Ειρ(Ασφ.Μ.)Αθ 1139/2024

 

Αναστολή εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση – Ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας και δημιουργία αποκλειστικής δωσιδικίας των Δικαστηρίων των Αθηνών -.

 

Τέτοιος όρος εμπίπτει στην έννοια των ΓΟΣ και είναι εν προκειμένω άκυρος και καταχρηστικός κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, αφού με την εν λόγω ρήτρα δυσχεραίνεται η άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων των ανακοπτόντων και αυξάνεται το κόστος της δικαστικής δαπάνης, σε αντίθεση με την καθ’ ης, της οποίας η οργάνωση της νομικής εκπροσώπησης δεν δυσχεραίνεται με την εισαγωγή της υπόθεσης στο κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο. Πιθανολογείται η βασιμότητα του συγκεκριμένου λόγου, δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία της δικηγόρου Καβάλας Ιωάννας Χριστοφορίδου)

 

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης: 1139/2024

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Παπακωνσταντίνου, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς την παρουσία γραμματέως.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3.7.2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του αιτούντος: … κατοίκου Κιάτου Κορινθίας (ΑΦΜ .. που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ιωάννας Χριστοφορίδου.

 

Της καθ’ης η αίτηση: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …. που εδρεύει στο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία …DAC, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου.

 

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 29.5.24 αίτησή του (με ειδικό αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2024). η οποία απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό και προσδιορίσθηκε για την ανωτέρω δικάσιμο, για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτή.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνησή της από το σχετικό έκθεμα, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα προφορικώς ισχυρίσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από το συνδυασμό των άρθρων 42 και 43 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με γραπτή συμφωνία των διαδίκων (σύμβαση παρεκτάσεως), προκειμένου για μελλοντικές διαφορές εκτός από τις διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό χαρακτήρα, τακτικό (πρώτου βαθμού) δικαστήριο γίνεται κατά τόπο αρμόδιο για διαφορές που θα προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση.

Με τη σύμβαση παρεκτάσεως οι συμβαλλόμενοι είτε δημιουργούν μία ακόμη συντρέχουσα με τις λοιπές δωσιδικία είτε καταργούν κάθε άλλη νόμιμη δωσιδικία και εισάγουν μία νέα συμβατική, καθορίζοντας το αποκλειστικό κατά τόπο αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς Δικαστήριο. Πρόκειται αναμφισβήτητα για δικονομική σύμβαση η οποία εντάσσεται συνήθως στο κείμενο σύμβασης ουσιαστικού δικαίου. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί όροι συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199/28.9.1999), γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επειδή ρήτρα περιεχόμενη σε ΓΟΣ, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές που θα προκόψουν από τη σύμβαση, που συνάπτει εταιρεία με τον πελάτη της. στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της, επιβάλλει στον πελάτη-καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του. Τούτο μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του πελάτη ενώπιον του δικαστηρίου και τελικώς, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και πελάτες που κατοικούν σε απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της εταιρίας και τους οποίους (πελάτες) πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το δικαστήριο αφού οι πελάτες της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι που επηρεάζονται δυσμενώς από μία τέτοια ρήτρα, τα έξοδα που απαιτούνται μπορεί να αποθαρρύνουν τον πελάτη και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την υπεράσπισή του. Αντιθέτως τέτοια ρήτρα επιτρέπει στον χρήστη των ΓΌΣ (τράπεζα, ασφαλιστική εταιρία κ.λπ.) να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την δραστηριότητα του στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα του. Συνεπώς μία ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση (ασφαλιστικής εταιρίας, Τράπεζας κ.λπ.) και πελάτη της, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 42 ΚΠολΔ και η οποία απονέμει αποκλειστική αρμοδιότητα στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της εταιρείας, θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη κατά το άρθ. 2 § 6 του Ν. 2251/1994, εφόσον, χωρίς ν’ ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον του προμηθευτή, όπως όταν είναι πραγματικά δυσχερής η οργάνωση νομικής υποστήριξης του προμηθευτή στον τόπο, τα δικαστήρια του οποίου είναι κατά τον ΚΠολΔ αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς, δημιουργούν, παρά τις αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων. Αντίθετο των ανωτέρω δεν προκύπτει από το ότι ο Ν. 2251/1994, σε αντίθεση με τον προγενέστερο Ν. 1961/1991, δεν περιέλαβε την περίπτωση παρέκτασης αρμοδιότητας στον ενδεικτικό κατάλογο καταχρηστικών ρητρών. Από τη μη αναφορά αυτή προκύπτει βούληση του νομοθέτη ότι δεν επιθυμεί στην περίπτωση αυτή απόλυτη καταχρηστικότητα του όρου. Όμως, ενδέχεται ο σχετικός όρος να είναι καταχρηστικός με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001 υπό X, ΔΕΕ 2001.1128, ΕΕμπΔ 2001.529, ΕπισκΕΔ 2001.663, Γ. Μεντής, Οι γενικοί όροι συναλλαγών σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, σελ. 162).

 

Ο αιτών με την ένδικη αίτησή του, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ./2024 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών και της από 10.5.2024 επιταγής προς πληρωμή, ευρισκόμενης κάτωθι αντιγράφου Α’ εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής, διότι κατ’ αυτών έχει ασκήσει νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 28.5.24 ανακοπή του, η οποία όπως ισχυρίζεται θα ευδοκιμήσει για τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτήν, ενώ η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Η ένδικη αίτηση, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ., 632 παρ. 3 και 938 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 3. 938 παρ. 1 και 686 επ. ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης εις βάρος της καθ’ ης, διότι σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Ν. 4194/2013, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 4236/2014 ΦΕΚ Α 33/11-02-2014, σε αίτηση χορήγησης αναστολής εκτέλεσης δικαστικά έξοδα επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος και υπέρ του καθ’ ου, εφόσον βέβαια ο τελευταίος υποβάλλει, κατ’ άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ, σχετικό αίτημα. Δεδομένου δε ότι η από 28.5.24 ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθ. 632 παρ.2 και 934 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού από 10.5.2024 επιταγή κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις 15.5.24, όπως προκύπτει από τη με ίδια ημερομηνία και αριθμό …β έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Κορίνθου.. ενώ η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 31.5.24. (βλ. υπ’ αριθμ. .Δ/31.5.24 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …) πρέπει η ένδικη αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής του ο αιτών – ανακόπτων εκθέτει ότι με την από 13.8.07 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που υπέγραψε με την … στο Κιάτο, συμφωνήθηκε εκτός των άλλων με τον όρο 11.5 ότι κάθε διαφορά που προκύπτει, άμεσα ή έμμεσα, από την ως άνω σύμβαση μεταξύ των συμβαλλόμενων ή και των ειδικών ή καθολικών διαδόχων αυτών υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων των Αθηνών. Ότι ο όρος αυτός είναι άκυρος ως καταχρηστικός και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ακυρωτέα ως εκδοθείσα από κατά τόπο αναρμόδιο Δικαστήριο, καθόσον, δοθέντος ότι η εν λόγω σύμβαση υπεγράφη στο Κιάτο και ότι η κατοικία του ιδίου είναι στο Κιάτο, του στερεί τη δυνατότητα πλήρους προάσπισης των δικαιωμάτων του, αυξάνοντας δυσανάλογα το κόστος της εκπροσώπησής του και το χρόνο μετάβασής του στα δικαστήρια των Αθηνών, δημιουργώντας έτσι ανισορροπία σε βάρος του μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι είναι παραδεκτός και νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 1.3.24 αίτησης της καθ’ης, ως διαχειρίστριας της …, ειδικής διαδόχου της …, η οποία είχε συσταθεί κατόπιν διάσπασης με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της …, όπως μετονομάσθηκε η εκδόθηκε η με αριθμό ./2024 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε ο αιτών – ανακόπτων να της καταβάλει το ποσό των 12.837,04 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την υπ’αρ../13.8.2007 σύμβαση χορήγησης τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού, η οποία υπεγράφη μεταξύ του ανακόπτοντος και της … η …, στο … Κορινθίας. Με τον όρο 11.5 της συμβάσεως, αποκλειστικά αρμόδια κατά τόπο για την επίλυση κάθε διαφοράς που θα προέκυπτε απ’ αυτή ορίστηκαν τα Δικαστήρια των Αθηνών. Η εν λόγω συμφωνία όμως ήταν προδιατυπωμένη ως Γενικός Όρος στην ένδικη σύμβαση εκ μέρους της συμβαλλόμενης τραπεζικής εταιρείας και δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ αυτής και του αιτούντος – ανακόπτοντος (καταναλωτή). Ο παραπάνω όρος, με τον οποίο ορίστηκαν ως αρμόδια δικαστήρια για να επιληφθούν των τυχόν διαφορών που θα προκόψουν από τη σύμβαση, εκείνα των Αθηνών και όχι του τόπου, όπου υπογράφηκε η ένδικη σύμβαση δανείου και όπου κατοικεί ο αιτών-ανακόπτων, είναι καταχρηστικός, καθόσον στερεί από τον τελευταίο τη δυνατότητα πλήρους προάσπισης των δικαιωμάτων του, αυξάνοντας δυσανάλογα το κόστος της πρόσβασής του στο δικαστήριο, δημιουργώντας έτσι σημαντική ανισορροπία σε βάρος του, μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Αντίθετα, δεν πιθανολογήθηκε ότι είναι δυσχερής η οργάνωση της νομικής υποστήριξης της καθ’ης στο Κιάτο, το Ειρηνοδικείο του οποίου (Ειρηνοδικείο Σικυώνος) ήταν κατά τον ΚΠολΔ αρμόδιο για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Επομένως, πιθανολογείται ότι ο εξεταζόμενος λόγος της ανακοπής θα γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος και η ένδικη ανακοπή θα ευδοκιμήσει.

 

Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι από την εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, λόγω της δημιουργίας δυσχερώς αναστρέψιμων καταστάσεων που καθιστούν αδύνατη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΕιρΛαμ 300/15 ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν πιθανολογήθηκε μειωμένη φερεγγυότητα της ανωτέρω.

 

Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής του αιτούντος. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης. κατόπιν αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Ν. 4194/2013, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 4236/2014 και 191 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ παρόντων των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ’ αριθμ ./2024 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται βάσει της από 10.5.24 επιταγής προς πληρωμή -ευρισκόμενης κάτωθι αντιγράφου Α’ εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής- μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 28.5.24 ανακοπής του αιτούντος.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ογδόντα (180) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στην Αθήνα, στις 13-9-2024.