Γράφει ο Π. Μποροδήμος, Πρωτοδίκης


Όλοι όσοι ανήκουμε στο ανθρώπινο προσωπικό της Δικαιοσύνης, γνωρίζουμε ότι τα δικαιικά συστήματα δεν είναι αφηρημένες ιδέες. Είναι οργανισμοί τόσο ζωντανοί, όσο οι άνθρωποι που τα υπηρετούν και τόσο πετυχημένοι, όσο ο καταμερισμός των επιμέρους μεταξύ τους ρόλων. Στην πολιτική και στην ποινική δίκη, η κοινωνική ειρήνευση που επιτυγχάνεται με την δικαστική απόφαση, προκύπτει μέσα από την αντιπαράθεση ισχυρισμών και κρίσεων, δηλαδή μέσω ενός δικονομικού διαλόγου, που διεξάγεται φαινομενικά μεταξύ των διάδικων μερών, αλλά ουσιαστικά μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων και των δικαστικών λειτουργών. Οι δικηγόροι έχουν τη μερίδα του λέοντος ως προς την εισφορά ισχυρισμών και αποδείξεων, ενώ το δικαστήριο έχει το καθήκον αξιολόγησης και κρίσης. Ως εκ τούτου, με αυτό τον τρόπο, όλοι συμβάλλουν στη διαμόρφωση του τελικού περιεχομένου της δικαστικής απόφασης[2]. Και το υλικό σημείο συνάντησης αυτή της διαλεκτικής λειτουργίας[3], είναι η αιτιολογία της.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 93παρ.3 του Συντάγματος, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Ως εκ τούτου, με βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ότι ο συντακτικός νομοθέτης διαχρονικά εκτιμούσε πως το ζήτημα του είδους και του εύρους της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ήταν πολύ σημαντικό για να το αφήσει στα ελαστικά χέρια του κοινού νομοθέτη. Ειδικές ρυθμίσεις για την αιτιολογία διαλαμβάνονται και στα άρθρα 305 ΚΠολΔ και 139 ΚΠΔ, ενώ παγίως γίνεται δεκτό ότι η σχετική υποχρέωση απορρέει και από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ως προστασία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και άσκησης ενδίκων μέσων[4]. Όμως, παρά την ισχυρή κατοχύρωση, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και στο δημόσιο διάλογο και στις διεθνείς εξελίξεις τάση αναθεώρησης, είτε του τρόπου δόμησης της αιτιολογίας, είτε της έκτασής της, είτε ακόμα και αυτής καθαυτής της ύπαρξής της. Τα επιχειρήματα αυτής της συζήτησης, αγγίζουν ιδίως τη δικαιοκρατική της σκοπιμότητα, τον επηρεασμό της από τη διαρκή τεχνολογική επανάσταση, αλλά και τη σύνδεσή της με την καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης.

Ι. Αρχικά, πρέπει να πούμε ότι τον όποιο εγγυητικό χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης, υπονομεύει η θέση ότι για να είναι πλήρης, αρκεί η διαδικαστική της νομιμότητα, το ότι δηλαδή εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο και ως αποτέλεσμα μιας τυπικά νόμιμης διαδικασίας[5].  Μια τέτοια αντίληψη, που προφανώς εκμηδενίζει την αξία της αιτιολογίας, απομακρύνει την απόφαση από το πεδίο του επιστημονικού διαλόγου και της κριτικής και μεσοπρόθεσμα οδηγεί στην κοινωνική της απαξίωση. Η δικαστική κρίση, ως ανθρώπινο δημιούργημα, πρέπει να γίνεται σεβαστή, όχι «ελέω Θεού» ή έστω «ελέω Συντάγματος», αλλά ως το πιο στέρεα δομημένο αποτέλεσμα συσχέτισης νομικών κανόνων και αποδεικτικού υλικού και στην εμβάθυνση αυτή μας κατευθύνει η υποχρέωση για αιτιολογία. Αποτελεί εκτός των άλλων, μορφή εφαρμοσμένης λογικής και δρα προστατευτικά έναντι φαινομένων αυθαιρεσίας, που εμφανίστηκαν αρκετές φορές στην ιστορία του κράτους μας, με θύματα χιλιάδες πολίτες, δικηγόρους και δικαστές, που διώχθηκαν από απολυταρχικά καθεστώτα, στα πλαίσια πάντα τυπικά νόμιμων διαδικασιών. Σήμερα βέβαια, εγείρεται αντίλογος, ερειδόμενος στην αντίληψη ότι η αναγκαιότητα για πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία είναι παρωχημένη, γιατί βασίστηκε στα δεδομένα της ταραγμένης ιστορικά περιόδου πριν τη Μεταπολίτευση. Όμως, η οπτική αυτή δεν είναι ολοκληρωμένη. Μπορεί το πλαίσιο δημοκρατικών θεσμών μέσα στο οποίο λειτουργεί η Δικαιοσύνη σήμερα, να είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που είχε κατά νου ο συντακτικός μας νομοθέτης, όμως η οικοδόμηση αυτού του πλαισίου, στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στη διαμόρφωση ενός δικαστικού συστήματος με απαιτήσεις για ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις. Η αντίληψη του Κράτους Δικαίου ως αυτονόητης κατάκτησης, εγκυμονεί πάντα τον κίνδυνο της αυτοαναίρεσης, γιατί μοιάζει με ένα κλαδί που μπορεί κάποιος να το πριονίζει, χωρίς να βλέπει ότι κάθεται πάνω του. Άλλωστε, η διάκριση των εξουσιών, λειτουργεί ακόμα και στα δημοκρατικά πολιτεύματα[6] απρόθυμα και η αποδυνάμωση της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, ώστε να προσιδιάζουν σε απλές διοικητικές πράξεις, ενισχύει το ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως, η απουσία της αιτιολογίας, απομειώνει την ανάγκη της ουσιαστικής δικαστική εμπλοκής, άρα του ουσιαστικού ελέγχου, τον οποίο όμως επιτάσσει το Σύνταγμα ως μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ των εξουσιών[7]. Τις στρεβλώσεις που παράγονται όταν συμβαίνει αυτό, τις συναντάμε και στην πράξη, ιδίως σε περιπτώσεις, όπου η αιτιολογία δεν φαίνεται νομοθετικά ούτε καν ευπρόσδεκτη, όπως στις διατάξεις άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας[8].

ΙΙ.  Περαιτέρω, η αιτιολογία είναι και το μόνο πραγματικό όπλο του δικαστικού λειτουργού για την προάσπιση της δικαστικής του ανεξαρτησίας[9]. Η δικαστική απόφαση βρίσκεται εκ της κοινωνικής της αποστολής στο μάτι ενός κυκλώνα αντικρουόμενων συμφερόντων, που θέλουν να ασκήσουν είτε θεσμική, είτε και εξωθεσμική πίεση, προκειμένου να τη χειραγωγήσουν ή να την εργαλειοποιήσουν, για την ικανοποίηση ατομικών ή συλλογικών επιδιώξεων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν και είναι σύμφυτο με τον εξισορροπιστικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τα τελευταία χρόνια, όμως, είναι όλο και πιο ορατή η λειτουργία μηχανισμών συστηματικής διοχέτευσης πληροφοριών ή εγγράφων που αφορούν εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, μέσω είτε των μέσων μαζικής ενημέρωσης[10], είτε των social media, με σκοπό την προκαταβολική διαμόρφωση άποψης της κοινής γνώμης. Οι στρεβλώσεις που αυτή η κατάσταση δημιουργεί, που εκτείνονται πέρα από τα στενά όρια του δικαιικού μας συστήματος και αποκτούν διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου, έχουν άμεση επιρροή στην εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι της Δικαιοσύνης. Γιατί, όταν επί μήνες οι πάντες βομβαρδίζονται με διαμεσολαβημένες πληροφορίες για μια υπόθεση, η δικαστική απόφαση, που έρχεται σε δεύτερο χρόνο, φαίνεται απλά είτε να επικυρώνει, είτε να αντιστρατεύεται την «προ-φυτεμένη» κοινή παραδοχή. Σε αυτό το ήδη διαμορφωμένο μανιχαϊστικό περιβάλλον, όπου ανθούν οι ολιστικές προσεγγίσεις και η συνωμοσιολογία για τον τρόπο λήψης των δικαστικών αποφάσεων, δυστυχώς με τη συνδρομή και δικηγόρων, το μόνο που διασώζει το δικαστικό λειτουργό είναι η αιτιολογία της απόφασής του. Μια δουλεμένη απόφαση, μια απόφαση που απαντά με λογική, σε λογικά επιχειρήματα, είναι μια απόφαση που δικαιώνει και ανατροφοδοτεί τη δικαστική ανεξαρτησία, μια απόφαση που μπορεί να αντέξει όχι μόνο στη συνθηματολογία, αλλά ακόμα και στην καλόπιστη κριτική και μια απόφαση που επιπλέον θα αντέξει στο χρόνο, διερχόμενη τον έλεγχο των ενδίκων μέσων. Η Δικαιοσύνη, εξουσία με υπολογίσιμη ισχύ εντός της δικαστικής αίθουσας, έχει σοβαρή δυσκολία να υπερασπιστεί  αποτελεσματικά το έργο της στην κοινωνία. Η ποιότητα της αιτιολογίας μας όμως θα είναι πάντα το όπλο που μας προστατεύει από κάθε είδους ισχυρούς, είτε είναι η εκτελεστική εξουσία, είτε τα οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, είτε ακόμα και ο άδικος πειθαρχικός έλεγχος.

ΙΙΙ. Πάντως, η μάλλον πιο προβεβλημένη βάση κριτικής της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης σχετίζεται με το πολυσυζητημένο θέμα της καθυστέρησης στην απονομή Δικαιοσύνης. Το ερώτημα που τίθεται είτε ευθέως, είτε εκ του αποτελέσματος, είναι αν το εγγυητικό διακύβευμα της αιτιολογίας, υπονομεύει την ταχύτητα στην απονομή Δικαιοσύνης, αν δηλαδή το όφελος από δικαστική απόφαση πλήρη και εμπεριστατωμένη, χάνει το νόημά του, όταν η απόφαση αργεί υπερβολικά εξαιτίας της αιτιολογίας. Όμως πόσο πραγματικά καθυστερεί τη δίκη η αιτιολογία της απόφασης; Είναι βέβαιο ότι η διαδρομή που διανύει ένα εισαγωγικό δικόγραφο μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης έχει πολλές στάσεις. Στην πολιτική δίκη, για παράδειγμα, από το χρόνο κατάθεσης, μεσολαβεί ο χρόνος προσδιορισμού της συζήτησης, που μπορεί να εκτείνεται από μερικούς μήνες έως μερικά χρόνια. Τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να καθυστερήσει για μερικούς μήνες ακόμα -στις λοιπές διαδικασίες πλην τις τακτικής – και ένα αίτημα αναβολής, που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Επομένως μέχρι να λάβει το φάκελο ο δικαστικός λειτουργός έχει περάσει χρόνος πολλαπλάσιος από εκείνον των οκτώ μηνών, που κατά κανόνα διαθέτει για να επεξεργαστεί τη δικογραφία, να αξιολογήσει ισχυρισμούς και αποδείξεις και να εκδώσει απόφαση. Στην ποινική δίκη το σχήμα γίνεται πιο γλαφυρό αν αναλογιστεί κανείς ότι μια έγκληση, μπορεί να οδηγήσει σε μια προκαταρκτική εξέταση διάρκειας μηνών ή ετών κατά περίπτωση, να ακολουθήσει η δίωξη και η παραπομπή στο ακροατήριο, αν δε χρειάζεται να προηγηθεί κύρια ανάκριση και έκδοση βουλεύματος, στο δε ακροατήριο τα αλλεπάλληλα αιτήματα αναβολών οδηγούν τις υποθέσεις να εκδικάζονται συχνά στα όρια του χρόνου παραγραφής τους. Σημειώνεται, ότι η αιτιολογία που χρειάζεται η ποινική απόφαση, συντάσσεται από το δικαστικό λειτουργό κατά την καθαρογραφή της, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοσή της. Ήδη, λοιπόν, από την παράθεση αυτών των εντελώς στοιχειωδών σταδίων της πολιτικής και ποινικής δίκης, διαφαίνεται και ο δικός μου προβληματισμός. Πόσο πραγματικά χρόνο θα κερδίζαμε αν η απόφαση δεν χρειαζόταν να έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη ή ακόμα και καθόλου αιτιολογία. Ενδεχομένως λίγους μήνες. Αξίζει όμως τον κίνδυνο; Και μήπως κερδίζουμε αυτό το χρόνο κάπως αλλιώς;

Κατά την άποψή μου, η πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν προκαλεί καμία ουσιαστική καθυστέρηση, αντίθετα μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία της δίκης. Γιατί παρόλο που φαινομενικά επιβαρύνει σε πρώτη φάση το χρόνο ολοκλήρωσης της πρωτοβάθμιας δίκης, η αιτιολογημένη απόφαση είναι κατά πολύ λιγότερο εκτεθειμένη τόσο στην ευδοκίμηση, αλλά ακόμα και στην ίδια την άσκηση των ενδίκων μέσων, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ευρύ πεδίο καθυστέρησης. Αποτελεί ταυτόχρονα εγγύηση ότι η δίκη των ενδίκων μέσων δεν ξεκινά από μηδενική βάση, ακόμα και εκεί που η εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης γίνεται με όρους γενικής επαναξιολόγησης και όχι ειδικού σφάλματος, όπως π.χ. ισχύει κατά κανόνα στις ποινικές αποφάσεις. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε κάθε περίπτωση, έχει ενώπιόν του το αποτέλεσμα μιας πρώτης στάθμισης, που έχει δομήσει ολοκληρωμένη οπτική για την πλειοψηφία των ισχυρισμών που επανεισφέρονται προς κρίση, ενώ οι διάδικοι, έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν το ίδιο το αιτιολογικό στην υπερασπιστική τους φαρέτρα. Τα παραπάνω, επιταχύνουν τη διαδικασία, αλλά και την ολοκλήρωση της δίκης, καταδεικνύουν δε ότι οι λύσεις για την αντιμετώπιση της καθυστέρησης, θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην αξιοποίηση της πρωτοβάθμιας αιτιολογίας και όχι στην παράκαμψή της.

ΙV. Η επιφανειακή σχέση μεταξύ καθυστέρησης της Δικαιοσύνης και αιτιολογίας, φωτίζεται καλύτερα αν μιλήσουμε λίγο και για το τι πρέπει να συνιστά πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Χρειάζεται η απόφαση να έχει μεγάλη έκταση; Πρέπει να απαντά σε κάθε ισχυρισμό που εισφέρεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους; Είναι αναγκαία η ύπαρξη μείζονος πρότασης; Η νομολογία του ΑΠ έχει διαμορφώσει κάποιες βασικές κατευθύνσεις για το είδος της αιτιολογίας, που υλοποιεί τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 93, οι οποίες παρά την ισχυρή κριτική που δέχονται κατά καιρούς, φαίνεται να ισορροπούν ανάμεσα στο εγγυητικό θεμέλιο και το παραγωγικό διακύβευμα, καθώς καθίσταται σαφές ότι αποδίδουν  δικαιολογημένα το κύριο βάρος, στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού τόσο στις πολιτικές[11] όσο και στις ποινικές αποφάσεις[12]. Η μείζονα πρόταση μπορεί να διευκολύνει και να συμπληρώνει την πληρότητα του, δεν είναι όμως αναγκαία[13] και σίγουρα δεν μπορεί να την υποκαθιστά[14]. Ακολούθως, στην πάγια νομολογία του ΑΠ διαγράφονται και τα χαρακτηριστικά μιας στάθμισης, ώστε ως πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να μη νοείται αυτή που απαντά σε κάθετι που τίθεται από τους διαδίκους[15]. Ο δικαστής καλείται να βρει τη χρυσή τομή, ανάμεσα στην αναγκαία επιχειρηματολογία και την υπερβολική φλυαρία και αυτή είναι μια ζυγαριά, πίσω από την καθαυτή ζυγαριά της δικανικής κρίσης. Η απόφαση οφείλει να περιλαμβάνει τόσα, ώστε να επιτρέπει τον έλεγχό της, να διαχωρίζει τα αναγκαία από τα επουσιώδη και να καλύπτει με σαφήνεια τα πρώτα, αποδίδοντας στα δεύτερα το χώρο και το χρόνο που τους αξίζει. Κάποιες φορές αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ένα επιχείρημα που στις προτάσεις ή τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ενός συνηγόρου καλύπτει έκταση μιας παραγράφου, να χρειάζεται μερικές σελίδες απάντηση, ενώ κάποιες άλλες φορές, ολόκληρα κεφάλαια αρνητικών ισχυρισμών, πρέπει να μένουν εντελώς αναπάντητα, εφόσον η διερεύνησή τους δεν θα προσέφερε τίποτα στη θεμελίωση της δικανικής πεποίθησης. Η επιτυχής κρίση περί την επιλογή του αναγκαίου και του περιττού, ανήκει στον πυρήνα της εγγυητικής λειτουργίας της αιτιολογίας, για αυτό και καταλαμβάνει μεγάλη μερίδα του αναιρετικού ελέγχου. Η ίδια δε η αναιρετική διάπλαση της έννοιας των αυτοτελών ισχυρισμών στην ποινική δίκη και η δικονομική τους διαχείριση, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσπάθειας, που σκοπεί στην εμπεριστατωμένη, αλλά όχι ατέρμονη αιτιολογία. Γιατί απαίτηση δεν είναι ο δικαστής με την απόφασή του να απολογείται. Απαίτηση είναι μόνο να εξηγεί.

V. Γνωρίζω βέβαια ότι αυτή η φόρμα αιτιολογίας που έχει διαμορφώσει η νομολογία, δέχεται εδώ και χρόνια κριτική, ως ιδιαιτέρως… αφαιρετική, με διάφορες προσεγγίσεις, άλλες δικαιολογημένες[16] και δικαιωμένες από τη νομολογία του ΕΔΔΑ κι άλλες κινούμενες στη σφαίρα του βολονταρισμού. Δεν μπορούμε, όμως, να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Το περιβάλλον της συζήτησης ως προς τη λειτουργία και το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, αλλάζει ραγδαία λόγω της εξέλιξης των τεχνολογικών μέσων και κινείται ήδη αντίρροπα προς τις επιταγές των δικαιοκρατικών εγγυήσεων, υπονομεύοντας ακόμα και τα κεκτημένα. Την τελευταία 20ετία στην υπηρεσία όλων των νομικών, έχουν τεθεί τράπεζες νομικών πληροφοριών, ηλεκτρονικές βάσεις δικαστικών αποφάσεων, ψηφιακά συγγράμματα, σύγχρονες μηχανές αναζήτησης. Όλα τα παραπάνω από τη μια ενίσχυσαν την προσβασιμότητα στα επιστημονικά εργαλεία, προήγαγαν και επιτάχυναν τον επιστημονικό διάλογο, διεύρυναν τις παραγωγικές δυνατότητες της Δικαιοσύνης, ταυτόχρονα όμως πολλαπλασίασαν και έκαναν ακόμα πιο σύνθετο το έργο της και οδήγησαν σε επαναληπτικότητα και τυποποίηση. Αυτό δεν θα ήταν a priori προβληματικό, στο βαθμό που επαναληπτικά και τυποποιημένα παρουσιάζονται και τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης, ώστε ένας βαθμός ενοποίησης κατά τη δικανική εκφορά να είναι και αναμενόμενος και θεμιτός. Όμως η συζήτηση έχει ξεφύγει πολύ πέρα από αυτό και ήδη γίνεται εντός και εκτός της Ευρώπης ζωηρή προσπάθεια εισαγωγής στη Δικαιοσύνη μορφών εφαρμογής της τεχνητής νοημοσύνης, με άξονα αρχικά τη δομή και ακολούθως το περιεχόμενο των αποφάσεων[17]. Πρόκειται, δηλαδή, για την σταδιακή υποκατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα, από αλγοριθμικές ακολουθίες στηριζόμενες σε στατιστικά δεδομένα[18]. Τα πρώτα δείγματα πιλοτικής λειτουργίας τέτοιων εφαρμογών σε δικαστικά συστήματα τόσο πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά ήδη περιορισμένα και εντός της Ευρώπης, ανέδειξαν τη στόχευση ισχυρών διαδίκων του ιδιωτικού τομέα για προβλεψιμότητα της στάσης του κάθε δικαστή, με άμεσο σκοπό την επιλογή συνθέσεων, το ενδιαφέρον ασφαλιστικών εταιρειών για προεξόφληση της έκβασης μιας δικαστικής διαδικασίας, αλλά και την εργαλειοποίηση των κοινωνικών προκαταλήψεων. Με ένα τέτοιο σύστημα, το COMPAS[19], που τέθηκε σε χρήση των δικαστών σε κάποιες πολιτείες των Η.Π.Α. και η χρήση του κρίθηκε νόμιμη από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ουισκόνσιν[20], υπολογιζόταν μέχρι και ο κίνδυνος υποτροπής καταδικασθέντων για εγκλήματα, καταγράφοντας για τους μαύρους πολίτες, διπλάσια ποσοστά από τους λευκούς. Ήδη στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) ο Χάρτης Δεοντολογίας για της Χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα[21]. Εκεί βλέπουμε μια πρώτη εικόνα των επικείμενων πρωτοβουλιών[22] στον τομέα της διαμόρφωσης του προφίλ δικαστών, της πρόγνωσης των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και του προφίλ των υπόπτων τέλεσης εγκλημάτων. Ταυτόχρονα, αντίστοιχα μοντέλα παρουσιάζονται και στο επίπεδο της δημιουργίας ψηφιακών νομικών παραστατών, προς υποκατάσταση της εμπλοκής του δικηγόρου.

Εδώ, λοιπόν, είναι αναγκαίο να τεθεί από τώρα, ένα σαφές όριο στη συζήτηση. Η αξιοποίηση τεχνολογικών μέσων για γραμματειακή οργάνωση, ταξινόμηση ή μετάφραση δικογράφων είναι ευπρόσδεκτη. Όμως η ανθρώπινη προέλευση της απονομής Δικαιοσύνης, που εγγυάται τη σύνδεση κριτή, υπερασπιστή και κρινόμενου, αλλά και τη διασφάλιση βιωματικών δικαιϊκών αρχών όπως την αρχή της επιείκειας[23] πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη. Καμία κοινωνική επιταγή, καμία επίκληση σε δείκτες ανάπτυξης, επιχειρηματικότητας ή ανάγκης για ταχύτητα, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές επιχείρημα, απέναντι στο διακύβευμα αυτό. Και για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να δούμε σοβαρά το ενδεχόμενο η όλη συζήτηση περί την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης στη βάση της θεσμοθέτησης συνοπτικότερης και πιο τυποποιημένης αιτιολογίας στη δικαστική απόφαση, να αποτελέσει το πρώτο βήμα της εισαγωγής μορφών τεχνητής νοημοσύνης. Η Δικαιοσύνη οφείλει να είναι οργανωμένη και συστηματική. Δεν μπορεί όμως να καταντήσει διαδικαστική. Και τον κίνδυνο αυτό, ίσως αποτρέψει η προάσπιση της πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.

 

————

 

[1] Το κείμενο αποτελεί συνοπτική εκδοχή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στην ημερίδα που συνδιοργάνωσε το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης με θέμα «Σχέσεις δικαστικών λειτουργών – δικηγόρων: Η οργάνωση της αρμονικής συνύπαρξης  ως προϋπόθεση για την καλύτερη απονομή της Δικαιοσύνης» την 3η Φεβρουαρίου 2023 στην αίθουσα του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε ως μελέτη στο περιοδικό Αρμενόπουλος (τ. Απριλίου 2023).

[2] Κ. Σταμάτης, Η δίκη ως θεσμοποιημένη πρακτική συζήτηση, ΕπισκΕμπορΔικ 1996, σ.1-4

[3] Σ.Γιακουμής, Διαλεκτική με παραδείγματα δικανικών συλλογισμών, σ. 42επ., Ι. Μανωλεδάκη, Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων, ΕλλΔνη 1991, σ. 1467-1475 σε TNΠ sakkoulasonline.

[4] Έτσι Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Σκέψεις για την αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων με αφορμή τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρον 2008, σ. 3επ., όπου και ολοκληρωμένη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και ενδεικτικά: υπόθεση Mazahir Jafarov κατά Αζερμπαϊτζάν της 02.04.2020, υπόθεση Perez κατά Γαλλίας της 12.02.2004, σκέψη 80.

[5] ως προς τη σχετική συζήτηση βλ. ιδίως Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, δ΄ έκδοση, σ. 223-224

[6] Α. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, σ. 317επ.

[7] Α. Μανιτάκη, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 62-63

[8] Η επιλογή του νομοθέτη να αποκλείει την αιτιολογία από το περιεχόμενο της διάταξης άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας του άρθρου 4 ν.5002/2022, ενώ την προβλέπει ρητά όσον αφορά στο άρθρο 6 ως προς τις διατάξεις άρσης απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, είναι το λιγότερο προβληματική, αλλά σαφώς εκούσια (βλ. άρθρα 4 και 6 ν.5002/2022).

[9] Αδ.Παπαδαμάκη, Η δικανική πεποίθηση και η κοσθμοθεωρία του ποινικού δικαστή, ΠοινΧρον 2018, σ. 657επ., Γ. Μητσόπουλου, Θέματα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ΕλλΔνη 1999, σ. 1επ. σε ΤΝΠ sakkoulasonline, Κ. Μπέη, Η δικαστική ανεξαρτησία στην ελληνική έννομη τάξη, Εισήγηση στο επιστημονικό συμπόσιο, που οργάνωσαν από κοινού η Εταιρία Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, καθώς και το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με αντικείμενο “Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη: η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης (11, 18 και 25 Φεβρουαρίου 1977 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στην ηλεκτρονική σελίδα kostasbeys.gr.

[10] Μ. Πικραμένος, Κλασσικές εγγυήσεις και αθέατες όψεις της δικαστικής ανεξαρτησίας: από τους θεσμούς και την ιστορική τους εξέλιξη στο forum internum του δικαστή, ΕλλΔνη 2005, σ. 1615επ.

[11] Βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 2/2022 και ΟλΑΠ 1/1999, σε ΤΝΠ sakkoulasonline.

[12] ενδεικτικά ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 2/2019, ΑΠ 28/2022, 12/2022, σε ΤΝΠ ΝΟΜΟS.

[13] ιδίως ΑΠ 1233/2020, 199/2018, 1689/2006, 1426/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟS που κρίνουν ότι «η έλλειψη μείζονος πρότασης, η παράλειψη δηλαδή παράθεσης των διατάξεων στις οποίες βρίσκει έρεισμα το αγωγικό αίτημα, δεν καθιστά την απόφαση αναιρετέα» και αντί άλλων Β.Πάπαρη, «Συνταγματική αναθεώρηση και αιτιολογία δικαστικών αποφάσεων», δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ende.gr την 7η Ιανουαρίου 2019.

[14] Βλ. έτσι Κ. Κεραμεύς, Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, ό.π., σ. 1419-1425 σε ΤΝΠ sakkoulasonline, που μιλά για «ανισοσκέλεια μεταξύ υπερτροφικών δεοντολογικών κρίσεων και περιτμημένων οντολογικών διαπιστώσεων» σε αντίθετη κατεύθυνση όμως Γ. Ρήγος, Η έλλειψη νομικών αιτιολογιών ως αναιρετικός λόγος, Δίκη 2009, σε ιστοσελίδα kostasbeys.gr.

[15] έτσι και το ΕΔΔΑ της 12.02.2004 Perez κατά Γαλλίας, σκέψη 81 με εκεί παραπομπές σε πάγια σχετική νομολογία: Ruiz Torija κατά Ισπανίας της 09.12.1994, Jahnke and Lenoble κατά Γαλλίας no. 40490/98

[16] ενδεικτικά Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, σ. 205-206, και του ιδίου: «Η ποινική απόδειξη ως αιτιολογία και η ολοκλήρωσή της», ΝοΒ 2014, σ. 70επ, και του ίδιου «Και πάλι για την αιτιολογία και τον αναιρετικό έλεγχο της ποινικής απόδειξης», ΠοινΧρον 2008, σ. 481επ., M. Καϊάφα – Γκμπάντι, ό.π, σ. 3επ., Κ. Κεραμεύς, ό.π. σ. 1419επ.

[17] Στην Ελλάδα το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει συστήσει διαρκή επιτροπή για την τεχνητή νοημοσύνη.

[18] σχετικά  Στ. Κοφίνη, «Από την ψηφιακή δικαιοσύνη στον ψηφιακό δικαστή: μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να αντικαταστήσει τους δικαστές;», σε εισήγηση σε ημερίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, δημοσιευμένη στην  ιστοσελίδα της esdi.gr και Χρ. Σεβαστίδη/Α.Ντόκα/Ι.Ξυλιά: «Τεχνητή νοημοσύνη στη Δικαιοσύνη: Πρόοδος ή προαναγγελία ενός δυστοπικού μέλλοντος;» δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, esdi.gr.

[19] Correctional Offender Management Profiling for Alternative Sanctions (COMPAS).

[20]  υπόθεση State v. Loomis, 881 N.W.2d 749 (Wisconsin Supreme Court 2016).

[21] μετάφραση του κειμένου που υιοθετήθηκε από τη CEPEJ κατά την 31η Σύνοδο της Ολομέλειας της CEPEJ, στο Στρασβούργο την 3-4 Δεκεμβρίου 2018, με επιμέλεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης και πρόλογο του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα.

[22] βλ. την από 30.07.2020 ομιλία του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα κατά την παρουσίαση του Ευρωπαϊκού Χάρτη Δεοντολογίας για τη Χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα Δικαστικά Συστήματα, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα dikastiko.gr στην οποία ρητά αναφέρει ότι ο Χάρτης «…καλλιεργεί το έδαφος. Προετοιμάζει όλους τους παράγοντες της δίκης, τους διαδίκους, τους δικαστές, τους δικαστικούς υπαλλήλους και τους δικηγόρους για την επερχόμενη εποχή. Δημιουργεί το περιβάλλον που είναι αναγκαίο για να ευδοκιμήσουν και στη χώρα μας οι νέες πολιτικές που σχεδιάζουμε και οι οποίες ήδη εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρώπη…».

[23] Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια Ε΄, 1137α-1138α παρ.10