Προϋπόθεση της απαλλαγής του ασφαλιζόμενου από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων είναι η επέλευση ανικανότητάς του (για την εκτέλεση της εργασίας που ασκούσε μέχρι τότε ή άλλης εργασίας ανάλογη με τη μόρφωση, την εκπαίδευση και την πείρα του), η οποία πρέπει αφενός να είναι ολική – δηλαδή δεν αρκεί μερική ανικανότητα – και αφετέρου να διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος από τότε που o ασφαλιζόμενος θα τη γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική εταιρεία, ώστε στη συνέχεια, μετά την παρέλευση του έτους, ενεργοποιείται η απαλλαγή του από τα ασφάλιστρα. Για την ενεργοποίηση της απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων απαιτείται η έγγραφη γνωστοποίηση της διαρκούς ολικής ανικανότητας προς την εναγομένη και η υποβολή των απαιτούμενων πιστοποιητικών. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται η αυτοδίκαιη ενεργοποίηση της σχετικής απαλλαγής από τα ασφάλιστρα με μόνη τη γνώση ανικανότητας από την ασφαλιστική εταιρία, αλλά αντιθέτως προβλέπεται ως ασφαλιστική υποχρέωση του ασφαλισμένου η έγγραφη και μόνο γνωστοποίηση της ανικανότητας. H δε υποβολή τιμολογίων από τον ενάγοντα για νοσήλια και λοιπά ιατροφαρμακευτικά έξοδα και η πληρωμή τους από την εναγομένη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως γνωστοποίηση της ανικανότητας για απαλλαγή τα ασφάλιστρα. Εξάλλου ο όρος περί «άμεσης αναγνώρισης» της διαρκούς ολικής ανικανότητας στην περίπτωση που o ασφαλισμένος νοσήσει από συγκεκριμένες «σοβαρές ασθένειες», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο καρκίνος, δεν έχει τη σημασία της άνευ ετέρου, ενεργοποίησης της ρήτρας απαλλαγής από τα ασφάλιστρα, ήτοι χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση, αλλά έχει τη σημασία ότι στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η αναμονή ενός έτους, κατά το οποίο πρέπει να εξακολουθήσει η ανικανότητα για να θεωρηθεί διαρκής και ολοκληρωτική, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Παραρτήματος Β΄.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
16o Τμήμα – ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 308/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Γεώργιο Ανδρεάδη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιo Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τον Γραμματέα Μιχάλη Αλεξάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: κατοίκου ., o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Μιμιγιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ανώνυμης ελληνικής εταιρίας γενικών ασφαλειών «Η ΕΘΝΙΚΗ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Δέσποινα Γρυσμπολάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27.1.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2017 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 3368/2020 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 19.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ένδικου μέσου ./22.7.2020 έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2021, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, ορίστηκε δε δικάσιμος για τη συζήτησή της η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3368/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 27.1.2017 αγωγή του ενάγοντος-εκκαλούντος κατά της εναγομένης-εφεσίβλητης, ασκήθηκε νόμιμα (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ) από τον πρωτοδίκως ηττηθέντα ενάγοντα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ και εισάγεται αρμόδια προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει επισυναφθεί στην έφεση.
Ο ενάγων με την από 27.1.2017 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά της εναγομένης, ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει του παραρτήματος Β’ του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, που έχει συναφθεί μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων απαλλάσσεται της καταβολής των ασφαλίστρων στην περίπτωση που επέλθει διαρκής ολική ανικανότητα αυτού. Ότι μολονότι πληρώθηκε ο παραπάνω όρος, καθώς ο ενάγων νόσησε από καρκίνο, που κατά τη σύμβαση συνεπάγεται διαρκή ολική ανικανότητα και η εναγομένη το γνώριζε, διότι από την πρώτη στιγμή κάλυπτε τα σχετικά ιατρικά, χειρουργικά, φαρμακευτικά και εν γένει έξοδά του, η τελευταία εξακολούθησε να εισπράττει από αυτόν ασφάλιστρα. Ότι συνεπεία της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης υπέστη ζημία, συνολικού ύψους 29.208,54 ευρώ, που αντιστοιχεί στα ασφάλιστρα που συνέχισε να καταβάλει ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 16.10.2008 έως 16.10.2016. Ότι συνεπεία της προπεριγραφόμενης αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη για την οποία δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού 20.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτή μετατροπή του αγωγικού καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, ζήτησε για την παραπάνω αιτία, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 29.208,54 ευρώ, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ν’ αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 29.208,54 ευρώ και όλα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την κύρια αγωγική αξίωση, κατά μεν το ποσό των 29.208,54 ευρώ ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά το ποσό των 20.000 ευρώ ως νομικά αβάσιμη, την επικουρική δε αγωγική αξίωση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την έφεσή του και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. ./2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος του ενάγοντος . , που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, . κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης, της υπ’ αριθ. 7926/2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της εναγομένης, . που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, καθώς και των λοιπών εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του του Δικαστηρίου αυτού τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ των διαδίκων συνήφθη το υπ’ αριθ. . ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής με ισχύ από 16.10.1997 έως 16.10.2021 και στο οποίο προβλέπονταν οι εξής καλύψεις: α) βασική ασφάλιση ζωής, β) απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων και γ) έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης. Ειδικότερα ως προς την πρόσθετη ασφάλιση απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας, που προβλεπόταν στο Παράρτημα Β’ του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, συμφωνήθηκε ότι «Με αυτό το παράρτημα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Ασφαλιστηρίου Ζωής, «Η Εθνική» δηλώνει τα εξής: Δέχεται την αίτηση του Συμβαλλόμενου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει από περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην των παραρτημάτων Ζ και Κ, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πάθει διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα πριν συμπληρώσει τα 65 του χρόνια». Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1 του ως άνω Παραρτήματος, διαρκής ολική ανικανότητα, θεωρείται «η για ένα τουλάχιστον χρόνο από τότε που θα γνωστοποιηθεί εγγράφως στην Εταιρεία διαρκής και ολοκληρωτική ανικανότητα του ασφαλισμένου, είτε από ασθένεια είτε από ατύχημα, να εκτελέσει την εργασία που έκανε πριν πάθει την ανικανότητα ή κάθε άλλη εργασία για την οποία έχει την απαιτούμενη μόρφωση, εκπαίδευση και πείρα», ενώ ως σοβαρές ασθένειες ορίζονται: «το έμφραγμα μυοκαρδίου, η συνεπεία στεφανιαίας νόσου εγχείρηση by-pass, το εγκεφαλικό επεισόδιο, ο καρκίνος και η νεφρική ανεπάρκεια», ειδικά δε ως ως καρκίνος ορίζεται «κάθε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών, περιλαμβανομένων και της λευχαιμίας, των λεμφωμάτων, των κακοηθών μελανωμάτων καθώς και της νόσου του HODGKIN εκτός του 1ου σταδίου». Με το 4° άρθρο που φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις σε περίπτωση ανικανότητας» ορίζονται τα εξής: «Οταν συμβεί η ανικανότητα ο ασφαλιζόμενος πρέπει να υποβάλει στην Εταιρεία με δικά του έξοδα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Η Εταιρεία επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα της εξακρίβωσης της ανικανότητας, από γιατρούς της δικής της επιλογής με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιοδήποτε χρόνο…Ο ασφαλιζόμενος οφείλει επίσης δύο (2) μήνες πριν από κάθε επέτειο της σύναψης της ασφάλειας, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του». Τέλος, με το 5° άρθρο που φέρει τον τίτλο «Απαλλαγή ασφαλίστρων», ορίζεται ότι «Η Εταιρεία απαλλάσσει τον συμβαλλόμενο από παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων αν ο ασφαλιζόμενος πάθει Διαρκή Ολική Ανικανότητα και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Μέχρι να αναγνωρισθεί από την εταιρία η διαρκής ολική ανικανότητα του ασφαλιζόμενου, ο συμβαλλόμενος είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει να πληρώνει τα ασφάλιστρα. Μετά την αναγνώριση τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία γνωστοποίησης της ανικανότητας μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Η έναρξη της ανικανότητας δεν μπορεί να ανατρέχει σε χρόνο προηγούμενο από τη χρονολογία της δήλωσής της στην Εταιρεία. Σε περίπτωση που η Εταιρεία έχει λόγους να πιστεύει ότι έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του ασφαλιζομένου, πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής». Η διατύπωση του ως άνω παραρτήματος είναι σαφής και δεν δημιουργεί αμφιβολία ως προς τα ακόλουθα σημεία: α) Οτι προϋπόθεση της απαλλαγής του ασφαλιζόμενου από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων είναι η επέλευση ανικανότητας του (για την εκτέλεση της εργασίας που ασκούσε μέχρι τότε ή άλλης εργασίας ανάλογη με τη μόρφωση, την εκπαίδευση και την πείρα του), η οποία πρέπει αφενός να είναι ολική – δηλαδή δεν αρκεί μερική ανικανότητα – και αφετέρου να διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος από τότε που ο ασφαλιζόμενος θα τη γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική εταιρεία, ώστε στη συνέχεια, μετά την παρέλευση του έτους, ενεργοποιείται η απαλλαγή του από τα ασφάλιστρα, β) Ότι τέτοια ανικανότητα του ασφαλιζόμενου είναι δεδομένη στις ειδικές περιπτώσεις που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 1 του υπ’ αριθ. 1 άρθρου, καθώς και στις ειδικές περιπτώσεις των «σοβαρών ασθενειών» που αναφέρονται στην παρ. II του ιδίου ως άνω άρθρου, σε όλες δε τις παραπάνω ειδικές περιπτώσεις των παρ. I και II δεν απαιτείται να παρέλθει ένα έτος προκειμένου να απαλλαγεί ο ασφαλιζόμενος από την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το 2009 ο ενάγων νόσησε από καρκίνο του σιγμοειδούς και αποφρακτικό ειλεό και στις 27.3.2009 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (χαμηλή πρόσθια εκτομή). Κατά το χρονικό διάστημα από 22.4.2009 έως 16.10.2009 υποβλήθηκε σε 12 κύκλους χημειοθεραπείας. Στις 26.4.2010 διαπιστώθηκε μεταστατικός καρκίνος ήπατος σε έδαφος χειρουργηθέντος καρκίνου ορθού, ο οποίος αντιμετωπίσθηκε με διαδερμική θερμική νέκρωση και 6 κύκλους χημειοθεραπείας, ενώ έκτοτε βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση χωρίς στοιχεία υποτροπής. Στις 29.11.2012 διαπιστώθηκε πιθανή πολυνευροπάθεια μετά από χημειοθεραπεία, ενώ στις 19.5.2016 διαπιστώθηκε ότι πάσχει από φλοιβασικό σύνδρομο (εκφυλιστική πάθηση του κεντρικού νευρικού συστήματος), πάθηση για την οποία δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Ο ενάγων, μετά την αρχική διάγνωση του καρκίνου συνέχισε να καταβάλει τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα στην εναγομένη και μόνο στις 25.2.2016 υπέβαλε σχετική έγγραφη αίτηση προς την τελευταία γνωστοποιώντας την ανικανότητα του λόγω σοβαρής ασθένειας, προσκόμισε δε τα αντίστοιχα πιστοποιητικά, ήτοι ιστολογική και παθολογοανατομική εξέταση (βλ. την από 25.2.2016 αίτηση υποβολής δικαιολογητικών σοβαρών ασθενειών που απευθύνεται στο Τμήμα Ζωής και Ανικανότητας της εναγομένης και φέρει σφραγίδα παραλαβής από την τελευταία με ημερομηνία 26.2.2016). Επομένως, ο ενάγων για πρώτη φορά προέβη σε έγγραφη γνωστοποίηση προς την εναγομένη της διαρκούς ολικής ανικανότητας του λόγω του καρκίνου στις 25.2.2016, ήτοι σε χρόνο που είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του (έχει γεννηθεί το έτος 1946), με αποτέλεσμα την παύση ισχύος της ένδικης πρόσθετης ασφάλισης απαλλαγής (η εν λόγω πρόσθετη ασφάλιση είχε παύσει να ισχύει από το έτος 2ou, δηλαδή 5 έτη πριν από την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 1, 4 και 5 του Παραρτήματος Β’ έγγραφη γνωστοποίηση της διαρκούς ολικής ανικανότητας του προς την εναγομένη). Για τον λόγο αυτό, η εναγομένη εξετάζοντας το αίτημα του το απέρριψε λόγω παύσης της ισχύος της πρόσθετης ασφάλισης του παραρτήματος Β’. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος ότι η εναγομένη γνώριζε από τον Μάρτιο του 2009 τη σοβαρή ασθένεια από την οποία νόσησε, καθώς αναγνώρισε την ανάγκη για ιατρική κάλυψη και πλήρωσε το σύνολο των ιατρικών εξόδων που απαιτήθηκαν για τη θεραπεία του, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή και είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από τον συνδυασμό των άρθρων 1, 4 και 5 του παραρτήματος Β’ συνάγεται σαφώς ότι για την ενεργοποίηση της απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων απαιτείται η έγγραφη γνωστοποίηση της διαρκούς ολικής ανικανότητας προς την εναγομένη και η υποβολή των απαιτούμενων πιστοποιητικών. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται η αυτοδίκαιη ενεργοποίηση της σχετικής απαλλαγής από τα ασφάλιστρα με μόνη τη γνώση της ανικανότητας από την ασφαλιστική εταιρία, αλλά αντιθέτως προβλέπεται ως ασφαλιστική υποχρέωση του ασφαλισμένου η έγγραφη και μόνο γνωστοποίηση της ανικανότητας. Η δε υποβολή τιμολογίων από τον ενάγοντα για νοσήλια και λοιπά ιατροφαρμακευτικά έξοδα και η πληρωμή τους από την εναγομένη δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως γνωστοποίηση της ανικανότητας για απαλλαγή από τα ασφάλιστρα. Την κρίση αυτή επιρρωνύει και το γεγονός ότι το άρθρο 5 του παραρτήματος Β’ ρητά ορίζει ότι, αφενός επιστρέφονται τα ασφάλιστρα που αφορούν το διάστημα από την ημερομηνία γνωστοποίησης της ανικανότητας, αφετέρου δε η έναρξη της ανικανότητας δεν μπορεί να ανατρέχει σε χρόνο προηγούμενο της δήλωσης στην εταιρία – αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό αποφασιστική σημασία για την ενεργοποίηση της ρήτρας απαλλαγής από τα ασφάλιστρα στην πράξη της γνωστοποίησης της ανικανότητας από τον ασφαλισμένο. Ο όρος δε περί «άμεσης αναγνώρισης» της διαρκούς ολικής ανικανότητας στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος νοσήσει από συγκεκριμένες «σοβαρές ασθένειες», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο καρκίνος, δεν έχει τη σημασία της άνευ ετέρου, ενεργοποίησης της ρήτρας απαλλαγής από τα ασφάλιστρα, ήτοι χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση, αλλά έχει τη σημασία ότι στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η αναμονή ενός έτους, κατά το οποίο πρέπει να εξακολουθήσει η ανικανότητα για να θεωρηθεί διαρκής και ολοκληρωτική, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Παραρτήματος Β’. Επομένως, η αξίωση του ενάγοντος για επιστροφή των ασφαλίστρων, τόσο αυτών που αφορούν το πριν τη γνωστοποίηση της ανικανότητας χρονικό διάστημα, όσο και το μετά από αυτήν χρονικό διάστημα δεν στηρίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση και είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατ’ ακολουθία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την κύρια αγωγική αξίωση για αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης ως ουσιαστικά αβάσιμη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίστοιχων 1ου και 4ου λόγων της έφεσης. Περαιτέρω, ως προς το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ορθώς απερρίφθη ως νομικά αβάσιμο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον ο ενάγων δεν επικαλέστηκε πραγματικά περιστατικά, τα οποία πέραν της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, η οποία ούτως ή άλλως δεν έγινε δεκτή ως βάσιμη, στοιχειοθετούν αδικοπραξία, απορριπτόμενου ως αβάσιμου και του 2ου λόγου της έφεσης. Επίσης, το επικουρικό αίτημα περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ορθώς απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστο, καθώς ο ενάγων δεν επικαλέστηκε τυχόν ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, απορριπτόμενου ως αβάσιμου και του 3ου λόγου της έφεσης. Σε κάθε περίπτωση, μετά την απόρριψη των αγωγικών ισχυρισμών περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, δεν υφίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουτισμός της εναγομένης σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος. Τέλος, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της έφεσης ο εκκαλών προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παράπονου μένος ότι εσφαλμένα προσδιόρισε αυτά στο ποσό των 1.200 ευρώ. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚπολΔ), πρέπει όμως να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής, ήτοι με βάση το αίτημα της (49-208,54 ευρώ), σε συνδυασμό και με τα άρθρα 63 και 68 του ν. 4194/2013 (Κώδικας περί Δικηγόρων), τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, που νίκησε, ορθώς προσδιορίσθηκαν με την εκκαλουμένη στο ποσό των 1.200 ευρώ.
Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτόν κατά την άσκηση της έφεσης του (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 ευρώ).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 18-1-2023.