Της ιστορικού Βασιλικής Πολυζώνη*
Χρονολογική προσέγγιση με βάση τις πηγές
Τα χρονικά όρια της παλαιότερης ελληνικής ιστορίας σχετίζονται με τις σχέσεις που είχε η Ελλάδα με τον κόσμο που την περιέβαλε (αρχαία Ανατολή, Κρήτη και Μ. Ασία). Οι πρώτες προσπάθειες που έγιναν από τη σύγχρονη έρευνα για να καθοριστούν τα χρονικά ιστορικά γεγονότα του τέλους της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετηρίδας, με τη βοήθεια διαφόρων οικογενειακών και γενεαλογικών δέντρων, ήταν αποτυχημένες. Έτσι λοιπόν, η χρονολογική παράδοση για την Ελλάδα αρχίζει να καταγράφεται σταδιακά μετά την καθιέρωση της αλφαβητικής γραφής.
Όλα τα χρονολογικά δεδομένα της πρώιμης ελληνικής ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην πριν από τον 8ο αιώνα π. Χ. περίοδο, πρέπει να θεωρηθούν ότι ισχύουν μόνο κατά προσέγγιση. Αυτά είναι κυρίως χρονολογικά συμπεράσματα, τα οποία σχετίζονται με το δεύτερο μισό της τρίτης χιλιετηρίδας, αλλά και με ολόκληρη τη δεύτερη χιλιετία, για την οποία δεν έχουμε στη διάθεσή μας κανένα στοιχείο, όσον αφορά την Ελλάδα, το οποίο να βασίζεται σε αστρονομικά δεδομένα.
Γι’ αυτόν το λόγο και γεγονότα, τα οποία για την ιστορία της Ελλάδας είναι πολύ σημαντικά, όπως για παράδειγμα η Δωρική Μετανάστευση κι ο Αποικισμός των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας, μπορούν να χρονολογηθούν με προσέγγιση τουλάχιστον ενός αιώνα. Τα πρώιμα ντοκουμέντα που είναι γνωστά σε εμάς είναι οι κατάλογοι των Ολυμπιονικών και των Εφόρων της Σπάρτης.
Μελετώντας, λοιπόν, την ιστορία κι άλλων λαών, μπορεί να γίνει, κατά προσέγγιση, μία χρονολογική τοποθέτηση των ελληνικών δεδομένων, μέσω ευρημάτων, στοιχείων ελληνικού πολιτισμού και αναφορών. Για παράδειγμα, η αιγυπτιακή χρονολογία δίνει κατευθύνσεις στο να καθοριστεί η χρονολογική αλληλουχία των κρητικών στρωμάτων.
Η σχηματική διάταξη της κρητικής χρονολογίας, με τη διάκριση της λεγόμενης Πρωτομινωικής, της Μεσομινωικής και της Υστερομινωικής εποχής, οι οποίες καθιερώθηκαν από τον Sir Arthur Evans (ο επιφανής Άγγλος ανασκαφέας της Κνωσού) και με την υποδιαίρεση κάθε μίας από τις πιο πάνω περιόδους σε τρεις επιμέρους φάσεις, δε μπορεί πια να καταργηθεί, γιατί συν τοις άλλοις κι η χρονολογική διευθέτηση των πρώιμων ιστορικών χρόνων για το ηπειρωτικό ελλαδικό έδαφος έχει γίνει από τους A. J. B. Wace και C. W. Belgen, με το ίδιο σύστημα. Έχουν, δηλαδή, καθιερωθεί κι εδώ τρεις βαθμίδες, η Πρωτοελλαδική, η Μεσοελλαδική και Υστεροελλαδική, που της έχουν παραδεχθεί όλοι, με αποτέλεσμα η σχηματική χρονολογία να έχει παγιωθεί για την Ελλάδα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις ενδείξεις που μας παρέχουν ευρήματα μερικών λίθινων αιγυπτιακών αγγείων, η έναρξη των μετάλλων στην Κρήτη φαίνεται ότι πρέπει να τοποθετηθεί από τα χρόνια ακόμα της τρίτης αιγυπτιακής δυναστείας, γύρω στο 2.400 π. Χ., αλλά και για τα χρονικά πλαίσια της «Μετανάστευσης του Αιγαίου» επίσης, τα αιγυπτιακά δεδομένα είναι εκείνα που αποτελούν το βασικό μας κριτήριο.
Η εποχή του λίθου στον ελλαδικό χώρο
Αξιοσημείωτη από άποψη ευρημάτων είναι η νεολιθική περίοδος για την Ελλάδα, όπου οι μεταβολές αυτής της περιόδου ξεκινούν να εμφανίζονται στο χώρο αυτό γύρω στο 6.500 π. Χ. Έχουν εντοπιστεί νεολιθικοί οικισμοί σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, σε τοποθεσίες βραχώδεις, νησιών, στις παρυφές ορεινών όγκων, σε σπήλαια, σε παραλιακές και παραλίμνιες περιοχές.
Για τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας πιο συνηθισμένη μορφή προϊστορικού οικισμού είναι ο τεχνητός λοφίσκος που ονομάζεται «τούμπα» και «μαγούλα». Συγχρόνως αναπτύσσεται ο επίπεδος οικισμός, που στη νότια Ελλάδα έχει μεγάλη έκταση. Λιμναίος οικισμός έχει ανακαλυφθεί από ανασκαφές στην παραλίμνια πλευρά του χωριού «Δισπηλιό» Καστοριάς, όπου παρατηρείται ότι ξύλινοι πάσσαλοι στήριζαν επίσης ξύλινες πλατφόρμες, επάνω στις οποίες στηρίζονταν τα σπίτια.
Στο βορειοελλαδικό χώρο τα σπίτια των νεολιθικών οικισμών ήταν κατά κανόνα κατασκευασμένα από κλαριά και λάσπη και στηρίζονταν σε ένα ξύλινο σκελετό. Ενώ στη Θεσσαλία τη νότια Ελλάδα, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, στην κατασκευή των σπιτιών χρησιμοποιούνταν ευρύτατα ντόπιες πέτρες.
Στοιχείο που έχει παρατηρηθεί από μελέτες είναι η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία τη συγκεκριμένη εποχή. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομίας αυτής της περιόδου στην Ελλάδα. Δε γνωρίζουμε, αν οι άνθρωποι είχαν ατομική ιδιοκτησία της γης, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι η γη ανήκε συλλογικά στην κοινότητα, και την ευθύνη της βοσκής μπορεί να την είχε εξολοκλήρου αυτή.
Στον ελλαδικό χώρο, ο άνθρωπος της νεολιθικής εποχής δεν ήταν μόνος, καθώς αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι μιας ευρύτερης ομάδας της κοινότητας. Τέλος, οι μελέτες των τρόπων ταφής των νεκρών δείχνουν γενικώς ότι η φροντίδα γι’ αυτούς πλαισιώνεται από ένα βαθιά θρησκευτικό συναίσθημα στην Ελλάδα1.
Τα ευρήματα του θεσσαλικού Σέσκλου (το πιο σημαντικό θεσσαλικό χωριό από άποψη ευρημάτων) αντιπροσωπεύουν την αρχαιότερη νεολιθική φάση. Αυτή υπάγεται στο πρώτο μισό της τρίτης χιλιετίας και σε ακόμα πιο πρώιμα χρόνια.
Εντούτοις, ευρήματα από τις ανασκαφές που έγιναν στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας αποκαλύπτουν ότι υπήρχε συνεχή κατοίκηση της περιοχής αυτής από το 20.000 π. Χ., μέχρι και τη Νεολιθική εποχή. Επομένως, μαρτυρείται ότι υπήρχε το ελληνικό στοιχείο ήδη από τη Μεσολιθική εποχή (περίπου 10.000 – 6.500 π. Χ.)2.
Επιπλέον στοιχεία που προκύπτουν από έρευνες
Άλλο στοιχείο που προκύπτει από μελέτες είναι ότι με την έναρξη της Μεσοελλαδικής περιόδου (περίπου 1.900 με 1.550 π. Χ.), ήρθαν στην Ελλάδα οι Ινδοευρωπαίοι. Ενώ, η Υστεροελλαδική εποχή (περίπου 1.550 με 1.050 π. Χ.) ταυτίζεται με την Μυκηναϊκή περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Αυτή η περίοδος χρονολογείται, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα συμπεράσματα, των γερμανικών ανασκαφών στον αθηναϊκό Κεραμεικό, γύρω στα 1.150 π. Χ.³
Έπειτα, ακολούθησε η λεγόμενη υπομυκηναϊκή περίοδος. Αυτή εμφάνιζε μία σαφή πολιτισμική οπισθοχώρηση και πολύ πιθανόν, προς τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, η Πρωτογεωμετρική, που οδήγησε βαθμιαία προς το γεωμετρικό ρυθμό. Από τις αρχές του 9ου αιώνα, μέχρι τον 8ο αιώνα π. Χ. δίνεται το πιο αντιπροσωπευτικό ύφος της εποχής. Γενικά, το χρονολογικό σύστημα της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετηρίδας μπορεί να θεωρηθεί ότι στις κύριες γραμμές του είναι ασφαλές.
Παρά το γεγονός ότι η ιστορία της Ελλάδας από την εποχή της εισβολής των Ινδοευρωπαίων μέχρι τον 8ο αιώνα π. Χ. μας είναι γνωστή μόνο στο πολύ γενικό της πλαίσιο, και σημαντικά γεγονότα της, όπως η σύγκρουση των εισβολέων με τον παλαιότερο μεσογειακό πληθυσμό της χώρας παραμένουν σχεδόν ολοκληρωτικά στο σκοτάδι, και δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιτρέπουν ούτε τον υπολογισμό των Ινδοευρωπαίων αριθμητικά, σε σύγκριση με τον παλαιότερο πληθυσμό, εντούτοις η αξιοθαύμαστη άνθηση του μυκηναϊκού πολιτισμού παρέχει μία αναμφισβήτητη μαρτυρία για την έντονη επίδραση που άσκησε το νέο φυλετικών στοιχείο, που ήταν κυρίαρχο στην Ελλάδα κατά τα μέσα της δεύτερης χιλιετηρίδας και το οποίο στον πολιτικό ιδιαίτερα τομέα είχε αναμφίβολα την ηγεσία.
Πραγματικά ανατρεπτικός ήταν ο χαρακτήρας της Δωρικής Μετανάστευσης, καθώς επηρέασε βαθιά τη φυλετική σύνθεση της Ελλάδας και της έδωσε τα χαρακτηριστικά που αυτή διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτα για μιάμιση χιλιετία, μέχρι το τέλος της αρχαιότητας.
Οι μετακινήσεις των διαφόρων φυλετικών ομάδων και οι έντονες μεταβολές που επέφερε η κάθοδος των Ινδοευρωπαίων, πιθανώς κατά τις αρχές της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας, αλλά και αργότερα η έλευση των βορειοδυτικών Ελλήνων και των Δωριέων, είχαν σαν αποτέλεσμα μία σχετικά μακροχρόνια περίοδο πολιτικής στασιμότητας, ακόμα και οπισθοδρόμησης. Επομένως, δε φαίνεται και τόσο περίεργο το γεγονός ότι οι αιώνες από το 1.900 π. Χ. μέχρι το 1.550 π. Χ. και μετά, από το 1.100 π. Χ. μέχρι το 800 π. Χ., δεν έχουν να μας παρουσιάσουν, σε σχέση με την ελληνική ιστορία, σχεδόν τίποτε το εντυπωσιακό.
Εντούτοις, ήδη κατά την πρώιμη και σκοτεινή αυτή περίοδο της ιστορίας των Ελλήνων είχε εκδηλωθεί η ικανότητα του νέου λαού που βρισκόταν πλέον εγκατεστημένος στον ελλαδικό έδαφος να προσλαμβάνει ξένα πολιτιστικά αγαθά και να τα προσαρμόζει με το δικό του χαρακτήρα. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχέση των Ελλήνων με το ανωτέρω μινωικό πολιτισμό, αλλά και τις επαφές του με την εγγύς Ανατολή επαφές που αποκαλύπτονται με την παραδοχή από τους Έλληνες του Βόρειου – φοινικικού συμφωνητικού αλφαβήτου.
Ήδη η δεύτερη προχριστιανική χιλιετία παρουσιάζει σαν βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας τη στενή εξάρτηση της ελληνικής μοίρας από τη θάλασσα που περιβάλλει τη χώρα.
Αποικιακή εξάπλωση
Η ιστορία των Ελλήνων φθάνει στην υπέρτατη καταξίωση της με τον Αποικισμό. Τόσο οι Αχαιοί όσο και τα ιωνικά, αιολικά και δωρικά φύλα, οι πρώτοι κατά τα τέλη της μυκηναϊκής εποχής, οι άλλοι αμέσως μετά τη δωρική κάθοδο, διέπλευσαν τη θάλασσα και ίδρυσαν καινούργιες πολιτείες, έξω από τα σύνορα της αρχικής πατρίδας τους. Αυτό έγινε με τέτοιον τρόπο, που το Αιγαίο είχε μία ελληνική θάλασσα από τις αρχές της πρώτης χιλιετίας.
Από τις πρώιμες κιόλας φάσεις επιτυγχάνεται το πρωταρχικό χαρακτηριστικό ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας, καθώς πρόκειται για την ευρύτατα κυριαρχούσα πολιτική απομόνωση των φυλετικών ομάδων που δεν είχαν φτάσει ακόμα σε μία εθνική συνείδηση, όπως επίσης δεν είχαν και ένα κοινό όνομα που να περιλαμβάνει όλους όσους ανήκαν στην ελληνική εθνικότητα.
Έτσι, η ιστορική τους διαδρομή δεν έτεινε προς την δημιουργία μιας μεγάλης πολιτικής δύναμης, με βάση την απορρόφηση και ενοποίηση όλων των επιμέρους εθνικών μειονοτήτων, αλλά προς την ένταση της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό, την πλήρη δραστηριοποίηση των ικανοτήτων του Έλληνα ανθρώπου για την εκτέλεση μιας πλούσιας πολιτιστικής αποστολής που και από ιστορική άποψη έχει ύψιστη σπουδαιότητα. Και, τέλος, τη διαμόρφωση μιας περιόδου στο βιβλίο του Αρχαίου κόσμου, με αποφασιστικό παράγοντα το ελληνικό πνεύμα⁴.
*Πηγή: www.greekhumans.com