Της Άννας Ζαίρη , προέδρους της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Το κυριότερο πρόβλημα στην απονομή της Δικαιοσύνης στη Χώρα μας είναι από πολλών ετών η καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων.
Πρόβλημα πολυπαραγοντικό με κύριο αίτιο το φιλέριδον του χαρακτήρα τού Έλληνα, αφού η φιλική επίλυση των διαφορών εξακολουθεί να σπανίζει στην εξωδικαστική αλλά και την ένδικη πρακτική.
Με τα δεδομένα αυτά, οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες εργασίας, καλούνται να εκτελέσουν ένα τιτάνιο έργο, του οποίου και η απλή αριθμητική προσέγγιση τρομάζει.
Το πρόβλημα όμως αναμένεται να επιδεινωθεί δραματικά μετά την, εκ των πραγμάτων, υπολειτουργία των Δικαστηρίων που ήδη υφίσταται, λόγω της υγειονομικής κρίσης και δεν αναμένεται να ανατραπεί στους επόμενους μήνες.
Παρότι δεν έχει ακόμη επίσημα περιοριστεί η λειτουργία των Δικαστηρίων, εν τούτοις, οι περισσότερες ποινικές και πολιτικές δίκες αναβάλλονται ή ματαιώνονται συστηματικά, για λόγους σχετικούς με την υγειονομική κρίση. Οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν μπορούν να απορριφθούν, διότι συνήθως έχουν τόσο νομική όσο και ουσιαστική βάση. Έτσι, χωρίς να έχει επίσημα ανασταλεί η λειτουργία των Δικαστηρίων, στην πράξη έχει ακινητοποιηθεί.
Κατόπιν αυτών στο άμεσο μέλλον αναμένεται εκτόξευση του αριθμού των αδίκαστων υποθέσεων, διότι στο σύνολο των αναβαλλόμενων θα προστεθεί και ο αριθμός εκείνων που θα έχουν εισαχθεί στα Δικαστήρια κατά το χρόνο υπολειτουργίας τους.
Ειδικότερα στον ποινικό τομέα, κατά το παρελθόν η Πολιτεία έχει αντιμετωπίσει ανάλογες διογκώσεις της Δικαστηριακής ύλης, με διαφορετικές από την σημερινή αιτίες, υιοθετώντας μεταξύ των άλλων τρόπων αποσυμφόρησης και την οιονεί αμνήστευση των ήσσονος κοινωνικής απαξίας ποινικών αδικημάτων, την συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας και την κατάργηση ενδίκων μέσων στην προδικασία.
Ενδέχεται να δούμε να εφαρμόζονται εκ νέου ανάλογες πρακτικές, οι οποίες όμως, μπορεί να ελαφρύνουν τα Πλημμελειοδικεία αλλά δεν αποδίδουν στην περίπτωση σοβαρών αδικημάτων, για τα οποία δεν είναι ούτε νομικά ούτε κοινωνικά ανεκτή η αποποινικοποίηση ή άλλου είδους οιονεί αμνήστευση.
Αυτά άλλωστε είναι που καταπονούν κυρίως τα Εφετεία της Χώρας, αρμόδια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό για τα περισσότερα κακουργήματα, ιδίως μάλιστα όταν οι δίκες των σοβαρότερων από αυτά διαρκούν μερικούς μήνες ενίοτε μάλιστα και αρκετά χρόνια.
Η λύση για την μείωση της διάρκειας των δικών αυτών βρίσκεται στον περιορισμό του χρόνου κατοχής του βήματος από τους διαδίκους με απόφαση του διευθύνοντος την διαδικασία.
Το μέτρο αυτό δεν απαιτεί νομοθετική αλλαγή και μπορεί να ενταχθεί στο γενικό δικαίωμα διεύθυνσης της διαδικασίας που ασκείται από τον προεδρεύοντα.
Πράγματι το άρθρο 333 του Κ.Ποιν.Δικονομίας με τον τίτλο .. – Γενική διεύθυνση της διαδικασίας ορίζει :
“1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλουν ερωτήσεις.
Ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους, και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σε αυτούς τον λόγο για να αγορεύσουν ή, όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει πρόσθετες ερωτήσεις στους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς συμβούλους καθώς και στους κατηγορουμένους για ζητήματα που θεωρεί αναγκαία για την πληρέστερη διασαφήνιση της υπόθεσης και δημοσιεύει την απόφαση.”
Η άδεια που προβλέπει ο νόμος μπορεί να δίνεται με χρονικό περιορισμό, ίδιο για όλους τους διαδίκους, και ανάλογο της σοβαρότητας της υπόθεσης. Ασφαλώς ο χρόνος απολογίας του κατηγορουμένου δεν θα υπόκειται σε περιορισμό.
Η λύση αυτή είναι απόλυτα σύννομη και δεν προσκρούει σε διάταξη νόμου εφόσον τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων.
Με το τρόπον αυτό και η ισονομία θα τηρείται και οι καταχρήσεις του βήματος θα αποφεύγονται, με τελική ωφέλεια την επιτάχυνση της δίκης και την αποφυγή άσκοπης απώλειας ανθρώπινων πόρων.
Τουλάχιστον ας το εφαρμόσουμε για τον επόμενο χρόνο μέχρι να αποσυμφορηθούν τα ακροατήρια. Πιστεύω πως και οι δικηγορικοί σύλλογοι θα συμφωνήσουν στην κοινή ωφέλεια».