέρον σχετιζόμενο με την παραγωγή ή προμήθεια ενέργειας. Οι επιχειρήσεις που κατέχουν το δίκτυο αναλαμβάνουν και τη διαχείρισή του, ii) Ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Συστήματος (Independent System Operator – ISO), όπου η επιχείρηση μπορεί να διατηρεί την ιδιοκτησία του δικτύου μεταφοράς, αλλά υποχρεούται να εκχωρεί τη διαχείρισή του σε ανεξάρτητη οντότητα, iii) Ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς (Independent Transmission Operator – ITO), ο οποίος διατηρείται εντός του εταιρικού σχήματος της μητρικής επιχείρησης, με αυστηρούς κανονισμούς που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία στη λήψη αποφάσεων και τη λειτουργία.
Εστιάζοντας στο τρίτο μοντέλο διαχωρισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι η κυριότητα και διαχείριση του συστήματος μεταφοράς περιέρχονται σε νέα εταιρική οντότητα, η οποία, παρότι τυπικά ανεξάρτητη, παραμένει ενταγμένη στο ευρύτερο εταιρικό σχήμα της μητρικής επιχείρησης. Αυτή η νομική αυτοτέλεια του διαχειριστή, που όμως βρίσκεται υπό την έμμεση επιρροή της μητρικής, συνιστά ένα συμβιβαστικό μοντέλο το οποίο επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για διαχωρισμό και στη διατήρηση του επιχειρηματικού ελέγχου. Εκτιμώ σε προσωπικό επίπεδο δε, πως η ευελιξία που προσφέρει αυτή η προσέγγιση καθιστά το ITO μοντέλο ιδιαιτέρως ελκυστικό, καθώς επιτυγχάνει μια λειτουργική ανεξαρτησία χωρίς να διαρρηγνύει πλήρως τους δεσμούς ιδιοκτησίας και στρατηγικής κατεύθυνσης των επιχειρήσεων.
Η επιλογή του κατάλληλου μοντέλου διαχωρισμού συνιστά κρίσιμο ζήτημα πολιτικής και νομικής φύσεως για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς συνδέεται άρρηκτα με την αποτελεσματικότητα της ενεργειακής απελευθέρωσης και την επίτευξη των στόχων της ενεργειακής ένωσης. Ο θεσμικός πλουραλισμός που εισήγαγε η Τρίτη Δέσμη Μέτρων προσφέρει σημαντικά περιθώρια προσαρμογής στις εθνικές ιδιαιτερότητες, αλλά και προκλήσεις ως προς τη διασφάλιση ουσιαστικού διαχωρισμού. Το μοντέλο του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς προβάλλει ως μια λειτουργική σύνθεση που μπορεί να προσφέρει τα οφέλη του ανταγωνισμού και της διαφάνειας, χωρίς να επιβάλλει ριζικές τομές στις επιχειρηματικές δομές. Εν τέλει, η επιτυχία κάθε μοντέλου εξαρτάται από την αυστηρή και συνεπή εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων, την εποπτεία από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές και τη δέσμευση των κρατών-μελών να προάγουν μια πραγματικά ενιαία, ανοικτή και αποδοτική ενεργειακή αγορά.