Δεκτή έγινε αίτηση αναστολής εκτέλεσης διαταγής πληρωμής, λόγω πιθανολογούμενης ακυρότητας της καταγγελίας της επίδικης δανειακής σύμβασης (ΜΠΑ 2037/2023).
Πιο αναλυτικά, το δικαστήριο δέχθηκε ότι η επίδικη εξώδικη δήλωση – καταγγελία της σύμβασης δανείου δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης τράπεζας, αφού στους υπογράφοντες δόθηκε μεταγενέστερα η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου. Επιπλέον, κατά το χρόνο της καταγγελίας, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτοί να προβούν για λογαριασμό της καθ’ ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον ανακόπτοντα οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή.
Η αντίδραση, εξάλλου, του ανακόπτοντος ήταν άμεση, εντός 6 ημερολογιακών ημερών, και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας.
Επομένως, το δικαστήριο έκρινε κατά πιθανολόγηση ότι επήλθε η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί την έννοια της χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίδρασης, αφού το χρονικό αυτό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξης της καταγγελίας.
Ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής. Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στους υπογράφοντες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση, επέρχεται, δε, ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα.
Το δικαστήριο επεσήμανε δε, ότι, παρά το γεγονός πως η καθ’ ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία, εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει. Συνεπώς, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε άκυρη καταγγελία, η επίμαχη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.
Απόσπασμα απόφασης
Ο ανακόπτων δεν προέβη σε εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, αλλά απέστειλε στην καθ’ ης η ανακοπή, την από 26-11-2021 εξώδικη απάντηση που της επιδόθηκε στις 30-11-2021 (βλ. την υπ’ αρ. .Γ/30-11-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά …, με την οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης, λόγω της μη ύπαρξης και επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου των υπογραφουσών, αυτή … και …). Η καθ’ ης τράπεζα δεν απάντησε άμεσα στην εξώδικο αυτή δήλωση της πιστούχου, ενώ στο μεταξύ με την από 8-3-2022 αίτηση της προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, οπότε εκδόθηκε στις 8-11-2022 η ./2022 διαταγή πληρωμή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο αιτών – ανακόπτων να της καταβάλει νομιμοτόκως από την 25.11.2021 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, το συνολικό ποσό των 269.517,64 ευρώ, ως μέρος της συνολικής απαίτηση της σε βάρος του, καθώς και ποσό 7.900 € για δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης, ως απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση του αιτούντος, με την οποία τούτος αμφισβήτησε το κύρος της καταγγελίας, του επέδωσε στις 26-5-2022 την από 25-5-2022 εξώδικη δήλωση της, με την οποία του κοινοποίησε το υπ’ αρ. …/6-5-2022 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, …, με την οποία χορηγήθηκε στις υπογράφουσες την ανωτέρω αναφερόμενη καταγγελία, η εντολή να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, καθώς και να υπογράφουν και να κοινοποιούν νόμιμα τις σχετικές εξώδικες δηλώσεις, σε κάθε δε περίπτωση, κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβαση δανείου. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, η από 4.11.2021 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, κατά πρώτον, δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αφού στις υπογράφουσες δόθηκε η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου, μεταγενέστερα, στις 6-5-2022, ως προς τη νομιμοποίηση των οποίων να προβούν στην καταγγελία, και κατά δεύτερον, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτές να προβούν για λογαριασμό της καθ’ ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον πιστούχο οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή. Η αντίδραση εξάλλου του πιστούχου ήταν άμεση, εντός έξι (6) ημερολογιακών ημερών και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα στις νομικές σκέψεις, επήλθε πράγματι η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί, αναμφισβήτητα, την έννοια της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντιδράσεως, αφού το ανωτέρω χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξεως της καταγγελίας. Ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής. Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στις υπογράφουσες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, όπως στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση, επέρχεται, δε, ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα. Σημειώνεται, δε, ότι, παρά το γεγονός πως η καθ’ ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία στις 26-5-2022, εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει, επομένως, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε άκυρη καταγγελία, η επίμαχη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Συνεπώς ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα κριθεί βάσιμος και οδηγήσει στην εν όλω ακύρωση της διαταγής πληρωμής, λόγω της ανυπαρξίας ληξιπρόθεσμης απαίτησης της τράπεζας σε βάρος του ανακόπτοντος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ως άνω λόγου της ανακοπής και η ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος, δεδομένου ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού θα υποχρεωθεί να καταβάλει μία μη ληξιπρόθεσμη οφειλή, απαιτητή στο σύνολο της, με κίνδυνο μη εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων του εκ της ταμειακής δυσχέρειας που θα τους προκληθεί, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής (άρθ. 632 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.