Με πρόσφατη απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η άρνηση χορήγησης ταξιδιωτικού εγγράφου σε αναγνωρισμένο πρόσφυγα χωρεί μόνο κατόπιν εξατομικευμένης κρίσης των αρμοδίων διοικητικών οργάνων ως προς την συνδρομή λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας (ΣτΕ 1107/2024).
Το ανώτατο δικαστήριο επεσήμανε ότι η παρ. 2 του άρθρ. 1 της κυα 10302/29.5.2020, κατά το μέρος που καθιδρύει δέσμια αρμοδιότητα για την απόρριψη αιτήματος χορήγησης ταξιδιωτικού εγγράφου σε περίπτωση καταδίκης για ορισμένα αδικήματα, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο διατύπωσης εξατομικευμένης κρίσης από το αποφαινόμενο διοικητικό όργανο, έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 25 παρ. 2 εδ. δεύτερο του ν. 4636/2019.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με την παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 4636/2019 θεσπίσθηκε η απαγόρευση χορήγησης ταξιδιωτικού εγγράφου σε αναγνωρισμένο πρόσφυγα είτε όταν εκκρεμεί σε βάρος του η διαδικασία εφαρμογής ρήτρας παύσης, αποκλεισμού, ανάκλησης ή ακύρωσης του χορηγηθέντος καθεστώτος είτε όταν συντρέχουν στο πρόσωπό του επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.
H παρεχόμενη με την παρ. 2 εδ. δεύτερο του ίδιου άρθρου εξουσιοδότηση για να καθοριστούν με κοινή υπουργική απόφαση η διαδικασία έκδοσης και, συναφώς, ανανέωσης και αντικατάστασης του ταξιδιωτικού εγγράφου, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τύπος, το περιεχόμενο ενδείξεων και η διάρκεια ισχύος του, υπό το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν καταλαμβάνει και την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών «επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» με τον προσδιορισμό συγκεκριμένων αδικημάτων που άγουν αυτομάτως στην μη χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου σε αναγνωρισμένους πρόσφυγες. Και τούτο, διότι η αρμοδιότητα για την διαπίστωση της συνδρομής λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης που αποκλείουν την χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου σε αναγνωρισμένο πρόσφυγα ανατίθεται από τον νομοθέτη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της κυα 10302/29.5.2020, στην Υπηρεσία Ασύλου, τα οικεία όργανα της οποίας εκφέρουν εξατομικευμένη κρίση για την χορήγηση ή μη του ταξιδιωτικού εγγράφου, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του πρόσφυγα, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και ενόψει αυτών, εκτιμώντας και την σοβαρότητα της τελεσθείσας παράβασης ή της ποινικής καταδίκης, τον χρόνο παρέλευσης από την καταδίκη και κάθε στοιχείο αναγκαίο για την διαμόρφωση της κρίσης τους.
Το δικαστήριο τόνισε πως η επιλογή του κοινού νομοθέτη να αναθέσει σε διοικητικό όργανο την αρμοδιότητα να αποφανθεί ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά αποτελούν για την συγκεκριμένη περίπτωση επιτακτικό λόγο εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης που εμποδίζει τη χορήγηση στον πρόσφυγα του αιτούμενου ταξιδιωτικού εγγράφου και να μην εξουσιοδοτήσει των κανονιστικό νομοθέτη να ρυθμίσει αφηρημένα και αποκλειστικά τις περιπτώσεις εκείνες που, κατά την εκτίμησή του, συνιστούν αυτομάτως λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας τελεί σε συμφωνία με τις διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και εν γένει με τις διατάξεις που αφορούν την διεθνή προστασία, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακολούθως, το δικαστήριο έκρινε ανίσχυρη την προσβαλλόμενη άρνηση χορήγησης ταξιδιωτικού εγγράφου σε αναγνωρισμένο πρόσφυγα που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της κυα 10302/29.5.2020, η οποία έχει τεθεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω, καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 25 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του ν. 4636/2019.
Δείτε την περίληψη της απόφασης στο adjustice.gr.