Δεκτή έγινε αίτηση αναίρεσης λόγω απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας από απάτη σε υπεξαίρεση (ΑΠ 810/2022).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ, υπάρχει, όταν οι περισσότερες πράξεις, οι οποίες διώκονται, δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμες, αλλά συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε διότι η μεν αποτελεί κατά νόμο συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε διότι χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την τέλεση αυτής, είτε, τέλος, διότι παρίσταται ως αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσας, από την οποία και απορροφάται.
Ειδικώς, μεταξύ των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης και της απάτης υφίσταται φαινομένη συρροή, υπό την εκτεθείσα έννοια: α) όταν ο δράστης υπεξαιρεί ξένο κινητό πράγμα και στη συνέχεια επιχειρεί απατηλές πράξεις για τη συγκάλυψη της υπεξαίρεσης ή τη διατήρηση του υπεξαιρεθέντος, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η περιουσιακή βλάβη, η οποία αποτελεί στοιχείο της απάτης, έχει συντελεσθεί ήδη με την υπεξαίρεση και, επομένως, η απάτη συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη και β) όταν ο δράστης απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο ξένο πράγμα, οπότε η υπεξαίρεση είναι μη τιμωρητή υστέρα πράξη.
Εν προκειμένω, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, ανεπίτρεπτα το δικαστήριο της ουσίας μετέτρεψε την πράξη της απάτης, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και κηρύχθηκε αυτός ένοχος στον πρώτο βαθμό, σε υπεξαίρεση.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι οι παθόντες, αφού πείσθηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι, λόγω των γνωριμιών του είχε τη δυνατότητα να μεσολαβήσει σε αγορά ακινήτου, το οποίο ο ίδιος τους υπέδειξε ως μοναδική επενδυτική ευκαιρία και κατέβαλλαν σ’ αυτόν για το σκοπό αυτό το ένδικο ποσό χρημάτων, το οποίο εκείνος, εφόσον δεν ακολούθησε η αγορά του ακινήτου, δεν απέδωσε σ’ αυτούς. Το παραπάνω ποσό, όμως, που με αυτόν τον τρόπο περιήλθε στην κατοχή του και ακολούθως εκείνος ιδιοποιήθηκε, αποτελούσε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης προϊόν απάτης και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται κατά νόμο η πράξη του άρθρου 375 ΠΚ.
Συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο μετέβαλε την αρχική κατηγορία της απάτης και κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαίρεσης, δεν τήρησε τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης και την προδικασία, κατ’ άρθρο 171 §1 περ. β ΚΠοινΔ.
Απόσπασμα απόφασης
Στην κρινόμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος αναφέρει, δέχθηκε ανέλεγκτα ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος στη … κατά το χρονικό διάστημα 24.06.2014 έως 11.07.2014, αφού δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και του Π. Ρ. και της Μ.- Α. Ρ., έπεισε την τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 39.800€ παριστάνοντας της ότι γνώριζε ένα ακίνητο στη …, επί της … το οποίο ανήκε σε υπό εκκαθάριση εταιρεία, η δε τιμή του ήταν πολύ συμφέρουσα, ότι είχε γνωριμίες με τους διευθυντές και εκκαθαριστές της εν λόγω εταιρείας, ότι θα αναλάμβανε αυτός όλη τη διαδικασία και ότι ήταν μια καλή επένδυση. Παρά το γεγονός όμως ότι ουδέποτε προχώρησαν υπογραφή σύμβασης μίσθωσης αυτός ιδιοποιήθηκε το ως άνω ποσό και δεν το επέστρεψε”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο κατ’ επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας της πράξης της υπεξαίρεσης και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών (ανασταλείσα επί τριετία), με το ακόλουθο διατακτικό: “του ότι, στη … κατά το χρονικό διάστημα 24.06.2014 έως 11.07.2014, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος, αφού δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και του Π. Ρ. και της Μ. – Α. Ρ., έπεισε την τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 39.800€ παριστάνοντας της ότι γνώριζε ένα ακίνητο στη …, επί της … το οποίο ανήκε σε υπό εκκαθάριση εταιρεία, η δε τιμή του ήταν πολύ συμφέρουσα, ότι είχε γνωριμίες με τους διευθυντές και εκκαθαριστές της εν λόγω εταιρείας, ότι θα αναλάμβανε αυτός όλη τη διαδικασία και ότι ήταν μια καλή επένδυση. Παρά το γεγονός όμως ότι ουδέποτε προχώρησαν σε υπογραφή σύμβασης μίσθωσης αυτός ιδιοποιήθηκε το ως άνω ποσό και δεν το επέστρεψε στην εγκαλούσα”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη μετέτρεψε την πράξη της απάτης, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και κηρύχθηκε αυτός ένοχος στον πρώτο βαθμό σε υπεξαίρεση. Ειδικότερα, δέχεται στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι οι παθόντες, αφού πείσθηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος ότι, λόγω των γνωριμιών του είχε τη δυνατότητα να μεσολαβήσει σε αγορά ακινήτου στη …, το οποίο ο ίδιος τους υπέδειξε ως μοναδική επενδυτική ευκαιρία και κατέβαλλαν σ’ αυτόν για το σκοπό αυτό το ποσόν των 39.800 ευρώ, το οποίο εκείνος, εφόσον δεν ακολούθησε η αγορά του ακινήτου, δεν απέδωσε σ’ αυτούς. Το παραπάνω ποσόν όμως που με αυτόν τον τρόπο περιήλθε στην κατοχή του και ακολούθως εκείνος ιδιοποιήθηκε αποτελούσε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης προϊόν απάτης και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται κατά νόμο η πράξη του άρθρου 375ΠΚ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επομένως, το οποίο μετέβαλε κατά ως άνω την αρχική, σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορία της απάτης, και, κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαίρεσης, δεν τήρησε τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης και την προδικασία (171 §1 περ. β ΚΠοινΔ) Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοιν.Δ., λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, οπότε, παρέλκει η έρευνα του λοιπών λόγων του αναιρετηρίου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει κατά παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει την υπόθεση (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.