Γράφει ο Γεώργιος Δουλδούρας, Διεθνολόγος – Οικονομολόγος


Η Ελλάδα, παραδοσιακά καθαρός εισαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας, καταγράφει μια σημαντική μετάβαση προς τον ρόλο του καθαρού εξαγωγέα. Αυτή η μεταβολή δεν αποτελεί απλώς μια ποσοτική προσαρμογή στο ενεργειακό της ισοζύγιο, αλλά συνιστά μια βαθύτερη στρατηγική στροφή που αντανακλά την επιδίωξη ενεργειακής αυτάρκειας και γεωοικονομικής αναβάθμισης. Στη θεωρία της ενεργειακής ασφάλειας, η μείωση της εξάρτησης από εξωτερικούς προμηθευτές συνδέεται με αυξημένη ανθεκτικότητα έναντι εξωτερικών κρίσεων και ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου η ενέργεια χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως εργαλείο διεθνούς ισχύος.
Το 2019, οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αντιπροσώπευαν περίπου το 20% της συνολικής κατανάλωσης της χώρας, επιβαρύνοντας το εμπορικό ισοζύγιο κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Η αύξηση της διεθνούς ζήτησης ενέργειας και η μεταβλητότητα των τιμών των ορυκτών καυσίμων –ιδιαίτερα μετά την ενεργειακή κρίση του 2022– κατέστησαν σαφές ότι η εξάρτηση από εξωτερικές πηγές συνιστά όχι μόνο οικονομικό μειονέκτημα αλλά και γεωπολιτική αδυναμία. Έως το 2024, η Ελλάδα καταγράφει πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο ενέργειας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η στρατηγική αύξησης της εγχώριας παραγωγής αποδίδει. Ωστόσο, η βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών δεν μεταφράζεται αυτόματα σε χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.
Σύμφωνα με την κλασική οικονομική θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης, η αύξηση της προσφοράς ενός αγαθού αναμένεται να μειώσει την τιμή του. Ωστόσο, η ηλεκτρική ενέργεια δεν αποτελεί ένα συμβατικό αγαθό. Στην ευρωπαϊκή αγορά, η διαμόρφωση των τιμών βασίζεται στο μοντέλο “pay-as-clear” δηλαδή τον μηχανισμό της οριακής τιμής (marginal pricing), όπου η τελική τιμή καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα παραγωγής που καλύπτει τη ζήτηση. Στην περίπτωση της Ελλάδας –όπως και πολλών άλλων χωρών της ΕΕ– αυτή η μονάδα βασίζεται συχνά στο φυσικό αέριο, το οποίο έχει υψηλό και ευμετάβλητο κόστος. Κατά συνέπεια, παρά την αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, το συνολικό κόστος για τον καταναλωτή επηρεάζεται κυρίως από τις ακριβότερες μονάδες παραγωγής, διατηρώντας τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Η ελληνική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας την εγγενή αδυναμία του υπάρχοντος μηχανισμού τιμολόγησης, έχει θέσει το ζήτημα της μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, η όποια αλλαγή συναντά αντιστάσεις, καθώς χώρες με διαφορετικά ενεργειακά μείγματα και στρατηγικές (π.χ. Γαλλία, με ισχυρή πυρηνική ενέργεια, ή Γερμανία, με έντονη εξάρτηση από το φυσικό αέριο) έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Επιπλέον, η γεωγραφική και διαρθρωτική ιδιαιτερότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις είναι περιορισμένες, επιδεινώνει τις διακυμάνσεις των τιμών και περιορίζει τη δυνατότητα άμεσης εκμετάλλευσης των εξαγωγών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή της Ελλάδας σε πραγματικό περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Έργα όπως η νέα διασύνδεση με τη Βουλγαρία, η αναβάθμιση της γραμμής μεταφοράς με την Ιταλία και ο EuroAsia Interconnector (που θα συνδέσει την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ) ενισχύουν τη θέση της χώρας στην περιφερειακή ενεργειακή αγορά. Επιπλέον, η πιθανή διασύνδεση με την Αίγυπτο θα μπορούσε να επιτρέψει την εισαγωγή φθηνής ηλιακής ενέργειας από τη Βόρεια Αφρική, συμβάλλοντας στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος και στη μείωση του κόστους. Παρά τις θετικές προοπτικές, οι επενδύσεις σε αυτές τις υποδομές απαιτούν χρόνο, γεγονός που καθυστερεί την απόδοση οφέλους στους καταναλωτές.
Ταυτόχρονα, η διαχείριση της μεταβλητότητας της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές αποτελεί κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται άμεσα με την ανάγκη για αποθήκευση ενέργειας. Η τεχνολογία αποθήκευσης – μέσω αντλησιοταμιευτικών σταθμών και μεγάλων μπαταριών – μπορεί να μετριάσει τις διακυμάνσεις και να επιτρέψει καλύτερη διαχείριση των ενεργειακών αποθεμάτων. Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές δυνατότητες στον τομέα αυτό, αλλά η υλοποίηση απαιτεί επενδύσεις και ρυθμιστικές παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα αυτών των έργων.
Η ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας συνιστά μια αξιοσημείωτη επιτυχία από μακροοικονομική και γεωοικονομική άποψη, αλλά το ζητούμενο είναι η μετάβαση αυτού του οφέλους στους καταναλωτές.
Η μεταρρύθμιση του μηχανισμού τιμολόγησης, η ενίσχυση των διασυνδέσεων και η ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης αποτελούν απαραίτητα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταστεί πυλώνας ενεργειακής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αρκεί να συνοδεύσει τις επιτυχίες της με στρατηγικές που θα διασφαλίσουν ανταγωνιστικές τιμές για τους πολίτες της.