Γράφει η Βασιλική Πασιαλή, προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και απόφοιτη του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ


Πολλάκις, οι δικαιοπραξίες δεν αναπτύσσουν τα έννομα αποτελέσματα τους λόγω της παρουσίας κάποιου ελαττώματος. Συγκεκριμένα, είδη ελαττωματικών δικαιοπραξιών αποτελούν οι ανυπόστατες, οι άκυρες και οι ακυρώσιμες δικαιοπραξίες.
Ως άκυρες ορίζονται οι δικαιοπραξίες που περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας, αλλά πάσχουν από κάποιο ελάττωμα και εξ’ αυτού δεν επιφέρουν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, περιπτώσεις άκυρων δικαιοπραξιών που διαρθρώνονται στον Αστικό Κώδικα είναι οι εξής: η δικαιοπρακτική ανικανότητα (130ΑΚ), απαγορευμένη δικαιοπραξία (174ΑΚ), ανήθικη δικαιοπραξία(178ΑΚ), απαγόρευση διάθεσης δικαιώματος από νόμο-δικαστική απόφαση-από δικαιοπραξία (175-176-177 ΑΚ), αισχροκερδής – καταπλεονεκτική δικαιοπραξία (179 περ. β ΑΚ) και εικονικότητα (138-139 ΑΚ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άκυρες δικαιοπραξίες είναι σα ‘’να μην έχουν καταρτιστεί’’. Η ακυρότητα κηρύσσεται αυτοδικαίως και δεν απαιτείται η άσκηση αγωγής (αν βέβαια το επιθυμούν τα μέρη μπορούν να προβούν στην άσκηση αναγνωριστικής αγωγής). Σημαντικές εξαιρέσεις στην αυτοδίκαιη ακυρότητα είναι ο άκυρος γάμος και η άκυρη απόφαση γενικής συνέλευσης σωματείου, διότι απαιτείται η άσκηση αγωγής. Το δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας δεν παραγράφεται, αλλά υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία.
Παράλληλα, η ακυρότητα διακρίνεται σε απόλυτη, η οποία έχει ταχθεί για την προστασία της δημόσιας τάξης – μπορεί να την επικαλεστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον και σε σχετική, η οποία έχει ταχθεί για το συμφέρον συγκεκριμένων προσώπων-μπορεί να την επικαλεστούν μόνο αυτά τα πρόσωπα. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσει η τελευταία περίπτωση άκυρης δικαιοπραξίας, η εικονικότητα.
Αρχικώς, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά είναι άκυρη λόγω εικονικότητας. Εικονική, λοιπόν, είναι η δήλωση βούλησης που εν γνώσει του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση στους τρίτους ότι επήλθε μεταβολή μιας νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση πραγματικής μεταβολής.
Εικονικές μπορεί να είναι κάποιες συμβάσεις, μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες και κατά κρατούσα άποψη μπορεί να είναι και οι μη απευθυντέες (λόγου χάρη μία διαθήκη). Ενώ, δεν επιδέχονται εικονικότητας οι δικαιοπραξίες που καταρτίζονται με τη σύμπραξη της αρχής, όπως ο γάμος ή το διαζύγιο. Αν η δικαιοπραξία καταρτίζεται με αντιπρόσωπο, η γνώση ή μη της εικονικότητας κρίνεται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου. Τέλος, απαιτείται διμερής γνώση της εικονικότητας.
Συνέπεια της εικονικής δήλωσης βουλήσεως και της δικαιοπραξίας στο πραγματικό της οποίας περιέχεται, είναι η απόλυτη ακυρότητα της. Η ακυρότητα μπορεί να πλήττει τόσο την υποσχετική, όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία. Μπορούν να την επικαλεστούν όχι μόνο όσοι μετείχαν στην εικονική δικαιοπραξία και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι τους, αλλά και τρίτα πρόσωπα που έχουν σχετικό έννομο συμφέρον -όπως οι δανειστές που κατά μία άποψη μπορούν να επικαλεστούν την ακυρότητα πλαγιαστικά.
Επιπροσθέτως, η ακυρότητα λόγω εικονικότητας επέρχεται αυτοδικαίως. Η επίκληση της μπορεί να γίνει με αναγνωριστική αγωγή ή καταχρηστική ένσταση και δεν υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς, ενώ μόνο όριο τίθεται αυτό της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος(281 ΑΚ).
Ειδικότερα, η εικονικότητα μπορεί να είναι απόλυτη (138παρ.1 ΑΚ), όταν η εικονική δικαιοπραξία δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμία έννομη μεταβολή. Ακόμη, μπορεί να είναι σχετική (138παρ2 ΑΚ), δηλαδή τα μέρη να επιθυμούν να επέλθει μεταβολή στη νομική κατάσταση του πράγματος, όχι όμως λόγω της φαινόμενης, αλλά λόγω της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας.
Ως προς τη σχετική εικονικότητα, η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν, έχει τηρηθεί ο τύπος που ο νόμος απαιτεί(τον τύπο αρκεί να τον έχει περιβληθεί η φαινόμενη) και να μην είναι αντίθετη στο νόμο.

Τι προβλέπει το  Αστικό Δίκαιο

Αρκετά σημαντική κρίνεται η διάταξη του 139ΑΚ. Όπως, αποτυπώνεται στο Αστικό Δίκαιο, ο κανόνας που ισχύει για την ακυρότητα είναι ότι προτείνεται έναντι όλων (erga omnes). Ο κανόνας αυτός κάμπτεται στην περίπτωση του 139ΑΚ, συμφώνα με τον οποίο η εικονικότητα δε βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την και με τον τρόπο αυτό προστατεύει τον καλόπιστο συναλλασσόμενο. Για να εφαρμοστεί η 139ΑΚ ισχύουν δύο προϋποθέσεις: α) το πρόσωπο να έχει την ιδιότητα του συναλλαχθέντος και β) ο συναλλαχθείς να αγνοούσε την εικονικότητα: κατά μία άποψη(ορθότερη), άγνοια υφίσταται έστω και εάν οφείλεται σε αμέλεια του συναλλαχθέντος και κατά μία άλλη γνώμη, η βαριά αμέλεια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης.
Ωστόσο, η καλυπτόμενη δικαιοπραξία είναι έγκυρη και απέναντι στον εν αγνοία συναλλαχθέντα, καθώς δε τυγχάνει εφαρμογής η 139ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στην εικονική δικαιοπραξία και όχι στην καλυπτόμενη από αυτή, η οποία πιθανώς να βλάπτει τα συμφέροντα του εν αγνοία συναλλαχθέντος.
Νομολογιακά, ορισμένες αποφάσεις που αφορούν την εικονικότητα της δικαιοπραξίας είναι: η απόφαση Αρείου Πάγου 721/2011, 446/2018 και η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά 478/2018. Η εικονικότητα υπό μία νομική σκοπιά πλήττει τον κανόνα της συναλλακτικής ειλικρίνειας και της πραγματικής βούλησης, κάτι που αντιτίθεται στον σκοπό του δικαίου: την προστασία της δήλωσης βούλησης. Έτσι, θίγεται η ασφάλεια των συναλλαγών. Στην πραγματικότητα όμως αυτή όφειλε να επέμβει ο κοινός νομοθέτης, θεσπίζοντας όσα αναλυτικώς αναφέρθηκαν.

Από τον Νομικό Παλμό