Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, κατόπιν υποβολής αναφοράς μέλους του σχετικά με την έκδοση απορριπτικής εφετειακής απόφασης σε υπόθεση πλειστηριασμού και τους λόγους απόρριψης που αναφέρονται στην απόφαση αυτή, από τους οποίους προκύπτουν ζητήματα που αφορούν την προστασία του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των Ελλήνων πολιτών και την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Κατόπιν έγγραφης αναφοράς που κοινοποίησε στον ΔΣΑ ο συνάδελφος Ν.Χ. σχετικώς με απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, από την οποία προκύπτουν σοβαρά ζητήματα που αφορούν την προστασία του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των Ελλήνων πολιτών και την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ διαβίβασε αρμοδίως τη σχετική αναφορά προς τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Η υπόθεση αφορούσε αίτηση αναστολής πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 938 παρ. 4 ΚΠολΔ με σωρευόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, που ασκήθηκε μαζί με το ένδικο μέσο της Έφεσης κατά οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί Ανακοπή κατά έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, με την οποία είχε οριστεί ημέρα πλειστηριασμού η 16-7-2025. Το διατακτικό της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης δημοσιεύθηκε στο solon.gov.gr το μεσημέρι της 8-7-2025, δηλαδή την τελευταία ημέρα που θα μπορούσε να ασκηθεί η Έφεση εναντίον της με σωρευόμενη την Αίτηση Αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ.
Επί της αιτήσεως αναστολής, η υπ’ αριθμ. 207/2025 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έκρινε ότι:
1. Θα έπρεπε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος “να παρακολουθεί ανελλιπώς την πορεία της υποθέσεως, ώστε να πληροφορηθεί αμέσως την δημοσίευση της αποφάσεως και να μεριμνήσει ακόμη και με υπερένταση των προσπαθειών του για την σύνταξη και την κατάθεση της εφέσεως και της αίτησης αναστολής εντός της 8-7-2025 ώστε να επιτύχει την εμπρόθεσμη άσκηση της αίτησης αναστολής του πλειστηριασμού της 16-7-2025”
2. Ότι σε κάθε περίπτωση “παρά την έκδοση της εκκαλουμένης την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, η τήρησή της κρίνεται εν προκειμένω εφικτή και αν υποτεθούν αληθείς οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι αυτή δημοσιεύτηκε το μεσημέρι της 8-7-2025 δεδομένου ότι η κατάθεση της έφεσης και της αίτησης αναστολής ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ήταν δυνατή έως τις 7 μ.μ. το βράδυ της ίδιας ημέρας (κατ΄ άρθρο 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας πριν την συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την λήξη της), ενώ η σύνταξη της έφεσης δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία (ενόψει του ήδη υπάρχοντος δικογράφου της ανακοπής) για τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων” .
Από τις ως άνω σκέψεις της εφετειακής απόφασης προκύπτει ότι, κατ’ αυτήν, ο πληρεξούσιος δικηγόρος θα πρέπει:
– να είναι έτοιμος, «με υπερένταση των δυνάμεών του», να καταθέσει την Έφεση και την Αίτηση Αναστολής αυθημερόν και έως τις 7 μμ, τη στιγμή που η γραμματεία του δικαστηρίου είναι κλειστή και δεν προβλέπεται ούτε η ηλεκτρονική κατάθεση στη συγκεκριμένη διαδικασία (!).
– να έχει έτοιμο εκ των προτέρων δικόγραφο Έφεσης και Αίτησης Αναστολής, άλλως να συντάξει εντός λεπτών της ώρας ή ελαχίστων ωρών τα δικόγραφα, χωρίς να γνωρίζει το σκεπτικό της εκκαλουμένης (καθ’ όσον στο σύστημα solon δημοσιεύεται μόνον το διατακτικό, ενώ το σώμα της απόφασης μεταφορτώνεται τις επόμενες ημέρες στο σύστημα ηλεκτρονικών δικαστικών αποφάσεων)
– να βρίσκεται αδιαλείπτως συνδεδεμένος στο σύστημα solon.gov.gr για να παρακολουθεί μήπως εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση σε χρόνο που επιτρέπει την εμπρόθεσμη άσκηση της Αίτησης Αναστολής.
Το ζήτημα δεν αφορά μόνον μία συγκεκριμένη υπόθεση, άλλα άπτεται του δικαιώματος δικαστικής προστασίας κάθε Έλληνα πολίτη.
Όταν η Δικαιοσύνη απονέμεται με τους όρους αυτούς, το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών σε δίκαιη δίκη αποφλοιώνεται και μένει κενό περιεχομένου. Είναι προφανές ότι το ζήτημα αφορά και την αξιοπρεπή και λυσιτελή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος.
Διότι όταν, κατά παράβαση του νόμου (και της λογικής), ο δικηγόρος υποχρεούται στα αδύνατα ο θεσμικός του ρόλος υπονομεύεται και, εν τέλει, αναιρείται.
Το θέμα κρίθηκε ως μείζονος σημασίας καθώς αφορά τον πυρήνα του κράτους δικαίου στη χώρα μας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Ο ΔΣΑ θα παρακολουθεί στενά το θέμα και θα αναμένει τις αντιδράσεις των αρμοδίων οργάνων.»
Πηγή: dsa.gr