Από την Δέσποινα Χρίστινα, ασκούμενη δικηγόρο
Άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Τι εννοούμε, όμως, με τον όρο αντισυνταγματικό; Υπάρχει κάποια διάκριση; Ελέγχονται όλες οι μορφές αντισυνταγματικότητας; Με τον όρο αντισυνταγματικότητα των νόμων εννοούμε κατά αρχήν την ουσιαστική και την τυπική. Η ουσιαστική αφορά κάθε αντίθεση του περιεχομένου της ρύθμισης του νόμου προς το περιεχόμενο της συνταγματικής ρύθμισης ή της συνταγματικής αρχής. Εν αντιθέσει η τυπική αντισυνταγματικότητα δεν αφορά το περιεχόμενο της ρύθμισης του νόμου αλλά τη διαδικασία θέσπισης του. Συνέπεια αυτού, λοιπόν, είναι ότι ο νόμος που θεσπίστηκε κατά παράβαση των κανόνων της διαδικασίας που προβλέπεται από το Σύνταγμα πάσχει από τυπική αντισυνταγματικότητα.
Το σημαντικότερο στοιχείο στις δύο μορφές αυτές αντισυνταγματικότητας των νόμων είναι πως τα δικαστήρια δεν δύνανται να ελέγξουν την τυπική αντισυνταγματικότητα. Μάλιστα αυτό ορίζεται και από διάταξη του ίδιου του Συντάγματος, καθώς βάσει του άρθρου 93 παράγραφος 4 τα δικαστήρια ελέγχουν μόνο την αντίθεση του περιεχομένου του νόμου προς το Σύνταγμα. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό σύμφωνα με τους ορισμούς που δόθηκαν παραπάνω, πως γίνεται λόγος για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα. Για ποιον λόγο, όμως, δεν ελέγχεται η τυπική αντισυνταγματικότητα; Πρόκειται για το λεγόμενο « τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου», το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι και κάποιος περιορισμός στον τυχόν ανεμπόδιστο δικαστικό έλεγχο. Τι είναι, όμως, αυτό το τεκμήριο; Ο νόμος από τη στιγμή που είναι προϊόν της σύμπραξης της Βουλής, η οποία τον ψηφίζει, και της Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία τον εκδίδει τεκμαίρεται ότι είναι τυπικά συνταγματικός, καθώς η έκδοση από την πλευρά της Προέδρου της Δημοκρατίας πιστοποιεί ότι ο νόμος ψηφίσθηκε από τη Βουλή με την τήρηση όλων των κανόνων που επιβάλλει το Σύνταγμα για την ψήφιση του. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αμάχητο τεκμήριο τυπικής αντισυνταγματικότητας, το οποίο μάλιστα είναι δεσμευτικό και για τα δικαστήρια.
Χρειάζεται να γίνει αντιληπτή μια ακόμη διάκριση, η οποία αφορά την τυπική αντισυνταγματικότητα. Πρόκειται για τα «εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου» και τα «εξωτερικά τυπικά στοιχεία». Τα εσωτερικά τυπικά στοιχεία ή αλλιώς όπως είναι ευρέως γνωστά ως interna corporis είναι αυτά τα οποία είναι δικαστικώς ανέλεγκτα στο πλαίσιο που αναφέρθηκε παραπάνω. Από την άλλη πλευρά, τα εξωτερικά στοιχεία, αν και αποτελούν κομμάτι της τυπικής συνταγματικότητας, μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά. Ό,τι προσδίδει μορφή και υπόσταση στον νόμο σχετίζεται με τα εξωτερικά στοιχεία. Ποια είναι αυτά όμως; Πρόκειται για τη ψήφιση του νόμου από τη Βουλή, την έκδοση του από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ. Τα εσωτερικά τυπικά στοιχεία όμως διαφέρουν και αφορούν τη διαδικασία συζήτησης στη Βουλή, τη διαδικασία ψήφισης κλπ. Γιατί, όμως, τα εξωτερικά στοιχεία ελέγχονται; Δεν ελέγχονται απλώς αλλά μάλιστα είναι απαραίτητο να διενεργείται έλεγχος γιατί αλλιώς θα μπορούσε να εφαρμόζεται νόμος που είναι απλά ένα κείμενο, το οποίο μπορεί να μην έχει ούτε καν ψηφισθεί από τη Βουλή και γενικότερα να μην έχει κάποια από τις τρεις προϋποθέσεις της ψήφισης, της έκδοσης ή της δημοσίευσης, χαρακτηριστικά που αρκούν για να τον καταστήσουν νόμο του Κράτους.
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή ο αντισυνταγματικός νόμος δεν εφαρμόζεται. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος νόμος κριθεί ως αντισυνταγματικός, καταργείται και παύει η ισχύς του; Η απάντηση είναι πως όχι. Ο αντισυνταγματικός νόμος δεν καταργείται αλλά σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4 του Συντάγματος περιορίζεται η ισχύς του στη συγκεκριμένη περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντισυνταγματικός. Και αυτό γιατί ο έλεγχος συνταγματικότητας του νόμου στη χώρα μας είναι παρεμπίπτων, καθώς διενεργείται στο πλαίσιο μιας διαφοράς ή υπόθεσης που φέρεται ενώπιον δικαστηρίου και όχι έτσι γενικά ανεξαρτήτως υποθέσεως. Ο έλεγχος είναι συγκεκριμένος και όχι αφηρημένος, καθώς αφορά πραγματικά περιστατικά που διεξήχθησαν σε ένα περιβάλλον πραγματικής διαφοράς, η οποία προέκυψε από την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου. Αυτό αμέσως σημαίνει πως ένας νόμος μπορεί να είναι αντισυνταγματικός σε μια περίπτωση αλλά όχι σε μια άλλη. Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, δεν καταργείται αλλά περιορίζεται η ισχύς του στην υπό κρίση υπόθεση αλλά διατηρεί τη νομική του ισχύ αφού μπορεί καταλλήλως να εφαρμοστεί σε άλλη περίπτωση.
Ένα ερώτημα που ευλόγως δημιουργείται σε όλο αυτό το πλαίσιο αντισυνταγματικότητας είναι το τι εφαρμόζεται όταν ένας νόμος κριθεί ως αντισυνταγματικός. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πως σημασία έχει ποιο είναι το δικάζον δικαστήριο, καθώς διαφορετικό είναι το αποτέλεσμα άμα γίνεται λόγος για ποινικό δικαστήριο ή διοικητικό, το οποίο μπορεί να είναι ακυρωτικό ή ουσίας ή πολιτικό δικαστήριο. Στην περίπτωση του ποινικού δικαστηρίου, αν ένας νόμος κριθεί ως αντισυνταγματικός τότε ο κατηγορούμενος αθωώνεται, αφού το έγκλημα του αφορά νόμο που δεν δύναται να εφαρμοστεί. Στο ακυρωτικό διοικητικό δικαστήριο, ευλόγως η διοικητική πράξη ακυρώνεται, αφού με την τελευταία γίνεται εκτέλεση νόμου που όμως αφού είναι αντισυνταγματικός δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Ενδιαφέρον εμφανίζει όμως η περίπτωση του πολιτικού δικαστή και του διοικητικού δικαστή ουσίας μιας και σε περίπτωση αντισυνταγματικού νόμου εφαρμόζει είτε εκείνο τον προγενέστερο του αντισυνταγματικού νόμου που συνάδει όμως και με το Σύνταγμα είτε απευθείας το ίδιο το Σύνταγμα, όταν βέβαια είναι αυτό εφικτό.
Επομένως, από όσα έχουν λεχθεί παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως σε γενικότερο πλαίσιο αν εξαιρέσουμε το τεκμήριο συνταγματικότητας, το οποίο αφορά τα interna corporis, οι νόμοι ελέγχονται επιβεβλημένως για την συνταγματικότητα τους αφού κιόλας έχει προβλεφθεί και εκείνη η διέξοδος του τι θα εφαρμοστεί αν η κρίση αποφανθεί περί αντισυνταγματικότητας. Ωστόσο, ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου δεν ελέγχεται μονάχα από τα Δικαστήρια αλλά και από άλλα κρατικά όργανα, όπως τη Βουλή, την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Διοίκηση εν γένει, αποδεικνύοντας κατά αυτό τον τρόπο πως το έργο αυτό είναι θεμέλιος λίθος σε ένα κράτος δικαίου.