Γράφει ο Παναγιώτης Σίσκος

Ειρηνοδίκης

ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

Υπ. Δρ. Κανονικού Δικαίου ΕΚΠΑ


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΣ ΕΚ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΣ ΕΞ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΩΝ?

Με ιδιαίτερη έκπληξη ως δικαστικός λειτουργός και μέλος της ΕΝΔΕ, διάβασα στο από 20-11-2023 Δελτίο Τύπου της ΕΝΔΕ περί ενημέρωσης του Προεδρείου ότι σε περίπτωση ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας οι ειρηνοδίκες θα εξελίσσονται μόνον μέχρι τον βαθμό του προέδρου πρωτοδικών.

Είναι προφανές ότι μια τέτοια μεταχείριση μειώνει και αδικεί ηθικά, εργασιακά και επιστημονικά έναν ολόκληρο κλάδο 920 ανθρώπων που ουδόλως είναι λιγότερο ικανοί, χρησιμοποιώντας τους στα πρωτοδικεία – χωρίς να το ζητήσουν οι ίδιοι – με ίδιες υποχρεώσεις με τον πρωτοδίκη, χωρίς ταυτόχρονα να τους δίνονται και ίδια δικαιώματα, όπως η δυνατότητα εξέλιξης που χορηγείται σε όλους τους άλλους δικαστικούς λειτουργούς της χώρας (πολιτικοί δικαστές, διοικητικοί δικαστές, εισαγγελείς, στρατιωτικοί δικαστές).

Το ζήτημα της στασιμότητας 920 ανθρώπων εφ’ όρου ζωής στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών, καίτοι θα είναι ομοιόβαθμοι με τους δικαστές του πρωτοδικείου, είναι προφανώς αντίθετο στο άρθρο 88 παρ. 2 εδ. β Συντ. που κάνει λόγο για βαθμολογική εξέλιξη, στο άρθρο 90 παρ. 1 Συντ. που αναφέρεται σε προαγωγές δικαστών και στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. περί της αρχής της ισότητας, η οποία επιτάσσει όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων.

Βασικά πρόκειται εν προκειμένω περί ομοίων περιπτώσεων. Εάν το κράτος έκρινε κάποιον ως ικανό πρωτοδίκη κατόπιν υπηρέτησής του στο βαθμό του παρέδρου πρωτοδικείου, εφόσον επέτυχε στις σχετικές εξετάσεις παρέδρου πρωτοδικείου, ή εάν τον έκρινε ικανό πρωτοδίκη – χωρίς μάλιστα να το ζητήσει ο ίδιος – κατόπιν υπηρεσίας του στο βαθμό του ειρηνοδίκη, εφόσον επέτυχε στις σχετικές εξετάσεις ειρηνοδικών (σε συνδυασμό και με σχετική κρίση του ΑΔΣ), είναι ζήτημα που αφορά αποκλειστικά και μόνον τον τρόπο που το κράτος επιλέγει κάποιον ως άξιο και ικανό να γίνει πρωτοδίκης. Είναι ζήτημα που άπτεται του τρόπου εισόδου στον κλάδο των πρωτοδικών. Δεν είναι ζήτημα ικανό να προκαλέσει διαφοροποίηση των δύο περιπτώσεων, δεδομένου ότι αμφότερες οι κατηγορίες θα υπηρετούν στον ίδιο βαθμό και θα εκτελούν ίδια καθήκοντα.

Επικουρικά, ήτοι σε περίπτωση που κάποιος επιμένει ότι πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις, ζήτημα τίθεται ποιος είναι ο ανώτερος πρωτοδίκης (που θα άξιζε την εξέλιξη) και ποιος ο κατώτερος πρωτοδίκης (που δεν θα άξιζε την εξέλιξη). Ο προερχόμενος από τον κλάδο των δικηγόρων που έχει φοιτήσει στην ΕΣΔΙ ή ο προερχόμενος από τον κλάδο των δικαστών ειρηνοδικών που έχει φοιτήσει ομοίως στην έδρα των δικαστηρίων και έχει παρακολουθήσει σχετικά εισαγωγικά σεμινάρια στην ΕΣΔΙ ; Κατά την άποψή μου Ουδείς, αλλά είναι Αμφότερες οι περιπτώσεις Όμοιες, έχοντας εισέλθει στο δικαστικό σώμα με εξετάσεις σε μαθήματα της ίδιας ακριβώς ύλης και δυσκολίας (διότι όταν επί παραδείγματι στον τελευταίο διαγωνισμό ειρηνοδικών συμμετείχαν 1.600 άτομα, σαφώς και δεν μπορούσε ο βαθμός δυσκολίας να είναι χαμηλός, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα περνούσαν σχεδόν όλοι, πλην όμως πέρασαν μόνον οι 961 με γενικό βαθμό από 8 και άνω).

Η άποψη που θα ήθελε έναν πρωτοδίκη εξ ειρηνοδικών χωρίς υπηρεσιακή εξέλιξη όπως οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, οδηγεί στο οξύμωρο σχήμα ότι εάν κάποιος πρωτοδίκης εξ ειρηνοδικών ήθελε να εξελιχθεί υπηρεσιακά, έπρεπε να πάει ξανά να δώσει εξετάσεις για να γίνει αυτή τη φορά πρωτοδίκης εκ δικηγόρων και να φοιτήσει εκ νέου στην ΕΣΔΙ, ενώ ήδη έχει φοιτήσει στην δικαστική έδρα, στη συγγραφή αποφάσεων και ενώ ήδη κρίθηκε ικανός να γίνει πρωτοδίκης !

Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από όλους τους παράγοντες της δικαιοσύνης και να διορθωθεί μια κατάφωρη αδικία ότι δηλαδή στο ελληνικό δικαστικό σύστημα ο Ειρηνοδίκης είναι ο ΜΟΝΟΣ δικαστικός λειτουργός που για να ανέλθει σε επόμενο βαθμό και να έχει βαθμολογική εξέλιξη, πρέπει να δώσει εξετάσεις (οι οποίες ξέρουμε πόσο ψυχοφθόρες είναι), επαφιέμενος κυρίως στον παράγοντα τύχη, διότι η καθημερινή του ενασχόληση με τόσα δικαστικά καθήκοντα (ειρηνοδίκης υπηρεσίας, προκαταρκτικές, αποφάσεις, έρευνες, τριμελή), δεν του επιτρέπει αξιόλογη προετοιμασία, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει να αντιμετωπίσει μια ύλη (συμπεριλαμβανομένης και αρεοαπαγιτικής νομολογίας πολιτικής και ποινικής) τελείως διαφορετική από αυτήν της καθημερινής του ενασχόλησης (ιδίως με τον ν. 3869/2010 αλλά και με εκουσία, μικροδιαφορές, τροχαία χαμηλού αντικειμένου, προκαταρκτική, έρευνες, διαταγές πληρωμής, ένορκες βεβαιώσεις). Με δεδομένο ότι όποιος επιθυμεί να γίνει δικαστικός λειτουργός στην πολιτική-ποινική δικαιοσύνη, συνήθως δίνει και στις 3 εξετάσεις (πρωτοδικών, εισαγγελέων, ειρηνοδικών) και όπου περάσει (χωρίς και ο παράγοντας «τύχη» να είναι άνευ σημασίας), η είσοδός κάποιου στο βαθμό του ειρηνοδίκη, σημαίνει από πρακτικής απόψεως και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, καθήλωσή του μόνον στο βαθμό του ειρηνοδίκη. Και ενώ διαγωνίστηκε και αυτός στην ίδια ακριβώς ύλη με τους πρωτοδίκες-εισαγγελείς και σε θέματα αρεοπαγιτικής νομολογίας, στην πορεία και εκτελώντας τα δικαστικά καθήκοντα του ειρηνοδίκη, ξεχνάει όλη αυτή την διαφορετική ύλη των εξετάσεων . Διότι οι λοιποί υποψήφιοι είθισται να προετοιμάζονται με φροντιστήρια και όχι με το να ασχολούνται με αντικείμενα διαφορετικά από την ύλη για τις εξετάσεις της ΕΣΔΙ. Σε αντίθεση λοιπόν με τον μοναδικό μη εξελισσόμενο ειρηνοδίκη, όλοι οι λοιποί οι δικαστικοί λειτουργοί (πρωτοδίκες, εισαγγελείς, διοικητικοί δικαστές, στρατιωτικοί δικαστές) εξελίσσονται σε επόμενους βαθμούς δυνάμει των χρόνων υπηρεσίας και της εργασιακής τους ικανότητας.

Η ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 88 του Συντάγματος περί ενοποίησης του Πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (και όχι περί ενοποίησης π.χ. του δευτέρου βαθμού), δεν μπορεί να εμποδίσει την εξέλιξη του πρωτοδίκη εξ ειρηνοδικών και στον δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι η διάταξη αναφέρεται στον τρόπο και στο βαθμό εισόδου εντός του κλάδου των πρωτοδικών, χωρίς να σημαίνει ότι ο πρωτοδίκης εξ ειρηνοδικών θα παραμένει μέχρι την αφυπηρέτησή του εκεί στον πρώτο βαθμό, ενώ ασκεί τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με τους λοιπούς πρωτοδίκες. Άλλωστε, θα ήταν αλλόκοτο να προβλέπεται απευθείας “ενοποίηση του δευτέρου βαθμού” για έναν δικαστή που δεν έχει εμπειρία σε εκδίκαση εφέσεων. Διαφορετική ερμηνεία, ότι δηλαδή ενοποίηση του πρώτου βαθμού σημαίνει και παραμονή για πάντα στον πρώτο βαθμό, θα ερχόταν σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις (άρθρ. 4 παρ. 1, 88 παρ. 2 εδ. β΄, 90 παρ. 1 Συντ.) , ενώ θα πρέπει να προκριθεί η ερμηνεία εκείνη που έρχεται σε εναρμόνισή με αυτές.

Ενδεχόμενος περιορισμός εξέλιξης των 920 ειρηνοδικών, θα αποτελούσε ένα άσχημο ιστορικό γεγονός, δεδομένου ότι ο οποιοσδήποτε πλέον εισερχόταν στο δικαστικό σώμα θα ελάμβανε κάθε είδους εξέλιξη, ενώ αυτοί οι 920 πρωτοδίκες εξ ειρηνοδικών θα είναι πάντοτε στάσιμοι σε έναν συγκεκριμένο βαθμό.

Τέλος, ορθότατα ο κος Υπουργός Δικαιοσύνης σε πρόσφατο συνέδριο ανέφερε ότι δεν έχει κανένα νόημα η εκδίκαση υπόθεσης τροχαίου ατυχήματος με το ίδιο ακριβώς δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο από μεν τον ειρηνοδίκη, εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι κάτω από 20.000 ευρώ, από δε τον πρωτοδίκη, εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι πάνω από 20.000 ευρώ. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, εφόσον ειρηνοδίκες και πρωτοδίκες δικάζουν με το ίδιο ακριβώς δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, δεν έχει κανένα νόημα η μη δυνατότητα εξέλιξης των πρωτοδικών εξ ειρηνοδικών με ίσους όρους όπως και για τους πρωτοδίκες εκ δικηγόρων.