Γράφει ο Χρήστος Τσιμπούκης,
Δικηγόρος, Διοικητικός Επιστήμων Μ.Δ.Ε./Ν.Ο.Π.Ε./Ε.Κ.Π.Α.
Σε λίγες ημέρες ολοκληρώνεται ένας δύσκολος από κάθε άποψη, υγειονομική, κοινωνική οικονομική, χρόνος από την πρώτη φάση αναστολής λειτουργίας του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων κι εν γένει (αυτό-)περιορισμού στις απαραίτητες και μόνο δραστηριότητες ως μέτρων αντιμετώπισης της διασποράς της πανδημίας του κορωνοϊού.
Μετά από σχεδόν ένα χρόνο, με δοκιμασμένες περισσότερο τις αντοχές τις κοινωνίας, εμπεδωμένους τους κινδύνους που διατρέχει το θετικό κρούσμα αλλά κι με ωριμότερη στο σύνολο της την κοινωνία, εύλογα επανατοποθετείται στην δημόσια συζήτηση το ζήτημα αποσυμφόρησης των καταστημάτων κράτησης της Χώρας υπό όρους και προϋποθέσεις. Πράγματι, είχε απασχολήσει ιδιαιτέρως σε θεωρητικό επίπεδο την νομική κοινότητα το εν λόγω μείζονος σημασίας ζήτημα, όπως αποτυπώθηκε με δημόσιες παρεμβάσεις συναδέλφων, επιστημονικών ενώσεων κλπ κι ενόσω μάλιστα είχε γεννηθεί η εντύπωση ότι η πρακτική εφαρμογή μιας συνισταμένης των απόψεων αυτών και των τοποθετήσεων βρισκόταν ante portas, ατυχώς διαψευστήκαν οι προσδοκίες.
Η σημερινή κατάσταση, ένα χρόνο μετά από την άκαρπη αυτή συζήτηση, στα καταστήματα κράτησης από ότι προκύπτει τόσο από το ρεπορτάζ όσο όμως και από την εφικτή στα πλαίσια του δυνατού ελέω μέτρων περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού, επικοινωνία με εντολείς – κρατούμενους είναι ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχουν διαγνωστεί αρκετά κρούσματα στις ελληνικές φυλακές. Εσχάτως όμως ήτοι τις τελευταίες δύο εβδομάδες η πραγματικότητα βαίνει διαρκώς επί τα χείρω.
Ειδικότερα, σε κατάστημα κράτησης της νοτίου Ελλάδας έχουν εντοπιστεί περισσότερα από 70 κρούσματα σε κρατουμένους, σε κεντρικό κατάστημα κράτησης περισσότερα από 25 κρούσματα, σε κατάστημα κράτησης της βορείου Ελλάδας επίσης περισσότερα από 10 κρούσματα κλπ. Η πραγματικότητα αυτή όσες ηθικο-πολιτικές αγκυλώσεις κι αν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από την κοινωνία, δεν θα πρέπει να αφήνει αμέτοχο κι αδιάφορο κανένα, ιδίως αν αναλογιστεί κάποιος τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων λ.χ. έλλειψη θέρμανσης, συνθήκες υγιεινής, τα χρόνια δομικά προβλήματα της χωροταξίας των ελληνικών φυλακών, συνιστάμενα στην αδυναμία ανεύρεσης χώρου που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος καραντίνας 20 ή 30 κρατουμένων, αριθμός κρατουμένων και πληρότητες των καταστημάτων κράτησης, επάρκεια ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και δέουσας φαρμακευτικής περίθαλψης, χρόνια πάσχοντες κι ευπαθείς ομάδες κρατουμένων οι οποία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας λ.χ. ανάπηροι, τοξικομανείς κλπ οι οποίοι διατρέχουν άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση που νοσήσουν από κορωνοϊό κλπ
Σε αυτήν την αντικειμενική και γνωστή για όσους έχουν επαφές κι επικοινωνία με κρατουμένους (συνηγόρους υπεράσπισης, ψυχολόγους, συγγενείς κλπ) πραγματικότητα θα πρέπει να προστεθεί κι η πλήρης απομόνωση ολόκληρων πτερύγων ή ακτινών φυλακών όταν έχει διαγνωστεί κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών θετικοί στον κορωνοϊό, αναστέλλοντας ταυτόχρονα δικαιώματα επικοινωνίας αυτών με συνηγόρους υπεράσπισης ενόσω ενδεχομένως επίκειται εκδίκαση υποθέσεων τους, συγγενείς, προαυλισμό κλπ.
Οι αντοχές και αυτής της κοινωνικής ομάδας ήτοι των κρατουμένων δοκιμάζονται κι αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Σε αυτήν την κατάσταση πλέον δεν διακινδυνεύει ο νομικός πολιτισμός μας κι αξίες του δυτικού τρόπου ζωής μας να περιπέσει αλλά την αντιμετωπίζει καθημερινά τις τελευταίες ήμερες. Σταθμίζονται καθημερινά το δικαίωμα στην ζωή κάποιων κρατούμενων οι οποίοι υπό προϋποθέσεις θα εδύναντο να αποφυλακιστούν με κριτήρια λ.χ. συγκεκριμένες πράξεις, όριο ηλικίας αυτών, προβλήματα υγείας, χρόνος εκτιθείσας και εκτιτέας στερητικής της ελευθερίας ποινής (έχω αναφερθεί στο παρελθόν σε σχετικούς προβληματισμούς) έναντι του δικαιώματος ασφάλειας.
Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσο μια κοινωνία μπορεί να αισθάνεται ασφαλής όταν ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων διακινδυνεύει την ίδια του την ζωή.