Δεκτή έγινε αίτηση ανατροπής αναγκαστικής κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 ΚΠολΔ από το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο και διέταξε τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο να απέχει από κάθε ενέργεια εκτέλεσης και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική με την ανατροπή της κατάσχεσης σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων (ΜΠΑ 395/2025).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, σκοπός του θεσμού της ανατροπής που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών, που διατρέχει το Δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξή του στον κύκλο των συναλλαγών.
Στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ εισάγονται ορισμένες περιπτώσεις ως εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα των προθεσμιών της παρ. 1. Κατά το σκεπτικό του δικαστηρίου, δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών. Η δε εξαιρετική φύση και η περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων του άρθρου 1019 § 2 ΚΠολΔ δεν εμποδίζουν την αναλογία, καθ’ όσον ο σκοπός της καθιέρωσης των εξαιρέσεων του άρθρου αυτού, δηλαδή η αφαίρεση του χρόνου της παρεμπόδισης της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας, συντρέχει και σε άλλες περιπτώσεις. Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις, που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης, για να καλυφθούν κενά.
Περαιτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε πως οι δύο νέες ρυθμίσεις των άρθρων 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν συνιστούν νέες τυπικές περιπτώσεις νομικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα δανειστή. Το κοινό γνώρισμα των εξαιρέσεων που ρητά προβλέπονται στο άρθρο 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ και των εξαιρέσεων που έχουν νομολογιακώς κριθεί ως τέτοιες κατ’ αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, με εξαίρεση του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών από 1 έως 31 Αυγούστου, συνίσταται στην αδυναμία εκ των προτέρων πρόβλεψης από τον επισπεύδοντα δανειστή, άνευ υπαιτιότητάς του, είτε της επέλευσής τους είτε της τυχόν διάρκειάς τους, ενώ καθίσταται εμφατικός και ο σκοπός αποφυγής της εκ δόλου παρέλκυσης της διαδικασίας του πλειστηριασμού, στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από την περίπτωση του άρθρου 993 ΚΠολΔ, καθώς το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι ρητώς προβλεπόμενο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γνωστό εκ των προτέρων ως προς τη διάρκειά του.
Στην ίδια ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή στην ενιαύσια προθεσμία αυτής συνυπολογίζονται και δεν εξαιρούνται οι προβλεπόμενες στις διατάξεις των άρθρων 954 παρ. 2 και 993 παρ. 2 προθεσμίες, κατατείνει και η ρύθμιση του άρθρου 966 ΚΠολΔ με την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία του πλειστηριασμού και με τους στο άρθρο αυτό προβλεπόμενους χρόνους.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των ημερών που μεσολάβησαν από την επόμενη ημέρα της κατάσχεσης έως την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, έκρινε ότι πρέπει να αφαιρεθούν ορισμένα χρονικά διαστήματα, τα οποία αφορούν στη διενέργεια βουλευτικών, περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, καθώς και ευρωεκλογών, το διάστημα αποχής των Συμβολαιογράφων από τα καθήκοντα τους, καθώς και τα χρονικά διαστήματα καθολικών αποχών των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, αλλά και των στοχευμένων αποχών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης των funds και των Τραπεζών.
Έκρινε, ωστόσο, πως δεν πρέπει να αφαιρεθεί το επτάμηνο διάστημα από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό που ορίστηκε αρχικά, ούτε το δίμηνο διάστημα από τη νέα επίσπευση του πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε και εξής, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, πρέπει αναγκαία να μεσολαβούν κατ’ ελάχιστον ανάμεσα στην κατάσχεση (ή τη νέα επίσπευση πλειστηριασμού αντίστοιχα) και στον πλειστηριασμό, καθώς τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ ούτε μπορούν να αφαιρεθούν κατά αναλογική εφαρμογή της διάταξης αυτής.
Απόσπασμα απόφασης
Κατά την εφαρμογή της § 3 του άρθρου 966 ΚΠολΔ, πάντως, έπρεπε να πιθανολογείται η δυνατότητα να τελεσφορήσει η διαδικασία του πλειστηριασμού (με το ίδιο ή κατώτερο τίμημα), μετά από στάθμιση, όμως, των αντικρουόμενων συμφερόντων: δηλαδή, του επισπεύδοντας, με ζητούμενο την ταχύτερη ικανοποίησή του και της αποτροπής εκποίησης της περιουσίας του οφειλέτη με εξευτελιστικό τίμημα από την άλλη, αλλά και επιβάρυνσης της διαδικασίας με συνεχή έξοδα προς βλάβη του οφειλέτη και των λοιπών δανειστών, μετά από συνεκτίμηση των λόγων δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλουν αποδεκτά κατά το δυνατό αποτελέσματα στο εκάστοτε νομικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον (πρβλ. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως. Ειδικό μέρος, τόμ. ΙΙα [2017], αρ. 109 επ.). Για τον επαναληπτικό αυτό πλειστηριασμό δεν τηρείτο νέα προδικασία και νέες διατυπώσεις δημοσιότητας και δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση της ανακοπής διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης, κατ’ άρθρο 954§4 (Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ τ. II [2018], άρθρο 966 σ. 635), λαμβανομένης, ωστόσο, υπόψη της προθεσμίας του άρθρου 1019 ΚΠολΔ (ΜΠρΤρικ 73/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί, εξάλλου, η άθροιση των αντιστοίχων προθεσμιών της νέας § 2 του άρθρου 993 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες στις §§ 1 έως και 2Β του νέου άρθρου 966 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τον ν. 4842/2021 και ήδη ισχύουν κατά τη ρητή πρόβλεψη της περ. ζ’ της § 6 του άρθρου 116 του ν. 4842/2021, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 176 του ν. 4855/2021, καθώς πλέον προβλέπεται διαδοχική διεξαγωγή νέων πλειστηριασμών μέσα σε αντίστοιχα σύντομες προθεσμίες και χωρίς πλέον την μεσολάβηση του δικαστηρίου μετά τον δεύτερο άκαρπο πλειστηριασμό για τη μείωση του τιμήματος. Δυσχερώς νοείται άλλωστε άλλος λόγος διαδοχικών ματαιώσεων ενός ηλεκτρονικού πλέον πλειστηριασμού από την μη εμφάνιση πλειοδοτών και την μη υποβολή προσφορών, η οποία, εφόσον εξακολουθεί παρά τις διαδοχικές και σημαντικές ήδη μειώσεις του τιμήματος του εκπλειστηριαζόμενου πράγματος, που ρητά προβλέπει πλέον ο τροποποιηθείς Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο ανωτέρω άρθρο 966, δείχνει έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος ή αγοραστικής δύναμης του κοινού. Το γεγονός αυτό, αφενός, ματαιώνει την προσδοκία εξόφλησης της απαίτησης του επισπεύδοντας τον πλειστηριασμό δανειστή, τουλάχιστον στον παρόντα χρόνο και στην παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία, και, αφετέρου, αποστερεί την εξακολούθηση της δέσμευσης του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου από τον νομιμοποιητικό της λόγο, ενόψει του σκοπού της αναγκαστικής εκτέλεσης και των αρχών που την διέπουν αλλά και της συνταγματικής περιωπής υπέρτερης προστασίας της ιδιοκτησίας. Κάθε δε άλλος λόγος, νομικός ή πραγματικός, για τον οποίο εμποδίζεται ο επισπεύδων δανειστής να συνεχίζει τη διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού, δύναται ευχερώς να υπαχθεί ρητά ή αναλογικά στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις της ίδιας της ρύθμισης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και να εξαιρεθεί αυτής. Μετά και την τροποποίηση κατά τα ανωτέρω με τον νέο ν. 4842/2021 καθίσταται αδιαμφισβήτητα πλέον σαφές ότι ο δικονομικός νομοθέτης τελεί εν γνώσει του χρονικού πλαισίου του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ώστε να μη μπορεί να γίνεται λόγος για απροσχεδίαστο από τον νόμο και, συνεπώς, διορθωτέο μέσω της ερμηνείας κενό. Συνεπώς, εμμένοντας ο νομοθέτης στην ενιαύσια προθεσμία, είναι βέβαιο ότι προσδοκά την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας εντός αυτής (ΕιρΑΘ [ασφ.μ.] 272/2020 ΕπΑκ 2020. 613, ΕιρΛαυρίου [ασφ.μ.] 6/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΑΘ [ασφ.μ.] 443/2019 αδημ., Γ. Διαμαντόπουλος, Προσβολή παραδοχών απόφασης, η οποία απορρίπτει αίτηση ανατροπής κατάσχεσης. Λόγοι αφορώντες στη διαδρομή της προθεσμίας της ΚΠολΔ 1019 § 1, ΕπΑκ 2020 σ. 490 επ.), λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι και η θέσπιση της προβλεπόμενης στη διάταξη της § 2 του άρθρου 954 προθεσμίας για τα κινητά και της § 2 του άρθρου 993 ΚΠολΔ για τα ακίνητα κινείται προς την κατεύθυνση της κατά το δυνατό σύντμησης της χρονικής διάρκειας της αναγκαστικής εκτελέσεως με την διαδικασία του αναγκαστικού ήδη ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, λαμβανομένου υπόψη και του δικαιολογητικού λόγου θεσπίσεώς της, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική της έκθεση και αναπτύχθηκε ανωτέρω. Για την ταυτότητα, μάλιστα, του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και για την προβλεπόμενη στη διάταξη του εδ. β’ της § 1 του άρθρου 973 ΚΠολΔ προθεσμία των δύο (2) έως τριών (3) μηνών, δηλαδή και αυτή συνυπολογίζεται στην ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και δεν εξαιρείται. Άλλωστε, μετά τη θέσπιση της υποχρεωτικής διενέργειας των αναγκαστικών πλειστηριασμών με ηλεκτρονικά μέσα, αφενός, απλοποιήθηκε η διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού, αφετέρου, διευρύνθηκε κατά πολύ ο κύκλος των υποψηφίων πλειοδοτών, καθώς πλέον μπορεί να συμμετάσχει οποιοσδήποτε το επιθυμεί από όπου και αν βρίσκεται, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται κατά το δυνατόν η επίτευξη γόνιμου πλειστηριασμού εντός των προθεσμιών που θέτει ο νόμος (ΕιρΑΘ 625/2023 ΕπΑκ 2024. 131 επ., με σύμφωνο σχόλιο Π. Χριστοδούλου, ΕιρΙστιαίας 40/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ακόμη και πριν το ν. 4335/2015, που καθιέρωσε για πρώτη φορά το αναφερόμενο παραπάνω ευρύ χρονικό διάστημα μεταξύ κατάσχεσης και πλειστηριασμού, ο νομοθέτης προέβλεπε έναν ελάχιστο χρόνο, κυρίως για να διασφαλιστεί η διενέργεια της προδικασίας του πλειστηριασμού, η οποία πλέον, μετά τη ριζική αναμόρφωσή του και τη μετάβαση από τον φυσικό στον ηλεκτρονικό είναι σημαντικά απλοποιημένη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 959 § 4 ΚΠολΔ στην αρχική του μορφή, ο πλειστηριασμός κινητών δεν μπορούσε να γίνει πριν από την παρέλευση 15 ημερών από την κατάσχεσή τους και αυτός των ακινήτων δεν μπορούσε να γίνει πριν από την παρέλευση 40 ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης, σύμφωνα με το άρθρο 998 § 4 ΚΠολΔ στην πριν από το ν. 4335/2015 μορφή του και συγκεκριμένα, όπως είχε διαμορφωθεί από το ν. 3994/2011. Ουδέποτε ωστόσο είχε υποστηριχθεί ότι η σχετική (σύντομη έστω) προθεσμία, που οριοθετούσε κατάσχεση και πλειστηριασμό, αναστέλλεται και δεν προσμετράται στο χρονικό εύρος του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ. Επομένως, θα ήταν αντίθετο με τη διαχρονική ρύθμιση και οριοθέτηση της κατάσχεσης από τον πλειστηριασμό να υποστηριχθεί το αντίθετο, από μόνο το συγκυριακό γεγονός ότι πλέον η χρονική απόσταση μεταξύ κατασχέσεως και πλειστηριασμού έχει σημαντικά επιμηκυνθεί. Προφανώς ο νομοθέτης συνειδητά δεν το πρόβλεψε και θα ήταν εξαιρετικά δυσχερές να το ρυθμίσει με ασφάλεια, καθώς και το άρθρο 954 και το άρθρο 993 ΚΠολΔ δίνουν ένα εύρος χρονικής απόστασης του πλειστηριασμού από την κατάσχεση και δεν εξασφαλίζουν ένα σταθερό καταληκτικό χρόνο (Απαλαγάκη, Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες των άρθρων 954 § 2 περ. ε’ και 993 § 2 ΚΠολΔ και ο συνυπολογισμός τους ή μη στην προθεσμία ανατροπής της κατασχέσεως, κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, ΕπΑκ 2023 σ. 545 επ., 547, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας[-Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη], ΚΠολΔ2, 2021, άρθρο 1019, σ. 966-967, βλ. και Χ.-Ι. Χατζηδημητρίου, Ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης (άρθρο 1019 ΚΠολΔ) μετά τους ν. 4335/2015 και ν.4512/2018, ΕπΑκ 2021 σ. 19 επ., 30-31, με περαιτέρω παραπομπές).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.