Το έργο του Μιχάλη Σπουρδαλάκη έχει συμβάλει ιδιαίτερα στην ανάδειξη πεδίων που είχαν μείνει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα ως τη δεκαετία του ’80 στην ελληνική βιβλιογραφία για τα πολιτικά κόμματα, όπως η φεμινιστική οπτική και η εσωκομματική δημοκρατία. Επιπλέον, η διατριβή του για το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε έργο αναφοράς για τη μελέτη ενός κόμματος το οποίο λειτούργησε επί μακρόν αφενός ως βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος και αφετέρου ως στυλοβάτης της εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων. Η προσφορά του Σπουρδαλάκη έχει αφήσει μια πολύτιμη κληρονομιά στην πολιτική επιστήμη, επηρέασε όμως ταυτόχρονα και συγγενείς κλάδους, όπως το Συνταγματικό δίκαιο, συνδέοντας το κομματικό φαινόμενο τόσο με τις κοινωνικές δυναμικές όσο και με τους πολιτειακούς θεσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα, αποτελεί εγγενώς ένα συγκρουσιακό πεδίο, καθώς έχει ως αντικείμενο τους όρους του κοινωνικοπολιτικού ανταγωνισμού. Στο συγκεκριμένο πεδίο αντιπαρατίθενται αντιλήψεις για τη δημοκρατία, τον ρόλο του κράτους και την κοινωνική αυτονομία, κοντολογίς για όλα τα ζητήματα που καλύπτει το έργο του Σπουρδαλάκη.
Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει το συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την ελευθερία ίδρυσης κομμάτων και συμμετοχής σε αυτά, την ερμηνεία του από τη συνταγματική θεωρία και την εφαρμογή του από τη νομολογία. Έτσι, ξεκινά με την περιπετειώδη διαμόρφωση του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975 και την αποκρυστάλλωση της κρατούσας ερμηνείας του σε επίπεδο συνταγματικής θεωρίας και νομολογίας. Έπειτα, παρουσιάζει την αμφισβήτηση αυτής της ερμηνείας μετά την είσοδο στη Βουλή του ναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος στελεχών της και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που τη συνόδευσαν. Κατόπιν εξετάζει τη νομοθετική εξειδίκευση της ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής, καθώς και τον τρόπο εφαρμογής της στις δύο εθνικές εκλογές του 2023. Στο τέλος, γίνεται μια προσπάθεια συγκριτικής προσέγγισης των παραγόντων που καθόρισαν τη συζήτηση στις διάφορες περιόδους, με άξονα τον ρόλο της κοινωνικής κινητοποίησης στη διαμόρφωση του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου που ρυθμίζει την ελευθερία των κομμάτων.
Η ρύθμιση του κομματικού φαινομένου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή
Η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας τον Σεπτέμβριο του 1974 αποτέλεσε ρήγμα στην εμφυλιοπολεμική κληρονομιά του «παρασυντάγματος». Η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητος» επέτρεψε την ελεύθερη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, προέβλεψε όμως την υποβολή από κάθε κόμμα μιας δήλωσης, σύμφωνα με την οποία «αι αρχαί του κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος» (Νομοθετικό Διάταγμα 59/23-9-1974, άρθρο 1 παρ. 1 και 2). Η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόστηκε στις εκλογές του 1974 και δοκιμάστηκε όταν το ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας) αντί της προβλεπόμενης δήλωσης κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δική του «αντι-δήλωση» στην οποία έκανε λόγο για προσπάθεια φίμωσης των κομμουνιστών (EKKE, 2010). Ο Άρειος Πάγος επέτρεψε στο ΕΚΚΕ να συμμετάσχει στις εκλογές, παρότι επιφυλάχθηκε να μην ανακηρύξει ως επιτυχόντα βουλευτή κάποιον που δεν θα υπέγραφε τη δήλωση, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η ισχύς της διάταξης (Pantélis 1979, σ. 211).
Η πορεία προς τη συνταγματική ρύθμιση του κομματικού φαινομένου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 1974 υπήρξε περιπετειώδης. Το άρθρο 12 του κυβερνητικού σχεδίου Συντάγματος του 1975 που κατοχύρωνε το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα ακολουθούσε στην τρίτη παράγραφο τα χνάρια της πρότασης αναθεώρησης του Συντάγματος («βαθεία τομή») του 1963 (Κουρουνδής, 2018). Συγκεκριμένα, προέβλεπε ότι «1. Οι Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύσουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος. 2. Νόμος ορίζει τα της οργανώσεως και λειτουργίας των κομμάτων εντός δημοκρατικών πλαισίων. 3. Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότηταν της Χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου»[1].
Η πρόβλεψη για τη δυνατότητα θέσης κομμάτων εκτός νόμου προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ενός ευρέος φάσματος κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θεωρούσαν ότι μια τέτοια ρύθμιση θα διαιώνιζε την προδικτατορική «καχεκτική δημοκρατία» (Νικολακόπουλος, 2010). Το αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ φάνηκε από την πρώτη συζήτηση για το άρθρο 12 στη Β΄ Υποεπιτροπή επεξεργασίας του Συντάγματος. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας Βασίλειος Κοντογιαννόπουλος σημείωσε πως η πρόβλεψη της πρώτης παραγράφου ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν είχε «ουσιαστικό περιεχόμενο» αφού δεν προβλεπόταν κύρωση σε περίπτωση παραβίασής της και τάχθηκε ρητά κατά της διάταξης της τρίτης παραγράφου για τη θέση κομμάτων εκτός νόμου (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σσ. 505-506). Η Β΄ Υποεπιτροπή ψήφισε το άρθρο 12 χωρίς να συμπεριλάβει τη διάταξη για τη θέση κομμάτων εκτός νόμου, όμως στην Ολομέλεια της Επιτροπής η εν λόγω διάταξη επαναφέρθηκε μετά από πρόταση του Κωνσταντίνου Τσάτσου και μάλιστα υπερψηφίστηκε χωρίς να προηγηθεί συζήτηση (Βουλή των Ελλήνων, 1975β, σ. 413). Στην Ολομέλεια της Βουλής, η πλειοψηφία υποχώρησε ξανά και πήρε οριστικά πίσω τη συγκεκριμένη διάταξη, επέμεινε όμως στη ρήτρα ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Από την άλλη πλευρά, σύσσωμη η αντιπολίτευση τάχθηκε εναντίον αμφότερων των προβλέψεων (Βουλή των Ελλήνων, 1976, σ. 78). Η Αριστερά πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, διακηρύσσοντας ότι κάθε είδους κρατική επέμβαση στα κόμματα αντιβαίνει στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Λεωνίδας Κύρκος τόνισε χαρακτηριστικά ότι τα κόμματα «ούτε δημιουργούνται, ούτε διαλύονται με νόμους ή δικαστικές αποφάσεις» (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σ. 506).
Γενικότερα, στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή αντιπαρατέθηκαν δύο διαφορετικές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις για τη ρύθμιση του κομματικού φαινομένου. Από τη μια πλευρά, η πλειοψηφία προσπαθούσε να συνοδεύσει τη θεσμοθέτηση των κομμάτων με κάποιου είδους έλεγχό τους, έχοντας ως πρότυπο το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης. Το εν λόγω άρθρο αποκρυσταλλώνει το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» (Streitbare Demokratie), προβλέποντας τη θέση κομμάτων εκτός νόμου κατόπιν απόφασης του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, εάν οι σκοποί τους ή η συμπεριφορά των μελών τους τείνουν να βλάψουν ή να καταργήσουν την ελεύθερη και δημοκρατική θεμελιώδη τάξη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κυβερνητικό σχέδιο σημείωνε ρητά το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης ως πηγή του άρθρου 12 του σχεδίου. Το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» υποστηρίχθηκε κατεξοχήν από τους κορυφαίους συνταγματολόγους της μεταπολεμικής «κομματικής δημοκρατίας» Gerhard Leibholz και Constantino Mortati, οι οποίοι προσέγγισαν τα κόμματα ως εσωτερικές δομές του πολιτικού συστήματος και θεσμούς νομιμοποίησης του κράτους (Corduwener, 2020). Από την άλλη πλευρά, η στάση της αντιπολίτευσης θύμιζε την προσέγγιση του Hans Kelsen (1932), ο οποίος τόνιζε τη σημασία μιας ανεκτικότητας που καλύπτει ακόμα και τους εχθρούς της δημοκρατίας.
Η τελική διατύπωση του άρθρου 29 του Συντάγματος ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη του αρχικού σχεδίου. Συγκεκριμένα, η πρώτη παράγραφος ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να ιδρύσουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολίται μη αποκτήσαντες έτι το δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να μετέχουν εις τα τμήματα νέων των κομμάτων». Δεν συμπεριελήφθη στο Σύνταγμα ούτε η διάταξη για τη θέση κόμματος εκτός νόμου, ούτε η διάταξη που έθετε επιφύλαξη υπέρ του νόμου για τη ρύθμιση της εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων[2]. Διατηρήθηκε όμως η ρήτρα της πρώτης παραγράφου ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά συνέπεια, το Σύνταγμα του 1975 κατοχύρωσε ένα «μεικτό μοντέλο», στο οποίο όμως είναι πρόδηλο ότι η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της ελευθερίας των κομμάτων. Και τούτο διότι ο συντακτικός νομοθέτης επέλεξε τελικά να μην εντάξει στο Σύνταγμα κάποια από τις δύο βασικές διατάξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» που διέπει το γερμανικό Σύνταγμα. Επομένως, με βάση την ιστορική ratio και την τελική διατύπωση της διάταξης, ο πυρήνας της θα μπορούσε να συνοψιστεί στην αξίωση από τα κόμματα της τήρησης του Συντάγματος, όχι όμως και της ιδεολογικής «πίστης» σε αυτό (Πρβλ. Μάνεσης, 1980 για το καθήκον υπακοής του άρθρου 16). Ωστόσο, ενόψει της κανονιστικής υφής όλων των διατάξεων του Συντάγματος, η ρήτρα της πρώτης παραγράφου δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι φέρει μηδενικό κανονιστικό φορτίο. Η θέσπισή της χωρίς επιφύλαξη υπέρ του νομοθέτη αποτύπωνε έναν αναβλητικό συμβιβασμό, που συνίστατο στη μη λήψη απόφασης από τον συντακτικό νομοθέτη όχι μόνο ως προς το πώς αλλά και ως προς το εάν αυτή θα εξειδικευτεί νομοθετικά. Τούτη η εξειδίκευση αφενός τέθηκε δυνητικά και αφετέρου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατοχυρωθούν δια της νομοθετικής οδού οι διατάξεις που απορρίφθηκαν ρητά από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή.
Σε κάθε περίπτωση, η υπαναχώρηση της πλειοψηφίας από το μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» σε μια πολύ πιο ευρεία κατοχύρωση της ελευθερίας των κομμάτων δεν θα είχε λάβει χώρα χωρίς την αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (Κουρουνδής, 2019). Μετά την πτώση της δικτατορίας, η πρόσβαση στον δημόσιο λόγο και στην παραγωγή των αποφάσεων αποτελούσε πάνδημο αίτημα (Βερναρδάκης, 2011). Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, η πρόβλεψη, πολλώ δε μάλλον η εφαρμογή, μιας διάταξης περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμοποίηση τόσο του Συντάγματος, όσο και του πολιτικού συστήματος.
Η επί δεκαετίες κρατούσα ερμηνεία του αρ. 29 παρ. 1: εσωτερική και εξωτερική ελευθερία των κομμάτων στο πλαίσιο των νόμων
Η «ευρύχωρη» ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος κυριάρχησε κατά τις πρώτες μεταπολιτευτικές δεκαετίες σε όλα τα επίπεδα, θεμελιωμένη σε μεγάλο βαθμό στην απόρριψη της διάταξης περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου από την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή (Yannakopoulos, 2019). Έτσι, σύμπασα η συνταγματική θεωρία ερμήνευσε τη ρήτρα περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος ως επιταγή προς τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας και όχι ως μήτρα περιορισμών στην ελευθερία των κομμάτων. Η εν λόγω ερμηνεία αντιδιέστειλε την τελική διατύπωση του άρθρου 29 του ελληνικού Συντάγματος με το άρθρο 21 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης (Δρόσος, 1982). Στο ίδιο μήκος κύματος με τη θεωρία κινήθηκε και η νομολογία. Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε στην υπ’ αριθ. 2145/1979 απόφασή του ότι από το άρθρο 29 του Συντάγματος απορρέει «σαφής και έντονος πρόθεσις αποφυγής, όσο το δυνατόν περισσότερον, θεσπίσεως κανόνων ρυθμιζόντων την εμφάνισιν, οργάνωσιν και λειτουργίαν των κομμάτων ίνα αποφευχθή πάσα επέμβασις εις την ελευθερίαν των». Γενικότερα, στην ως άνω κρατούσα ερμηνεία, η οποία συμβάδιζε με τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που σηματοδότησε η λειτουργία μαζικών «κομμάτων αρχών», το στοιχείο της ελευθερίας κυριαρχεί πλήρως ενώ η ρήτρα της παρ. 1 υπνώττει και αντιμετωπίζεται συνήθως ως lex imperfecta.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμβατότητα της δήλωσης που προέβλεπε το Νομοθετικό Διάταγμα 59/1974 με το Σύνταγμα του 1975 αμφισβητήθηκε εύλογα, καθώς το περιεχόμενό της υπερέβαινε εκείνο του άρθρου 29 παρ. 1 και αντιστοιχούσε σε «δήλωση νομιμοφροσύνης». Το ζήτημα τέθηκε ξανά επί τάπητος ενόψει των ευρωεκλογών του 1994, όταν η «Αριστερή Κίνηση κατά της ΕΟΚ», η «Κίνηση Πολιτών» και το «Ουράνιο Τόξο» δεν κατέθεσαν την εν λόγω δήλωση. Το αρμόδιο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου αρχικά δεν ανακήρυξε τους συγκεκριμένους συνδυασμούς, αλλά μετά από τις αντιδράσεις που ακολούθησαν μετέβαλλε τη στάση του επιτρέποντας τελικά τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Το εν λόγω ζήτημα διευθετήθηκε σε νομοθετικό επίπεδο με το άρθρο 29 παρ. 1 του Νόμου 3023/2002, που προέβλεψε ότι στη δήλωση αναφέρεται πως η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τούτη η πρόβλεψη ήταν πλήρως εναρμονισμένη με την προαναφερθείσα κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος: τα κόμματα πληρούν την επιταγή της ρήτρας μέσω της αυτοεπιβεβαίωσης ότι τηρούν την υποχρέωση που τους θέτει. Ωστόσο, και υπό αυτή τη ρύθμιση ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να ανακηρύξει κόμμα, και μάλιστα με τον τίτλο «Νέο Φασιστικό Κόμμα», επιτρέποντας απλώς στον αρχηγό του να κατέλθει ως μεμονωμένος υποψήφιος (Σωτηρέλης, 2014).
Η ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος προκάλεσε όμως και μια άλλη συζήτηση, καθώς ερμηνεύθηκε από μέρος της συνταγματικής θεωρίας ως επιταγή για τη δημοκρατική εσωτερική οργάνωση των κομμάτων (Φουντεδάκη, 1987, Ζακαλκάς, 1996). Ωστόσο, το άρθρο 29 δεν περιέχει αξιοποιήσιμα κριτήρια για την εξειδίκευση του περιεχομένου της εσωκομματικής δημοκρατίας, ενώ η επιβολή νομικών κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα σηματοδοτούσε μεγάλης έκτασης παρεμβάσεις στα interna corporis των κομμάτων με απρόβλεπτες συνέπειες[3]. Εξάλλου, όπως έχει εύστοχα επισημάνει ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, «δεν αρκεί η εξέταση του τυπικού τρόπου που ένα κόμμα δομεί τη μαζική συμμετοχή των πολιτών-μελών του για να διαπιστώσουμε το βαθμό της δημοκρατικότητάς του» (Σπουρδαλάκης, 2009, σ. 164). Σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 590/2009 απόφασή του, κρίνοντας ότι «[α]υτό που θέλει να διασφαλίσει το Σύνταγμα στο άρθρο 29 παρ. 1, είναι ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων θα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όχι υπό το πλέγμα περιοριστικών διατάξεων, που θα ορίσει ο κοινός νομοθέτης (επί παραδείγματι, όταν αφορά την ανάδειξη της ηγεσίας τους και εν γένει τη λήψη των αποφάσεων των οργάνων τους και την εσωτερική λειτουργία τους), αλλά με τη συγκεκριμένη συμμετοχή των κομμάτων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Για το λόγο δε αυτό, περιεχόμενο νόμου σχετικού με την οργάνωση και δράση των κομμάτων δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι περισσότερο από την επιβολή στα κόμματα της υποχρέωσης να διαθέτουν και δημοσιεύουν καταστατικό, ώστε, ως θεσμοί που οφείλουν να λειτουργούν υπό καθεστώς διαφάνειας των οργανωτικών δομών και στόχων τους, να προσφέρονται σε πολιτική αξιολόγησή τους από μέρους των πολιτών όχι μόνο από το πρόγραμμά τους, αλλά και με την εικόνα που εμφανίζουν προς τα έξω σε σχέση με την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία τους». Ούτως ή άλλως, η συζήτηση για τη συνταγματική ρύθμιση του κομματικού φαινομένου είχε μετατοπισθεί, καθώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος είχε τεθεί πλέον η κρατική και ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων που ρυθμίστηκε με την αναθεώρηση του 2001 (Μαυριάς, 2016).
Η επιστροφή της παλιάς συζήτησης με νέο διακύβευμα: η περίπτωση εγκληματικής οργάνωσης που ενδύεται τον μανδύα πολιτικού κόμματος
Η ρήτρα ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος βρέθηκε ξανά στο μάτι του κυκλώνα με την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή το 2012, που σηματοδότησε την κλιμάκωση των βίαιων επιθέσεων της νεοναζιστικής οργάνωσης απέναντι στους αντιπάλους της. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 και τις μαζικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν απαιτώντας να τερματιστεί η «ασυλία» της οργάνωσης, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ηγεσίας και μελών της για συγκρότηση, διεύθυνση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα). Ακολούθησε η πρόβλεψη του άρθρου 23 του Νόμου 4203/2013, η οποία ανέστειλε την κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση κόμματος σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α (περί τρομοκρατικής οργάνωσης) του Ποινικού Κώδικα σε βάρος των αναφερόμενων σ’ αυτήν ηγετικών στελεχών του. Η εν λόγω διάταξη εφαρμόστηκε αμέσως σε βάρος της Χρυσής Αυγής και, παρά την επιστημονική κριτική που της ασκήθηκε (Καμτσίδου, 2013), κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (υπ’ αριθ. 83/2014 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών και υπ’ αριθ. 518/2015 απόφαση της Ολομέλειας) ως συμβατή με το Σύνταγμα.
Το ζήτημα τέθηκε de constitutione ferenda στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία τον Δεκέμβριο του 2014, η οποία όμως δεν προχώρησε εξαιτίας της διάλυσης της Βουλής («Πρόταση των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας», 2014). Σύμφωνα με την εν λόγω πρόταση, το Συνταγματικό Δικαστήριο που θα ιδρυόταν θα είχε μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα να ελέγχει επί της ουσίας τις αιτήσεις ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, με γνώμονα το αν και κατά πόσο το καταστατικό τους εξυπηρετεί ή αντιτίθεται στην ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επίσης, το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είχε την αρμοδιότητα ελέγχου της δραστηριότητας του κόμματος και επιβολής κυρώσεων αν το κόμμα στρεφόταν εναντίον της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με αυτές τις προβλέψεις, η ΝΔ επέστρεφε μισό αιώνα αργότερα σε μια παραλλαγή των προτάσεων της «βαθείας τομής» και μάλιστα θέτοντας ένα ιδιαίτερα επισφαλές κριτήριο. Ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας ενός κομματικού καταστατικού με την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος είναι αντικειμενικά ανέφικτος, χωρίς την προσφυγή σε ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα κρίσεις για τις οποίες ένα δικαστήριο δεν είναι το πλέον κατάλληλο. Αυτό έχει δείξει και η παλαιότερη εμπειρία της Γερμανίας, όπου το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε το 1956 τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) με το σκεπτικό ότι η πολιτική γραμμή του κόμματος υπαγορευόταν από την πρόθεση να αγωνίζεται, έστω και νόμιμα, κατά της φιλελεύθερης και δημοκρατικής συνταγματικής τάξης (Αλιβιζάτος, 1995). Εξάλλου, η αλυσιτέλεια τέτοιου είδους ρυθμίσεων έχει οδηγήσει το Δικαστήριο σε στροφή της νομολογίας του, όπως δείχνει η απόφασή του το 2017, με την οποία απέρριψε ένδικο μέσο που ζητούσε τη διάλυση του «Εθνικο-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας» διότι αν και αποδεικνυόταν πως τούτο αποσκοπούσε στην ανατροπή του πολιτεύματος δεν υπήρχαν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι θα μπορούσε να το επιτύχει (Ρίζος, 2023).
Γενικότερα, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή και την εγκληματική δράση της, διατυπώθηκε η άποψη ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να θεσπίσει διαδικασία απαγόρευσης κόμματος αξιοποιώντας τη ρήτρα του άρθρου 29 παρ. 1, αρκεί να τη στηρίξει στην οργάνωση και τη δράση και όχι στους σκοπούς και την ιδεολογία του κόμματος (Παπαδοπούλου, 2013). Η πιο συστηματική επιχειρηματολογία υπέρ μιας στροφής στην ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 έγινε από τον Χαράλαμπο Ανθόπουλο. Σύμφωνα με τον Ανθόπουλο (2015), η μονόπλευρη ανάγνωση των προπαρασκευαστικών συζητήσεων της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής οδήγησε σε μια ερμηνεία που αντιστοιχεί στις απόψεις της τότε αντιπολίτευσης, ενώ το άρθρο 29 παρ. 1 επιβάλλει τη μη χρησιμοποίηση βίαιων μέσων πολιτικής δράσης, ακόμα και μελλοντικής. Με βάση την εν λόγω προσέγγιση, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να θεσπίσει προληπτικά μέτρα (πχ έλεγχο της ανταπόκρισης της ιδρυτικής διακήρυξης ή του καταστατικού του κόμματος στις συνταγματικές απαιτήσεις), φτάνοντας σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και στη δικαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων (Ανθόπουλος, 2017). Ωστόσο, το γεγονός ότι όντως ο συντακτικός νομοθέτης δεν υιοθέτησε πλήρως τη θέση της μειοψηφίας της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής δεν πρέπει να οδηγεί στην παράβλεψη του γεγονότος ότι απέρριψε τη δικαστική διάλυση κομμάτων και μάλιστα μετά από μακροσκελείς συζητήσεις. Επίσης, η νομοθετική εξειδίκευση της ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος είναι μεν συνταγματικά θεμιτή (αν και όχι συνταγματικά επιβεβλημένη), όμως η ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος (σε αντίθεση με τις απλές ενώσεις ή σωματεία) δεν μπορεί να υπαχθεί σε κανένα προληπτικό μέτρο (Δαγτόγλου, 2012, Χρήστου, 2017). Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινήθηκε ο Σωτηρέλης (2014α), ο οποίος επέμεινε ότι στην ελληνική έννομη τάξη δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος με απόφαση δικαστηρίου, υποστήριξε όμως τη δυνατότητα θέσπισης διάταξης που να απαγορεύει τη συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στις εκλογές εφόσον τούτη καταδικασθεί ως εγκληματική οργάνωση. Η εν λόγω τοποθέτηση, που διαχώριζε ρητά την μη ανακήρυξη από την απαγόρευση κόμματος (Σωτηρέλης 2014β), προσανατόλιζε την αναγκαία παρέμβαση στο επίπεδο του εκλογικού δικαίου και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση που ακολούθησε.
Η απόφαση για τη Χρυσή Αυγή και ο νομοθετικός περιορισμός του δικαιώματος κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών
Η δικαστική απόφαση στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβριο του 2020 υπήρξε ιστορική. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών καταδίκασε τους κατηγορούμενους (ηγεσία της Χρυσής Αυγής και μέλη της που τέλεσαν αξιόποινες πράξεις) κρίνοντας, όπως ανέπτυξε σ’ ένα σκεπτικό 12.746 σελίδων, ότι είχαν συγκροτήσει μια εγκληματική οργάνωση. Αυτή η εγκληματική οργάνωση είχε περιβληθεί με τον μανδύα πολιτικού κόμματος ώστε να τελέσει κατά συρροή αξιόποινες πράξεις με κίνητρο τη ναζιστική ιδεολογία. Η τέλεση των εν λόγω πράξεων έγινε εφικτή και μέσω της οργάνωσης της Χρυσής Αυγής ως «κόμματος-πολιτοφυλακής» (militia), χαρακτήρας ο οποίος αναδείχθηκε στη δίκη με μαρτυρικές καταθέσεις, όπως εκείνη του τιμώμενου στον παρόντα τόμο («Καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης», 2017).
Η απόφαση αποτέλεσε ένα νέο θεσμικό και νομολογιακό προηγούμενο (Τασόπουλος, 2020). Η κρίση ότι η Χρυσή Αυγή υπήρξε στο σύνολό της μια εγκληματική οργάνωση θεωρήθηκε ότι αίρει τη συνταγματική της αναγνώριση ως πολιτικού κόμματος (Δρόσος, 2020). Η επόμενη μέρα της απόφασης, υποστήριξε ο Σωτηρέλης (2020), έπρεπε να περιλαμβάνει μια πρόσθετη νομοθετική πρωτοβουλία, με βάση την οποία το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου δεν θα επιτρέπει την κάθοδο στις εκλογές και δεν θα προβαίνει σε ανακήρυξη, αντίστοιχα, εκείνων των κομμάτων που η οργάνωση και η δράση τους αποδεδειγμένα -βάσει δικαστικής απόφασης- δεν εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Ως τέτοια κόμματα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτά των οποίων η ηγεσία και οι υποψήφιοι έχουν καταδικασθεί για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ή και νέα κόμματα, στην ηγεσία και στους συνδυασμούς των οποίων μετέχουν οι ως άνω καταδικασθέντες. Σε αυτό το πλαίσιο, τέθηκε το ζήτημα της νομοθετικής πρόβλεψης ελάχιστων βασικών προϋποθέσεων για τη συμμετοχή κόμματος σε εκλογές ώστε να αποτραπεί η μεταμφίεση μιας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα (Βενιζέλος, 2020), αν και εκφράστηκαν προβληματισμοί για τη συνταγματικότητα τέτοιου είδους ρυθμίσεων (Ξηρός, 2020). Ακολούθησε η αλλαγή του εκλογικού δικαίου με τον Νόμο 4804/2021, που τροποποίησε το Προεδρικό Διάταγμα 26/2012 και τον Νόμο 3023/2002 και υπερψηφίσθηκε από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25. Ο νέος νόμος προέβλεπε τη στέρηση του δικαιώματος κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών από κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί σε κάθειρξη για ορισμένα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και εκείνα του άρθρου 187 ΠΚ (αρ. 93). Επιπλέον, έθετε ασυμβίβαστο για την κατοχή επιτελικής θέσης σε κόμμα καταδικασθέντος για τα παραπάνω αδικήματα (αρ. 94), απαγόρευε την ιδιωτική χρηματοδότηση κομμάτων στα οποία κατείχαν επιτελική θέση τα παραπάνω πρόσωπα (αρ. 95) και απέκλειε αυτά τα κόμματα από τη ραδιοτηλεοπτική προβολή κατά την προεκλογική περίοδο και από χώρους υπαίθριας προβολής πολιτικών μηνυμάτων (αρ. 96).
Οι δημοσκοπήσεις που έφεραν το μόρφωμα του πρώην ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη στο κατώφλι της Βουλής, το 2023, προκάλεσαν μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία. Η τροπολογία που κατέθεσε αρχικά η κυβέρνηση στη Βουλή ανέθετε στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου να κρίνει αν η οργάνωση και η δράση ενός κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος προκειμένου να εγκριθεί ή όχι η συμμετοχή του στις εκλογές. Η αντιπρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης προέβλεπε την αξιολόγηση της δράσης του κόμματος με γνώμονα την παραβίαση ή μη της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Αμφότερες οι εν λόγω προτάσεις επικρίθηκαν εύλογα διότι ανέθεταν στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου την εξουσία να προβεί σε ιδεολογικό έλεγχο των κομμάτων με επισφαλή κριτήρια (Κεσσόπουλος, 2023). Στον αντίποδα αυτών των προτάσεων, διατυπώθηκαν απόψεις οι οποίες επέμεναν ότι η ποινική αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν επαρκής και η μόνη συμβατή με το Σύνταγμα (Βλαχόπουλος, 2023β, Μαντζούφας, 2023). Παράλληλα, διατυπώθηκε και μια τρίτη άποψη, η οποία πρότεινε να τεθεί ως κριτήριο για την κατάρτιση εκλογικού συνδυασμού η μη καταδίκη προσώπων με συγκεκριμένες θέσεις εντός ενός κόμματος για εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ (Κοντιάδης, 2023β, Καμπαγιάννης, 2023). Μια μέρα πριν από τη συζήτηση της τροπολογίας, η αξιωματική αντιπολίτευση υιοθέτησε τη συγκεκριμένη πρόταση, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ότι δεν άφηνε περιθώρια ιδεολογικού ελέγχου των κομμάτων από τον Άρειο Πάγο και εξαρτούσε την κρίση του τελευταίου αποκλειστικά προγενέστερες (αν και πρωτόδικες) αποφάσεις της ποινικής δικαιοσύνης.
Τελικά, η τροπολογία υπερψηφίστηκε από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ με σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την αρχική διατύπωσή της, ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε «παρών» και τα άλλα κόμματα καταψήφισαν. Έτσι, το άρθρο 102 του Νόμου 5019/2023 αντικατέστησε το άρθρο 32 παρ. 1 του Προεδρικού Διατάγματος 26/2012. Η σημαντικότερη από τις αλλαγές που έγιναν ήταν πως η κρίση του Αρείου Πάγου περί του αν η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος συναρτάται αποκλειστικά από το εάν υποψήφιοι βουλευτές, ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι κάποιου συνδυασμού έχουν καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία ή συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση. Από την άλλη πλευρά, η τελική μορφή της τροπολογίας διατήρησε την πολλαπλώς προβληματική ευχέρεια του δικαστηρίου να κρίνει εάν υπάρχει μια «πραγματική ηγεσία» του κόμματος, στην οποία μετέχουν πρόσωπα καταδικασμένα για τα αναφερόμενα στη διάταξη αδικήματα και ασκεί διοίκηση του κόμματος ή έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία ή έχει ηγετικό πολιτικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα (Κοντιάδης, 2023α). Με άλλα λόγια, η τροπολογία θεμελιώθηκε μεν σε μια αντικειμενική βάση, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη οριστικής (αν και όχι αμετάκλητης) καταδικαστικής απόφασης, είναι όμως δικαιοκρατικά και δημοκρατικά λιποβαρής κυρίως διότι θέτει το ρευστό κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας».
Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου και το στρατήγημα των «Σπαρτιατών»
Ο Ηλίας Κασιδιάρης προσπάθησε αρχικά να παρακάμψει το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο παραχωρώντας την προεδρία του μορφώματος «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» στον πρώην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιο Κανελλόπουλο. Ακολούθως, σε μια τροπολογία «της τελευταίας στιγμής» λίγο πριν από την επίσημη προκήρυξη των εκλογών του Μαΐου 2023, προστέθηκε στο Προεδρικό Διάταγμα 26/2012 το άρθρο 35 του Νόμου 5043/2023. Το εν λόγω άρθρο όριζε ότι στη σύνθεση του αρμόδιου για την ανακήρυξη των κομμάτων Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου συμμετέχουν ο Πρόεδρος αυτού και όλα τα μέλη του, πρόβλεψη που αιτιολογήθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη ως θωρακίζουσα το κύρος της Δικαιοσύνης («περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση»). Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί in principio προβληματική από τη σκοπιά του κράτους δικαίου, καθώς δεν αφαίρεσε την αρμοδιότητα από τον Άρειο Πάγο και δη από το συγκεκριμένο Τμήμα του αλλά μετέφερε τη σχετική κρίση από την πενταμελή σύνθεση του Τμήματος στην δεκαμελή Ολομέλειά του, οι δε δικαστές του Τμήματος είχαν οριστεί σε χρόνο πολύ προγενέστερο της συγκεκριμένης νομοθέτησης (Αλιβιζάτος 2023). Από την άλλη πλευρά, οι καταγγελίες και η παραίτηση του προέδρου του Τμήματος έδωσαν τροφή στις υπόνοιες για παρέμβαση της κυβέρνησης στη δικαστική εξουσία.
Η Ολομέλεια του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθ. 8/2023 απόφασή της απέκλεισε το «Εθνικό Κόμμα Έλληνες» από τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 διότι ο Ηλίας Κασιδιάρης ήταν υποψήφιος στην Α΄ Αθηνών, εφαρμόζοντας το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την απόφαση (με μειοψηφία ενός μέλους της σύνθεσης), ο περιορισμός της εκλογιμότητας κομμάτων είναι συνταγματικά θεμιτός, αφού αποτελεί ηπιότερο μέτρο σε σχέση με τη διάλυσή τους, και συμβατός με την ΕΣΔΑ διότι πληροί τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει η νομολογία του ΕΔΔΑ. Περαιτέρω, η απόφαση θεμελίωσε τη διαφοροποίησή της από την κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 στην αλλαγή των ιστορικών συνθηκών σε σχέση με το 1974-1975, όταν ήταν νωπή η εμπειρία της δικτατορίας. Υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση συνιστά αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την έως τότε κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον αναφέρεται επανειλημμένα στην «αυτοπροστασία της μαχόμενης ελληνικής δημοκρατίας» (Καραβοκύρης, 2023). Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκε η άποψη ότι εν τέλει η μετατόπιση σε σχέση με την κρατούσα ερμηνεία είναι περιορισμένη, απλώς αντιμετωπίζει το νέο φαινόμενο εγκληματικών οργανώσεων που ενδύονται τον μανδύα πολιτικού κόμματος (Τασόπουλος, 2023). Ως προς τη «μαχόμενη ελληνική δημοκρατία», οι σχετικές αναφορές παραπέμπουν όντως (και αχρείαστα) σε ένα μοντέλο το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, επιτρέπει τον εκτεταμένο (και ιδεολογικό) έλεγχο και τη διάλυση πολιτικών κομμάτων και είχε απορριφθεί από τον συντακτικό νομοθέτη του 1975. Γι’ αυτόν τον λόγο και η διάβαση του Ρουβίκωνα προς την όχθη της μάχιμης δημοκρατίας δεν πρέπει να θεωρείται μία συνταγματικά επιτρεπτή νομοθετική επιλογή, όπως υποστήριξε ο Τσιλιώτης (2023). Δεν πρέπει βεβαίως να παραβλέπεται ούτε το γεγονός ότι η απόφαση αναγνωρίζει ρητά πως το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν δίνει περιθώρια ελέγχου των κομμάτων με βάση τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τις θεωρητικές διακηρύξεις τους. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της απόφασης στην αλλαγή των συνθηκών δεν είναι πειστική: ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 σίγουρα δεν είχε λάβει υπ’ όψιν του το ενδεχόμενο μεταμφίεσης μιας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2019 όμως το γνώριζε και παρά ταύτα δεν τροποποίησε το άρθρο 29 του Συντάγματος. Στο σημείο αυτό ο Άρειος Πάγος φαίνεται να υποκαθιστά την κρίση του αναθεωρητικού νομοθέτη. Γενικότερα, τόσο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όσο και η απόφαση εδράζονται σε ισχνό δικαιοκρατικό και δημοκρατικό θεμέλιο και μεταβάλλουν σημαντικά την ισορροπία εντός του «μεικτού μοντέλου» που υιοθετεί το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος.
Το ζήτημα τέθηκε εκ νέου ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023. Ο Άρειος Πάγος έκρινε με την υπ’ αριθ. 95/2023 απόφασή του ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανακήρυξης και συμμετοχής στις εκλογές του συνδυασμού ανεξάρτητων υποψηφίων «Έλληνες για την πατρίδα και την ελευθερία», υποψήφιος του οποίου στην Α΄ Αθηνών ήταν (και) ο Ηλίας Κασιδιάρης. Ο εν λόγω σχηματισμός αποκλείστηκε με το σκεπτικό ότι «δεν αποτελεί, πράγματι, συνεργασία ανεξάρτητων πολιτών στα πλαίσια του οποίου, έκαστος των συμμετεχόντων διατηρεί την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την αυτοτέλειά του από κομματικές δομές και εξαρτήσεις, οι οποίοι ασκούν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα πλαίσια ευκαιριακής και μερικής σύμπτωσης ορισμένων πολιτικών και κοινωνικών τους αντιλήψεων, εκτός της οργανωτικής δομής ενός κόμματος». Περαιτέρω, ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι η υποβολή του συγκεκριμένου συνδυασμού «συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών να καταρτίζουν τέτοιους συνασπισμούς προς συμμετοχή σε βουλευτικές εκλογές» και πως «αποσκοπεί αποκλειστικά στην καταστρατήγηση των περιορισμών, που τάσσονται για τη συμμετοχή σε αυτές για τα κόμματα και τους συνασπισμούς κομμάτων».
Η μη ανακήρυξη του συγκεκριμένου συνδυασμού «ανεξάρτητων υποψηφίων» αποδεικνύει ότι το προαναφερθέν νομοθετικό πλαίσιο δεν παραβιάζει ευθέως την πρόβλεψη του άρθρου 51 παρ. 3 του Συντάγματος, ωστόσο την παρακάμπτει και, κατ’ αποτέλεσμα, τη φαλκιδεύει. Και τούτο διότι το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος επιτρέπει την αφαίρεση του εκλογικού δικαιώματος από συγκεκριμένα πρόσωπα μόνο σε περίπτωση αμετάκλητης (δηλαδή μετά και από τυχόν απόφαση του Αρείου Πάγου) ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Εν προκειμένω, αυτά τα πρόσωπα δεν στερούνται τυπικά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, μπορούν όμως να συμμετάσχουν στις εκλογές μόνον ατομικά ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Είναι δυνατό, δηλαδή, να συμμετάσχουν στις εκλογές αλλά μόνον κατά τρόπο που δεν τους παρέχει οποιαδήποτε πιθανότητα εκλογής (εφόσον υπάρχει το όριο του 3% σε πανελλαδικό επίπεδο για την είσοδο στη Βουλή), διαφορετικά ασκούν καταχρηστικά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Έτσι, η εφαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου από τον Άρειο Πάγο κατέληγε με απλά λόγια στο εξής: «μπορεί κάποιος να συμμετέχει στις εκλογές αλλά με τρόπο που δεν γίνεται να εκλεγεί και μπορεί κάποιο κόμμα να μην έχει διαλυθεί αλλά να αποκλείεται η συμμετοχή του στις εκλογές».
Η ίδια απόφαση έκρινε νόμιμη την ανακήρυξη του κόμματος «Σπαρτιάτες», στο οποίο συμμετείχαν μεν μέλη του μορφώματος «Εθνικό Κόμμα Έλληνες», δεν ήταν όμως καταδικασμένοι για κάποιο αδίκημα από τα οριζόμενα στον νόμο. Οι «Σπαρτιάτες» υποστηρίχθηκαν μετά την ανακήρυξή τους από τον Ηλία Κασιδιάρη και έλαβαν 4,68% εκλέγοντας 12 βουλευτές. Τούτη η υποστήριξη υπήρξε καθοριστική, όπως προκύπτει και από τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων βουλευτών και εκλεγέντων βουλευτών του μορφώματος που προέρχονταν από το «Εθνικό Κόμμα Έλληνες». Γι’ αυτόν τον λόγο υποστηρίχθηκε μετά τις εκλογές ότι οι «Σπαρτιάτες» ενέπιπταν στη ρύθμιση του άρθρου 102 του Νόμου 5019/2023, αφού ο «πραγματικός ηγέτης» τους είχε καταδικασθεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και συνεπώς το κόμμα αυτό δεν ήταν εκλόγιμο (Ανθόπουλος, 2023). Η σχετική ένσταση θα υποβληθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) του άρθρου 100 του Συντάγματος που είναι αρμόδιο να εκδικάζει ενστάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών (μεταξύ άλλων και) για την έλλειψη νόμιμων προσόντων των βουλευτών. Το κρίσιμο ζήτημα που προκύπτει από μια ενδεχόμενη ακύρωση της εκλογής των «Σπαρτιατών» βουλευτών από το ΑΕΔ είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης. Κατά μία άποψη, μια τέτοια απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση των βουλευτών των «Σπαρτιατών» και την αναλογική κατανομή των εδρών τους στα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή (Γεραρής, 2023, Παπασπύρου, 2023). Η εν λόγω άποψη όμως δεν φαίνεται πολύ πειστική, αφενός επειδή δεν υφίσταται νομοθετική βάση για την αναλογική κατανομή των εδρών και αφετέρου διότι θα συνιστούσε παραβίαση της δημοκρατικής αρχής και αλλοίωση της λαϊκής βούλησης η ψήφος υπέρ κάποιου κόμματος να καταλήγει υπέρ ενός άλλου (Βλαχόπουλος, 2023β). Επομένως, εάν το ΑΕΔ κρίνει ότι παρανόμως συμμετείχε ένα κόμμα στις εκλογές, τότε θα πρέπει να επαναληφθούν οι εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του κόμματος αυτού. Τούτο όμως δεν εμποδίζει την εκ νέου εφαρμογή ενός παρόμοιου στρατηγήματος από κάποιο άλλο μόρφωμα…
Αντί επιλόγου: Η ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος και τα πρωτεία της κοινωνίας και της πολιτικής
Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος διαμορφώθηκε στη συγκυρία της μεταπολίτευσης, κατά την οποία η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και οι κοινωνικές κινητοποιήσεις επέβαλλαν την κατοχύρωση της ελευθερίας των κομμάτων. Η απάλειψη των διατάξεων του κυβερνητικού σχεδίου περί θέσης κομμάτων εκτός νόμου και δημοκρατικής εσωτερικής οργάνωσης των κομμάτων, σε συνδυασμό με την κατοχύρωση της ρήτρας ότι η οργάνωση και δράση των κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, δείχνει ότι η τελική απόφαση του συντακτικού νομοθέτη ήταν διττή. Δεν θέλησε να θέσει ιδεολογικούς περιορισμούς στα κόμματα, ούτε έθεσε ως κριτήριο τη νομιμοφροσύνη τους, άφησε όμως περιθώριο ελέγχου της οργάνωσης και της δράσης τους στο βαθμό που αυτές τείνουν στην αμφισβήτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή η αμφισβήτηση πρέπει να ερμηνευτεί στενά. Το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την απαγόρευση κομμάτων με βάση τη διάπραξη αδικημάτων εκ μέρους κομματικών μελών ανεξαρτήτως φύσης, βαρύτητας ή σχέσης με το κόμμα. Αφήνει ωστόσο το περιθώριο να τεθούν περιορισμοί (που δεν θα φτάνουν ως την απαγόρευση ή τη διάλυση) σε κάποιο κόμμα του οποίου η οργάνωση και δράση κατατείνει αποδεδειγμένα και με τρόπο συστηματικό και λυσιτελή στην αμφισβήτηση της ίδιας της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τούτο το πρόβλημα τέθηκε με συγκεκριμένο τρόπο μετά το 2012, καθώς ένα ναζιστικό μόρφωμα χρησιμοποίησε συστηματικά την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση ως κάλυψη για εγκληματική δράση σε βάρος όσων θεωρούσε εχθρούς του. Πριν από τη νομοθετική ρύθμιση του φαινομένου υπήρξε βέβαια η κίνηση ποινικής δίωξης, η οποία δεν αφορούσε μόνο τα μέλη της Χρυσής Αυγής που ήταν φυσικοί αυτουργοί δολοφονικών επιθέσεων αλλά και την ηγεσία της που συγκρότησε και διεύθυνε την εν λόγω εγκληματική οργάνωση. Και σε αυτήν την περίπτωση, ο ρόλος της κοινωνικής κινητοποίησης υπήρξε καθοριστικός. Στην αφετηρία της ποινικής δίωξης σε βάρος της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής βρίσκεται η έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος που ακολούθησε τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν ήταν δυνατό να αγνοήσει την κοινωνική πίεση. Στο γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν θέτει ως κριτήριο την ιδεολογία αλλά την ύπαρξη ποινικής καταδίκης των ηγετικών στελεχών του κόμματος για συγκεκριμένα εγκλήματα είναι ευδιάκριτο το κοινωνικό χνάρι. Το κίνημα που κατέκτησε τις δημοκρατικές ελευθερίες στη μεταπολίτευση τις υπερασπίστηκε στην επόμενη φάση απέναντι στη νεοναζιστική εγκληματική βία χωρίς να συνηγορήσει σε θεσμικές κατασκευές «μαχόμενης δημοκρατίας». Ωστόσο, οι στοχεύσεις της πολιτικής εξουσίας ήταν μάλλον συγκυριακές, γι’ αυτό και θεμελίωσε τη σχετική νομοθεσία στο ρευστό κριτήριο της «πραγματικής ηγεσίας». Το εν λόγω κριτήριο, εκτός από το ότι δύσκολα συμβιβάζεται με το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, αποδείχθηκε αναποτελεσματικό επιβεβαιώνοντας ότι η απαγόρευση κατάρτισης εκλογικών συνδυασμών από τέτοιου είδους μορφώματα δεν αποτελεί πανάκεια. Άλλωστε, όπως επισήμανε έγκαιρα ο Σπουρδαλάκης (2009, σ. 85) επικαλούμενος τον Αντόνιο Γκράμσι, η εκλογική διάσταση δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πιο σημαντική στη σχέση μεταξύ κομμάτων και κοινωνίας. Τούτο ισχύει σίγουρα για τις ναζιστικές οργανώσεις που παίρνουν τη μορφή κομμάτων, ακριβώς επειδή γι’ αυτές η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά εργαλείο για τη συγκρότηση ενός μαζικού αντιδραστικού κινήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο η κοινωνική και πολιτική απάντηση στην εκκόλαψη του αυγού του φιδιού πρωτεύει σε σχέση με τη νομική αντιμετώπιση του φαινομένου. Η συλλογική κινητοποίηση αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για την καταπολέμηση του ναζισμού και των αιτίων που τον γεννούν και τον αναπαράγουν. Εξάλλου, αν η νομοθεσία και η νομολογία αποτελούν την αυτοβιογραφία της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας αντίστοιχα, φαίνεται πως οι πρόσφατες σελίδες της αναφορικά με τα κόμματα (σε αντίθεση με εκείνες της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου) είναι γραμμένες από χέρια με πενιχρή δημοκρατική αυτοπεποίθηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλιβιζάτος, Ν. (2023). Ο αποκλεισμός δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην ΕΣΔΑ. Ανακτήθηκε από: https://www.kathimerini.gr/politics/562372939/arthro-toy-n-k-alivizatoy-stin-k-o-apokleismos-den-antikeitai-oyte-sto-syntagma-oyte-stin-esda/
Αλιβιζάτος, Ν. (1995). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας (3η εκδ.). Αθήνα: Θεμέλιο
Ανθόπουλος, Χ. (2023). Τα κόμματα και η άμυνα της δημοκρατίας μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/ta-kommata-kai-i-amina-tis-dimokratias/
Ανθόπουλος, Χ. (2017). Άρθρο 29. Στο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (Επιστ. Επιμ.), ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία (σσ. 773-792). Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Ανθόπουλος, Χ. (2015). Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία. Στοιχεία για μια επανερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.. Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2015 (2), 157-172
Βενιζέλος, Ευ. (2020). Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου – Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων και οι συνταγματικοί φραγμοί στην εικονική «πολιτική» δράση εγκληματικών οργανώσεων. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1057-1061
Βερναρδάκης, Χ. (2011). Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Βλαχόπουλος, Σ. (2023α). Πολιτικά κόμματα και εκλογές. Απαγορεύσεις και δημοκρατία. Ανακτήθηκε από:
Βλαχόπουλος, Σ. (2023β). “Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ”. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/arkei-o-poinikos-kwdix/
Βουλή των Ελλήνων (1975α). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Πρακτικά υποεπιτροπών)
Βουλή των Ελλήνων (1975β). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Σύνοδος Α΄, Επίσημα εστενογραφημένα πρακτικά συνεδριάσεων της Ολομελείας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Ολομέλεια Επιτροπής)
Βουλή των Ελλήνων (1975γ). Ε΄ Αναθεωρητική, Περίοδος Α΄ – Προεδρευομένης Δημοκρατίας – Σύνοδος Α΄, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου (:Ολομέλεια Βουλής)
Βουλή των Ελλήνων (1976). Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Σύνταγμα 1975. Διάταξις κατ’ άρθρον επισήμων σχεδίων – τροπολογιών ψηφισθέντος τελικού κειμένου. Αθήναι: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου ( :Πρακτικά Τροπολογιών)
Γεραρής, Χ. (2023). Το Εκλογοδικείο θα αποφασίσει για το «κόμμα Κασιδιάρη». Ανακτήθηκε από: https://www.tanea.gr/2023/04/15/politics/to-eklogodikeio-tha-apofasisei-gia-to-komma-kasidiari/
Corduwener, P. (2020). Gerhard Leibholz, Costantino Mortati and the ideological roots of postwar party democracy in Germany and Italy. Journal of Political Ideologies, 26 (1), 101-119. DOI: 10.1080/13569317.2020.1844365
Δαγτόγλου, Π. (2012). Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας
Δρόσος, Γ. (2020). Χρυσή Αυγή, ποινικός νόμος και Σύνταγμα. Οι συνταγματικές περιπέτειες μιας ποινικής υπόθεσης. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1062-1071
Δρόσος, Γ. (1982). Η νομική θέση των κομμάτων στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας
ΕΚΚΕ (2010). Σαράντα χρόνια αγώνες του ΕΚΚΕ. Βασικά πολιτικά κείμενα. τ. Α΄ (1970-1988), Αθήνα: χ.ε.
Ελευθερίου, Κ., & Τάσσης, Χ. (2013). ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος. Αθήνα: Σαββάλας
Ζακαλκάς, Δ. (1996). Το αίτημα για εσωκομματική δημοκρατία μεταξύ συνταγματικής επιταγής και πολιτικής πραγματικότητας. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Καθηγητής Μιχάλης Σπουρδαλάκης: “Κόμμα πολιτοφυλακή” η Χρυσή Αυγή» (2017, Σεπτέμβριος 20). Ανακτήθηκε από: https://www.inewsgr.com/185/kathigitis-michalis-spourdalakis-komma-politofylaki-i-chrysi-avgi.htm
Καϊδατζής, Α. (2023). Αναρμόδιο το Εκλογοδικείο να ελέγξει την ηγεσία κοινοβουλευτικού κόμματος. Ανακτήθηκε από: https://left.gr/news/anarmodio-eklogodikeio-na-elegxei-tin-igesia-koinovoyleytikoy-kommatos
Καμπαγιάννης, Θ. (2023). Για τη συνταγματικότητα του αποκλεισμού εκλογικών συνδυασμών των καταδικασμένων διευθυντών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”. Ανακτήθηκε από:
Καμτσίδου, Ι. (2013). Το κόμμα – εγκληματική οργάνωση και το Σύνταγμα. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/komma-egklimatiki-organosi-kamtsidou/
Καραβοκύρης, Γ. (2023). Άρθρο 29 στο Σ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασόπουλος (Επιμ.), Σύνταγμα. Ερμηνεία κατ’ άρθρο (σσ. 1-38). Ηλεκτρονική έκδοση: Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Kelsen, H. (1932). Verteidigung der Demokratie, Blätter der Staatspartei. 1932 (3/4), 90–98
Κεσσόπουλος, Α. (2023). Η τόλμη της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Ανακτήθηκε από: https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-tolmi-tis-dimokratias-apenanti-stoys-exthroys-tis
Κοντιάδης, Ξ. (2023α). Η τελική ρύθμιση για τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/h-telikh-rythmish-gia-ton-apokleismo-eklogikwn-kommatwn/
Κοντιάδης, Ξ. (2023β). Αποκλεισμός της συμμετοχής κομμάτων στις εκλογές: Συνταγματικά και πολιτικά διλήμματα. Ανακτήθηκε από:
Κουρουνδής, Χ. (2019). Ο ρόλος της μεταπολιτευτικής ριζοσπαστικοποίησης στη διαμόρφωση του Συντάγματος του 1975: από το “κράτος των εθνικοφρόνων” στο κράτος δικαίου. Στο Γ. Καραγιάννης, Κ. Κανελλόπουλος (Επιμ.), Από τη μεταπολίτευση στην κρίση: Όψεις και προοπτικές της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας (σσ. 90-106). Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης
Κουρουνδής, Χ. (2018). Το Σύνταγμα και η Αριστερά. Από τη «βαθεία τομή» του 1963 στο Σύνταγμα του 1975. Αθήνα: Νήσος
Μαυριάς, Κ. (2016). Συνταγματικό Δίκαιο (5η εκδ.). Αθήνα: Π.Ν. Σάκκουλας
Μάνεσης, Α. (1980). Συνταγματική θεωρία και πράξη (1954-1979), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Μαντζούφας, Π. (2023). Το κράτος δικαίου αντιμέτωπο με τους αρνητές του. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/to-kratos-dikaiou-antimetopo-me-tous-arnites-tou/
Νικολακόπουλος, Η. (2010). Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές 1946-1967 (6η εκδ.), Αθήνα: Πατάκης
Νομοθετικό Διάταγμα 59/1974, άρθρο 1 παρ. 1 και 2, Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 259/Α΄/23-9-1974)
Νόμος 5019/2023, άρθρο 35, Ρυθμίσεις σχετικά με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού Διατάξεις για την ευζωία των ζώων συντροφιάς Διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες επείγουσες διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 91/Α΄/13-04-2023)
Νόμος 5019/2023, άρθρο 102, Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1828 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 «σχετικά με τις αντιπροσωπευτικές αγωγές για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών και για την κατάργηση της Οδηγίας 2009/22/ΕΚ», ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, ρυθμιστικό πλαίσιο για την παλαίωση οίνων και άλλες επείγουσες διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 27/Α΄/14-12-2023)
Νόμος 4804/2021, άρθρα 93, 94, 95, 96, Εκλογή Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών και λοιπές διατάξεις, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 90/Α΄/05-06-2021)
Νόμος 3023/2002, άρθρο 29 παρ. 1, Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 146/Α΄/25-06-2002)
Ξηρός Θ. (2020). Η διεύθυνση και η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η πρωτόδικη ποινική καταδίκη της ηγεσίας πολιτικού κόμματος και τα εκλογικά της επέκεινα. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1104-1117
Pantélis, Α. (1979). Les grands problèmes de la nouvelle Constitution hellénique. Paris: LGDJ
Παπαδοπούλου, Λ. (2013). Μπορεί μια εγκληματική οργάνωση να είναι κόμμα; Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/mporei-mia-egklimatiki-organosi-na-einai-komma/
Παπασπύρου, Ν. (2023). Ανακτήθηκε από: https://www.ertnews.gr/dimosio-vima/arthrografia/n-papaspyrou-kath-nomikis-gia-spartiates-pithani-i-akyrosi-tis-eklogis-tous-ean-stoixeiothetithei-syndesi-me-to-komma-kasidiari/
Προεδρικό Διάταγμα 26/2012, άρθρο 32 παρ. 1, Κωδικοποίηση σ’ ενιαίο κείμενο των διατάξεων της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών, Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ 57/Α΄/15-03-2012)
Πρόταση των Βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, σύμφωνα με τα άρθρα 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής (2014, Δεκέμβριος 6). Ανακτήθηκε από:
Ρίζος, Σ. (2023). Απαγορεύσεις Κομμάτων: Το συνταγματικό πρόβλημα των εκλογών. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/apagorefseis-kommatwn-to-syntagmatiko-provlima-twn-eklogwn-apopsi-i/
Σπουρδαλάκης, Μ. (2009). Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων. Αθήνα: Εξάντας
Σπουρδαλάκης, Μ. (1988). ΠΑΣΟΚ. Δομή, εσωκομματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας. Αθήνα: Εξάντας
Σωτηρέλης, Γ., (2020). Η επόμενη μέρα στην καταπολέμηση του νεοναζισμού: Η αναγκαία θεσμική θωράκιση της Δημοκρατίας μέσω του Εκλογικού Δικαίου. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/2020-10-26-sotirelis-hrysi-avgi-eklogikos-nomos/
Σωτηρέλης, Γ. (2014α). Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Ανακτήθηκε από: https://www.constitutionalism.gr/amunes-dimokratias/
Σωτηρέλης, Γ. (2014β). Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν…. Ανακτήθηκε από: https://www.tanea.gr/2014/01/17/opinions/nai-i-dimokratia-einai-anektiki-ektos-ean/
Τασόπουλος, Γ. (2023). Η απόφαση ΑΠ 8/2023 και η πάγια ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος απέναντι στον νεοναζισμό» e–politeia, 2023 (7), 411-418. Ανακτήθηκε από: https://www.epoliteia.gr/e-journal/2023/07/13/e-politeia-teyxos-7/?fbclid=IwAR0etTykRt9It9WZrV5bYnyvey2j3DVe1yFlk-rsmIUz_NLf92KTy6JqfDE
Τασόπουλος, Γ. (2020). Η δημοκρατία αντιμέτωπη με τους εχθρούς της. Η ωριμότητα του ελληνικού συνταγματισμού. Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου 2020 (12), 1072-1103
Τσιλιώτης, Χ. (2023). Σχόλιο στην ΑΠ 8/2023 (Α1 Τμήμα) σχετικά με τον αποκλεισμό του κόμματος «Εθνικό Κόμμα ΕΛΛΗΝΕΣ» από τις εκλογές της 21.5.2023. Ανακτήθηκε από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/sxolio-sthn-ap-8-2023-a1-tmhma/
Φουντεδάκη, Π. (1987). Ενδοκομματική δημοκρατία και Σύνταγμα. Συμβολή στις πολιτικές προϋποθέσεις και στην ερμηνεία του άρθρου 29 του Συντάγματος 1975/86. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας
Χρήστου, Β. (2017). Άρθρο 12. Στο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης (Επιστ. Επιμ.), ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Κατ’ άρθρο ερμηνεία (σσ. 268-287). Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου
Yannakopoulos, C. (2019). L’interdiction des partis dans la jurisprudence de la Cour européenne des droits de l’ homme: le cas de l’ Aube dorée. Στο Y. Poirmeur (Επιμ.), La régulation des partis politiques (σσ. 53-65). Paris: LGDJ
[1] Στο κυβερνητικό σχέδιο που δημοσιεύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1974 υπήρχε και τέταρτη παράγραφος, η οποία προέβλεπε – αντιγράφοντας το δικτατορικό «Σύνταγμα» του 1968 – ότι οι βουλευτές του διαλυθέντος κόμματος εκπίπτουν από το αξίωμά τους και οι έδρες τους παραμένουν κενές ως τη λήξη της βουλευτικής περιόδου αλλά απαλείφθηκε από το σχέδιο που κατατέθηκε επίσημα στη Βουλή στις 7 Ιανουαρίου 1975.
[2] Ενδεικτική του λόγου απάλειψης της συγκεκριμένης διάταξης είναι η τοποθέτηση του βουλευτή της πλειοψηφίας Ιωάννη Μάργαρη (Βουλή των Ελλήνων, 1975α, σ. 511), σύμφωνα με τον οποίο «ο λαός δεν έχει αυτήν την δυνατότητα να κρίνη εάν πρέπει να υπάρχη δημοκρατική οργάνωσις των κομμάτων ή όχι. Από του 1821 μέχρι της 21ης Απριλίου κανένα αστικό δημοκρατικό κόμμα δεν ήταν δημοκρατικά ωργανωμένο».
[3] Βλ. το παράδειγμα του Δρόσου (1982, σ. 188, σημ. 18), ο οποίος επικαλέστηκε, φωτογραφίζοντας το ΠΑΣΟΚ του 1981, την περίπτωση ενός κόμματος που συγκέντρωσε μεν την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών αλλά δεν έχει αιρετή ηγεσία και δεν έχει συγκαλέσει συνέδριο. Ενδεχόμενη κρίση ότι το εν λόγω κόμμα έχει παραβιάσει το αρ. 29 παρ. 1 του Συντάγματος και άρα πρέπει να υποστεί συγκεκριμένες κυρώσεις, μάλλον θα διατάρασσε παρά θα εξυπηρετούσε την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος. Για την εσωκομματική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ στη συγκεκριμένη περίοδο βλ. Σπουρδαλάκης (1988), έργο αναφοράς το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και για μελέτες που ακολούθησαν όπως εκείνη των Ελευθερίου & Τάσση (2013).
* Η παρούσα μελέτη αποτελεί τη συμβολή του υπογράφοντα στον υπό δημοσίευση Τιμητικό Τόμο προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Σπουρδαλάκη
Πηγή: www.constitutionalism.gr/