Αντιμέτωπος με 4 πειθαρχικές διαδικασίες ήρθε κρατούμενος στις φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης και στις φυλακές Νιγρίτας Σερρών, όπου κρατούνταν προσωρινά και ο οποίος αρνήθηκε να υποβληθεί σε σωματικό- πρωκτικό έλεγχο. Στις τρεις πρώτες του επιβλήθηκε ποινή δέκα ημερών κράτησης σε «ειδικό κελί» για απείθεια. Στην τέταρτη διαδικασία, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε αρχικά σε «αίθουσα υποδοχής» σε ημι-απομόνωση, πριν μεταφερθεί σε άλλη φυλακή.
Τα ένδικα μέσα που άσκησε εναντίον των εν λόγω αποφάσεων, απορρίφθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια κι έτσι ο Ράμι Συριανός, Έλληνας υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1988 και ζει στη Λάρισα, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Δεν ήταν υποχρεωμένος
Το Δικαστήριο σημείωσε εξ αρχής ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά τις σωματικές έρευνες αυτές καθ’ αυτές, αλλά την πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα για την άρνηση υποβολής σε μια τέτοια έρευνα. «Πράγματι, από τον φάκελο δεν προέκυπτε ότι ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να τις υποστεί» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση.
Παρά το γεγονός πως η πρακτική πειθαρχικών διώξεων είναι σύννομη και προβλέπεται βάσει σχετικών διατάξεων, στη συγκεκριμένη υπόθεση έκρινε ότι «θα εκτιμήσει την αναλογικότητα της πειθαρχικής ποινής που έχει επιβληθεί βάσει της νομολογίας σχετικά με την ανάγκη για σωματικό έλεγχο μέσω του πρωκτικού ελέγχου. Πράγματι, η άρνηση του προσφεύγοντος να συμμορφωθεί με την εντολή των αξιωματικών της φυλακής να γδυθεί και να υποβληθεί σε μια τέτοια έρευνα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της ανάγκης αυτής της έρευνας».
Τι αναφέρει το ΕΔΔΑ για τα γεγονότα
«Το Δικαστήριο επισήμανε, σχετικά, ότι η εν λόγω σωματική έρευνα διατάχθηκε από τους αξιωματικούς της φυλακής στις 26 Μαρτίου 2012. Την ημερομηνία αυτή, ο προσφεύγων μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Νιγρίτας στο σωφρονιστικό δικαστήριο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να παρασταθεί στην ακρόαση της ποινικής υπόθεσης που τον αφορά. Μετά την αναβολή της υπόθεσης, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Νιγρίτας» αναφέρει μεταξύ άλλων η απόφαση.
«Πράγματι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται από την κυβέρνηση, η μεταφορά του πραγματοποιήθηκε χωρίς άλλους κρατούμενους στο όχημα και διήρκεσε περίπου πέντε ώρες, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε μόνο επικοινωνία με τους φύλακες και τους αξιωματικούς της φυλακής. Το Δικαστήριο σημειώνει σχετικά ότι οι αρμόδιες αρχές δεν ανέφεραν κανέναν λόγο που να δικαιολογεί την ανάγκη διεξαγωγής έρευνας υπό αυτές τις συνθήκες, ειδικά επειδή, όπως φαίνεται από τον φάκελο, ο προσφεύγων δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν κατά την απουσία του» τονίζεται.
Η καταδίκη δεν αφορούσε διακίνηση ναρκωτικών
Στο σκεπτικό της απόφασης του ΕΔΔΑ επισημαίνεται επίσης πως «το Δικαστήριο διαπίστωσε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων δεν είχε καταδικαστεί για λόγους που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών. Επιπλέον, δεν θεωρήθηκε επικίνδυνος από τις αρχές των φυλακών για οποιοδήποτε άλλο λόγο». Και προστίθεται: «Οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν στη διάθεσή τους κάποια συγκεκριμένη ή ασαφή ένδειξη που θα οδηγούσε στην υποψία ότι ο προσφεύγων μπορεί να μεταφέρει ναρκωτικά κρυμμένα στον πρωκτό του».
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, που παρουσιάστηκαν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δεν εξετάστηκαν από το ποινικό δικαστήριο.
Αυστηρή ποινή η μεταφορά σε άλλη φυλακή
Όσον αφορά στη σοβαρότητα της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «η μεταφορά του προσφεύγοντος σε άλλη φυλακή αποτελούσε αυστηρή κύρωση η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για έναν κρατούμενο που διέμενε ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια φυλακή».
Παράλληλα, στις 26 Μαρτίου 2012, την ίδια μέρα που αρνήθηκε να υποβληθεί σε σωματική έρευνα, τοποθετήθηκε σε «αίθουσα υποδοχής». Ενώ αυτό το τελευταίο μέτρο, σημειώνει το ΕΔΔΑ «δεν επιβλήθηκε στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος, παραμένει αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτό επιβλήθηκε μετά την άρνησή του να υποβληθεί σε σωματική έρευνα».
Περιττές ποινές σε μία δημοκρατική κοινωνία
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν έχουν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για να δικαιολογήσουν την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στον προσφεύγοντα, ότι η ποινή δεν ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Και ότι αυτή η καταδίκη δεν ικανοποιούσε μια «επείγουσα κοινωνική ανάγκη» και ως εκ τούτου ήταν περιττή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για τους λόγους αυτούς δικαίωσε τον κρατούμενο και επέβαλε αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο ύψους 2.000 ευρώ.