Πτώση 38 θέσεων και ιστορικό χαμηλό για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά την ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με τον δείκτη των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα.
Η 3η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου και στο πλαίσιο αυτό οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (ΔΧΣ) δημοσίευσαν τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου για το 2022.
Ο ετήσιος Δείκτης Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα κατατάσσει 180 χώρες και περιοχές ανάλογα με το βαθμό ελευθερίας του Τύπου.
Οι χώρες βαθμολογούνται από 0 έως 100, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια, όπως ο πλουραλισμός, η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης, το νομοθετικό πλαίσιο, η διαφάνεια και το επίπεδο κακοποίησης των δημοσιογράφων.
Όσο χαμηλότερη είναι η βαθμολογία, τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ελευθερίας του Τύπου στη χώρα.
108η στις 180 χώρες η Ελλάδα – Πτώση 38 θέσεων και τελευταία στην ΕΕ
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 108η θέση το 2022 (σκορ 55.52), με πτώση 38 θέσεων σε σχέση με το 2021 (σκορ 70.99).
Η θέση αυτή φέρνει τη χώρα μας τελευταία στην ΕΕ πίσω από χώρες όπως η Ουγγαρία και η Βουλγαρία (μέχρι πρότινος τελευταία στην ΕΕ), αλλά και αρκετές χώρες της Αφρικής, όπως το Μπουρουντί, η Μποτσουάνα και η Γκαμπόν.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα υπέστη σοβαρά πλήγματα το 2021 και το 2022, με τους δημοσιογράφους να εμποδίζονται τακτικά να καλύψουν θέματα από τη μετανάστευση στον Covid-19. Επιπλέον, η δολοφονία του βετεράνου ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 παραμένει ανεξιχνίαστη.
Στην έκθεση τονίζεται ότι η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στα μέσα ενημέρωσης ήταν σταθερά μία από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη, ενώ αναφορά γίνεται στους “στενούς δεσμούς μέσων ενημέρωσης με την πολιτική ελίτ”.
Σε ό,τι αφορά το νομικό πλαίσιο, η έκθεση αναφέρει ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον ποινικό κώδικα επιτρέπουν δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου για μη σαφείς νομικούς λόγους. Το αδίκημα της διάδοσης ψευδών πληροφοριών τιμωρείται με φυλάκιση πέντε ετών και αντίκειται στις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας και στα ευρωπαϊκά νομικά πρότυπα, αποτελώντας σοβαρή απειλή για το δικαίωμα των δημοσιογράφων να δημοσιεύουν πληροφορίες για το δημόσιο συμφέρον και αυξάνει τον κίνδυνο αυτολογοκρισίας.
Τέλος, στην έκθεση επισημαίνεται ότι η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας σε συνδυασμό με τα χαμηλά ποσοστά αναγνωσιμότητας και τους μειωμένους διαφημιστικούς προϋπολογισμούς έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης. Αυτό τους έκανε να εξαρτώνται περισσότερο από τη δημόσια χρηματοδότηση. Ωστόσο, η διαδικασία κατανομής αυτών των κονδυλίων στερείται διαφάνειας.