Με πρόσφατες αποφάσεις της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε πως η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ 18/1989, όπως μετά τον Ν. 3900/2010 και ήδη ισχύουν, για το παραδεκτό αίτησης αναίρεσης προηγείται της έρευνας κάθε ζητήματος που ανάγεται στον έλεγχο του βασίμου του ενδίκου μέσου, ακόμη και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου ή δημοσίας τάξεως, με την εξαίρεση των ζητημάτων που αφορούν την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου, καθώς και των συναπτόμενων με τη φύση της διαφοράς ως ουσίας ή ακυρωτικής (ΣτΕ Ολ 874,875/2024).

Πιο αναλυτικά, η Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου έκρινε κατά πλειοψηφία ότι για το παραδεκτό αίτησης αναίρεσης απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων του άρθρου 53, ήτοι τόσο του ελάχιστου ποσού της παρ. 4 – ίσο ή ανώτερο των 40.000 ευρώ, με την εξαίρεση των διαφορών που ανακύπτουν με την άσκηση προσφυγής ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της ή τις διαφορές χωρίς άμεσο χρηματικό αντικείμενο – όσο και της προβολής, με το εισαγωγικό δικόγραφο, συγκεκριμένων ισχυρισμών περί έλλειψης νομολογίας ή περί αντίθεσης της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.

Ως όρος δε του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών προηγείται της έρευνας κάθε ζητήματος που ανάγεται στον έλεγχο του βασίμου του ενδίκου μέσου, ακόμη και εκείνων των ζητημάτων που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, είτε ανάγονται στη δημόσια τάξη είτε όχι.

Το δικαστήριο επεσήμανε ότι εξαιρούνται τα ζητήματα εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου, καθώς και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση της διαφοράς, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως διοικητικής διαφοράς ουσίας ή ως ακυρωτικής διαφοράς, ενόψει των οικείων συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 93 έως 98 Συντάγματος).

Κατά τα λοιπά, ενόψει του βασικού σκοπού των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 3900/2010 (αποσυμφόρηση ΣτΕ, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα επίλυσης υποθέσεων με σοβαρά νομικά ζητήματα), το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην έρευνα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου αναίρεσης, μόνον εφόσον θεμελιώνεται το παραδεκτό της αίτησης κατά τα ανωτέρω.

Τούτο ισχύει και προκειμένου για δικονομικές πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων, όπως η τήρηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας, το εκκλητό ή μη της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του εκδόντος δικαστηρίου (η κατά τόπο αρμοδιότητα δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως), χωρίς τούτο να αντίκειται στη συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή.

Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο νομοθέτης προέκρινε, δια του άρθρου 2 του Ν. 3900/2010, ότι μόνον στην περίπτωση που με την αναιρεσιβαλλόμενη έχει κριθεί διάταξη τυπικού νόμου ανίσχυρη ως αντίθετη στο Σύνταγμα ή άλλον υπερνομοθετικής ισχύος κανόνα δικαίου μπορεί να επιτρέψει την κατ’ αναίρεση επίλυση του ζητήματος από το ανώτατο δικαστήριο, ακόμα κι όταν δεν συντρέχουν οι κατ’ αρχήν προϋποθέσεις παραδεκτού που θέσπισε ο ίδιος για την υλοποίηση του ανωτέρω σκοπού του.

Εν προκειμένω, λοιπόν, με τη ΣτΕ Ολ 874/2024 κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η εκεί αίτηση αναίρεσης επί διαφοράς αμιγώς χρηματικού αντικειμένου (επιστροφή σε κληρονόμο παρακρατηθεισών από σύνταξη ήδη θανόντος εισφορών υπέρ ΛΑΦΚΑ), κατώτερου των 40.000 ευρώ, ασκείται απαραδέκτως λόγω του ύψους της διαφοράς (287,40 ευρώ), ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η αίτηση στρέφεται κατά απόφασης δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο εκδίκασε έφεση επί ανέκκλητης λόγω ποσού (άρθρο 92 ΚΔΔ) πρωτοβάθμιας απόφασης.

Με την ΣτΕ Ολ 875/2024 κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η εκεί αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Πατρών επί διαφοράς χωρίς άμεσο χρηματικό αντικείμενο, στο εισαγωγικό δικόγραφο της οποίας αίτησης, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται βάσιμος ισχυρισμός του Ν. 3900/2010, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εκεί διαφορά (εξαίρεση ασφαλισμένης από την υπαγωγή σε ασφάλιση του κλάδου υγείας του ΟΑΕΕ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και ακολούθως του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό.

Δείτε την περίληψη των αποφάσεων στο adjustice.gr.