Ζητημάτων διόρθωσης και ερμηνείας δικαστικής απόφασης επιλήφθηκε με πρόσφατη απόφασή του το Ειρηνοδικείο Σιντικής (ΕιρΣιντικής 132/2023).
Συγκεκριμένα, στην προς ερμηνεία δικαστική απόφαση υπαγωγής οφειλών του αιτούντος στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, κρίθηκε πως ουδεμία αμφιβολία γεννάται ως προς το περιεχόμενο του διατακτικού της, αλλά ούτε συνάγεται η ύπαρξη ασυμφωνίας μεταξύ της πραγματικής βούλησης του Δικαστηρίου και του περιεχομένου τούτου. Σε κάθε δε περίπτωση, το δικαστήριο επεσήμανε ότι τυχόν ερμηνεία της απόφασης αυτής θα οδηγούσε σε μεταβολή της απόφασης και αλλοίωση του περιεχομένου και του διατακτικού της, πράγμα που σαφώς απαγορεύεται.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, από τη διάταξη του άρθρου 316 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία της απόφασής του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθούς έννοιας, δηλαδή, στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης του. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, είναι σαφής, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη.
Εξάλλου το Δικαστήριο θα χωρήσει στην ερμηνεία “κατά τους κοινούς κανόνες” και “με βάση το σύνολο της απόφασης και των στοιχείων εν γένει της δίκης”, θα λάβει δηλαδή υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση, όπως αγωγή, προτάσεις, προδικαστικές αποφάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης.
Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της αληθούς βούλησης των δικασάντων, με βάση την ατελή ή ασαφή διατύπωσή της στην απόφαση. Δεν ερευνάται, δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι απεφάνθη. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας. Απαγορεύεται, συνεπώς, κατά την ερμηνεία η επανεκτίμηση των αποδείξεων, που είχαν διεξαχθεί τότε.
Συνεπώς, διόρθωση και ερμηνεία χωρεί μόνον, όταν προφανώς συνάγεται ότι το Δικαστήριο άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφαση του και άλλο εξέφρασε, με την αποδοχή δε της αίτησης διόρθωσης και ερμηνείας αποκαθίσταται η διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της απόφασης το ηθελημένο περιεχόμενο της.
Αμφίβολο, καταρχήν, θεωρείται το νόημα της απόφασης, όταν η λεκτική διατύπωση και οι όροι που χρησιμοποιούνται παρέχουν λαβή σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές. Η ασάφεια πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της απόφασης ή η εκτέλεση αυτής και ο καθορισμός της έκτασης του δεδικασμένου. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διάταξης, να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες δεδικασμένου.
Εν προκειμένω, ο αιτών ισχυρίστηκε ότι η απόφαση, με την οποία ρυθμίστηκαν τα χρέη του, περιέχει ασαφείς διατυπώσεις αναφορικά με το εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης που ορίστηκε από το Δικαστήριο ή αν θα πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης και κατόπιν να επιμερίζεται στις μηνιαίες δόσεις, καθώς και εάν είναι επιτρεπτό να περιλαμβάνεται ή να προστίθεται στο επιτόκιο η εισφορά του Ν. 128/1975 ή οποιαδήποτε άλλη εισφορά ή τέλη ή έξοδα της τράπεζας, αιτούμενος, τέλος, να αποσαφηνιστεί ποια θα είναι η μηνιαία δόση που θα πρέπει να καταβάλλει, συνυπολογιζομένου και του επιτοκίου.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, στην υπό ερμηνεία απόφαση καθορίζεται με απόλυτη σαφήνεια το ποσό της δόσης, το επ’ αυτής επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού (του) και το ποσό επί του οποίου θα υπολογίζεται. Κρίθηκε δε ότι η μη αναφορά στην απόφαση περί του επιτρεπτού να περιλαμβάνεται ή να προστίθεται στο επιτόκιο η εισφορά του Ν. 128/1975 ή οποιαδήποτε άλλη εισφορά ή τέλη και έξοδα της τράπεζας, δεν θεμελιώνει ούτε ασάφεια, ούτε γεννά αμφιβολίες αφού τα περί αυτών διέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων.
Εξάλλου, το δικαστήριο επεσήμανε ότι από την έναρξη του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του, το σύνολο των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί έχουν όμοιο αιτιολογικό και διατακτικό με την προς ερμηνεία απόφαση.
Απόσπασμα απόφασης
II. Ο ΚΠολΔ στις διατάξεις των άρθρων 315 έως 320, ρυθμίζει τη διαδικασία της διόρθωσης και ερμηνείας των δικαστικών αποφάσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 316 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Αν απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του απόφαση, έτσι που η έννοια της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία της αποφάσεως του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθούς έννοιας, δηλαδή, στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης του. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, είναι σαφής, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 1124/2002). Εξάλλου το Δικαστήριο θα χωρήσει στην ερμηνεία “κατά τους κοινούς κανόνες” και “με βάση το σύνολο της απόφασης και των στοιχείων εν γένει της δίκης”, θα λάβει δηλαδή υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση, όπως αγωγή, προτάσεις, προδικαστικές αποφάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης. Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των δικασάντων, με βάση την ατελή ή ασαφή διατύπωση της στην απόφαση. Δεν ερευνάται δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο, κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι απεφάνθη. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας. Απαγορεύεται συνεπώς κατά την ερμηνεία η επανεκτίμηση των αποδείξεων, που είχαν διεξαχθεί τότε (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται επομένως, ότι διόρθωση και ερμηνεία χωρεί μόνον, όταν προφανώς συνάγεται, ότι το Δικαστήριο, άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφαση του και άλλο εξέφρασε, με την αποδοχή δε της αίτησης διόρθωσης και ερμηνείας αποκαθίσταται η διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της αποφάσεως το ηθελημένο περιεχόμενο της (ΑΠ 1679/2009, πρβλ. επίσης ΑΠ 359/2017). Αμφίβολο, καταρχήν, θεωρείται το νόημα της απόφασης, όταν η λεκτική διατύπωση και οι όροι που χρησιμοποιούνται παρέχουν λαβή σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές. Η ασάφεια, εξ άλλου, της απόφασης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της απόφασης ή η εκτέλεση αυτής και ο καθορισμός της έκτασης του δεδικασμένου. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διάταξης, να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες δεδικασμένου (ΑΠ 1427/2018, ΑΠ 177/1975, ΝοΒ 23. 897, ΑΠ 2009/1986, ΝοΒ 1987. 1234, ΕφΑΘ 8958/2003, ΕλλΔνη 2004. 1457, ΠΠρΑθ 184/2020 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.