Οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων που τις προσβάλλουν πρέπει να μπορούν να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο

Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός δεν απαιτείται να διενεργείται κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει έλεγχο του σεβασμού των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ενδιαφερομένου

Οι διαδικαστικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων που τις προσβάλλουν πρέπει να μπορούν να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να καθορίσει αν τούτο συμβαίνει, μέσω συγκεκριμένης και ειδικής εξέτασης.
Ωστόσο, ο έλεγχος αυτός πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής μόνον όταν αυτού του είδους η προσφυγή προβλέπεται στο εσωτερικό δίκαιο για την απευθείας προσβολή ανάλογης αποφάσεως των εθνικών αρχών.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία οργανώνεται σε δύο επίπεδα: αφενός, σε ένα κεντρικό επίπεδο, αποτελούμενο από την Κεντρική Εισαγγελία, η οποία βρίσκεται στην έδρα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο Λουξεμβούργο, και, αφετέρου, σε ένα αποκεντρωμένο επίπεδο, το οποίο αποτελείται από τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς που εδρεύουν στα κράτη μέλη.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει, στην Ισπανία, ποινική έρευνα για απάτη σχετικά με επιδοτήσεις της Ένωσης. Οι επιληφθέντες της υπόθεσης Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς κλήτευσαν δύο πρόσωπα ως μάρτυρες.
Τα υπό έρευνα πρόσωπα προσέβαλαν την κλήτευση ενός από τους μάρτυρες. Ο δικαστής ο οποίος ασκεί, στην Ισπανία, τον δικαστικό έλεγχο των μέτρων έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Επισημαίνει ότι ο ισπανικός νόμος επιτρέπει τον εν λόγω δικαστικό έλεγχο μόνο σε ορισμένες ρητώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται η κλήτευση μαρτύρων. Ο δικαστής αυτός θεωρεί, ωστόσο, ότι η ως άνω πράξη συνιστά πράξη δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι, προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος περιορισμός των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της Ένωσης, θα πρέπει να ασκείται ο έλεγχος που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης [1] για τις πράξεις αυτού του είδους.
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι απόκειται στο αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει, κατόπιν συγκεκριμένης και ειδικής εξέτασης, αν η κλήτευση μαρτύρων μπορεί να επηρεάσει τη νομική κατάσταση των προσώπων σε βάρος των οποίων διεξάγεται η έρευνα. Αν τούτο συμβαίνει, η κλήτευση πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο ειδικής και ευθείας προσφυγής. Μπορεί επίσης να ασκείται παρεμπιπτόντως, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο, καθώς και το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης. Εντούτοις, όταν προβλέπεται ευθεία προσφυγή για την απευθείας προσβολή ανάλογης απόφασης των εθνικών αρχών, η ίδια δυνατότητα πρέπει να υφίσταται όσον αφορά τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

 

1. Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.