Από τον Κωνσταντίνο Τσαλαβούτα, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
Η απόφαση 472/2019 Μον.Εφ.Πειρ., αναφέρεται στην απόρριψη της έφεσης που άσκησε η εκκαλούσα, κατά της προηγηθείσας απορριπτικής απόφασης σχετικά με την ανακοπή του ΚΠολΔ979, που η ίδια είχε προηγουμένως ασκήσει, προσβάλλοντας τον πίνακα κατάταξης βάσει του οποίου θα ικανοποιούνταν οι δανειστές. Συγκεκριμένα, η εκκαλούσα/ανακόπτουσα, διατηρούσε θέση δανειστή έναντι της Εταιρείας-μη διαδίκου-κατά της οποίας επισπεύστηκε αναγκαστική εκτέλεση, από την καθ’ ου η ανακοπή/εφεσίβλητο/επισπεύδοντα δανειστή, δεδομένου ότι είναι το πρόσωπο, στο οποίο επιδίδεται η ανακοπή, η έφεση και κινεί ταυτόχρονα την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.
Πιο αναλυτικά, η εν λόγω Εταιρεία είχε καταστεί οφειλέτης και των δύο προαναφερόμενων προσώπων, δυνάμει διαφορετικών ενοχών, αφενός λόγω ενεργοποίησης του υποθηκικού δικαιώματος του επισπεύδοντος δανειστή, αφετέρου λόγω μη καταβεβλημένου ανταλλάγματος από την σύμβαση φύλαξης και διατήρησης σκάφους αναψυχής, αγγλικής σημαίας, κυριότητας της Εταιρείας, από την Εκκαλούσα. Συνεπώς, όπως διαγράφονται οι σχέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων, η Εταιρεία διέθετε στην κυριότητά της ένα σκάφος αναψυχής, στο οποίο και είχε εγγράψει υποθήκη ο Επισπεύδων δανειστής, αποσκοπώντας στην εξασφάλιση της απορρέουσας από προηγουμένως συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση δανείου, απαίτηση, ύψους πεντακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (579.501,40 €). Όταν λοιπόν η τελευταία κατέστη απαιτητή και ληξιπρόθεσμη, ξεκίνησε την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης-αποκτώντας πλέον τον χαρακτήρα του επισπεύδοντος δανειστή-με αντικείμενο αυτής το εν λόγω σκάφος. Συνάμα όμως, δανειστής από διαφορετική βέβαια ενοχή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν και η Εκκαλούσα, η οποία επιδίωκε να εξασφαλίσει την απαίτησή της που ανερχόταν στο ποσό των διακοσίων σαράντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο ευρώ (244.832 €) και πενήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (58.759,68 €) για το διάστημα 12.01.2011 με 29.3.17.
Ως εκ τούτου και ούσα καταρχήν η απαίτησή της ενοχικού χαρακτήρα -προσδίδοντας στην ίδια ιδιότητα εγχειρόγραφου δανειστή- κατατάχθηκε χαμηλότερα στον πίνακα κατάταξης σε σχέση με την εμπράγματου χαρακτήρα απαίτηση του επισπεύδοντος δανειστή, με αποτέλεσμα υπό την διελκυστίνδα μη ικανοποίησης λόγω του μεγέθους της ενυπόθηκης απαίτησης που ξεπερνούσε το άθροισμα των δικών της απαιτήσεων, προέβαλε με την ανακοπή πρώτον, τον ισχυρισμό εξόπλισης των απαιτήσεών της με προνόμια ναυτικού χαρακτήρα κατά το αγγλοσαξονικό -με αφορμή την αγγλική σημαία υπό την οποία έπλεε- και δεύτερον κατά το ελληνικό δίκαιο, ζητώντας κατ’ουσίαν την κυρίως και επικουρική προνομιακή ικανοποίησή τους έναντι των αντίστοιχων απαιτήσεων του επισπεύδοντος δανειστή για το ποσό των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα ευρώ (12.540 €) για το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ ασκηθείσας ανακοπής (20.02.2017) και πλειστηριασμό του πλοίου (14.06.2017).
Το δικαστήριο λοιπόν απεφάνθη επί της ανακοπής αποφατικά, χαρακτηρίζοντας τον πρώτο ισχυρισμό αναφορικά με τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεών της κατά το αγγλικό δίκαιο, ως νόμω αβάσιμο, ενώ αποφάσισε να μην προβεί καν στην εξέταση του δευτέρου ισχυρισμού, αφού ήταν ¨άνευ αντικειμένου¨. Επί της απόφασης αυτής, επομένως, ασκείται έφεση από την εκκαλούσα, η οποία τελευταία επικαλείται την κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας με αυτόν τον τρόπο από το δικαστήριο την επανεξέταση κατ’ουσίαν των ισχυρισμών της.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
Έχοντας υπόψιν μας, τα θεμελιωτικά της έφεσης περιστατικά, ακολουθώντας την συλλογιστική του δικαστήριο, προσήκει να προηγηθεί ένας prima facie έλεγχος των προϋποθέσεων άσκησης της έφεσης και της ανακοπής επί της οποίας η πρώτη στρέφεται. Όπως υπόμνεισται, η εκκαλούσα, προσβάλλει την απορριπτική απόφαση του δικαστηρίου επί της ανακοπής της, με την οποία είχε επικαλεστεί την ύπαρξη προνομίου κατά το αγγλοσαξονικό και ελληνικό δίκαιο. Προτού όμως εμβαθύνουμε σε ζητήματα βασιμότητας, απαιτείται μία ακροθιγής παρουσίαση των δικονομικών μέσων άσκησης των αιτημάτων της, με σκοπό την πληρέστερη κατανόηση του θέματος.
Πρώτο θέμα που ανακύπτει, είναι αυτό της δυνατότητας άσκησης έφεσης επί ανακοπής, καθώς και το επιτρεπτό των προσβαλλόμενων λόγων αυτής. Το ένδικο μέσο της έφεσης (ΚΠολΔ511επ.) προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, ζητώντας την εξαφάνιση ή την μεταρρύθμισή της και την εκ νέου εξέτασης της ουσίας της διαφοράς, με βάση το ίδιο πραγματικό υλικό που είχε στην διάθεσή του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο από τους διαδίκους. Κρίσιμος είναι λοιπόν ο έλεγχος συνδρομής των προϋποθέσεων άσκησης αυτής. Από τον συνδυασμό των ΚΠολΔ513§1 και ΚΠολΔ511, γίνεται αντιληπτό πως, σε έφεση υπόκειται κάθε οριστική απόφαση που κρίνεται πρωτογενώς, απεκδύοντας το δικαστήριο κάθε εξουσία εξέτασης των αιτημάτων. Επομένως, αφού εν προκειμένω η απορριπτική απόφαση αφορά ανακοπή του ΚΠολΔ979, η οποία εκδικάζεται βάσει του ΚΠολΔ585§1, ως ειδικότερη μορφή της ανακοπής του ΚΠολΔ583 και αντιμετωπίζεται ως αγωγή, τότε αδιαμφισβήτητα είναι επιδεχόμενη έφεσης, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις αυτής.
Θεωρώντας πως νομιμοποιείται, τόσο ενεργητικά η εκκαλούσα ως διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη, υπό την δικονομική ιδιότητα της ανακόπτουσας, όσο και παθητικά ο εφεσίβλητος, ως αντίδικός της, καθώς και πως η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός δηλαδή της γνήσιας προθεσμίας που ορίζεται στο ΚΠολΔ518, παραμένει η κατάφαση σχετικά με το έννομο συμφέρον. Το τελευταίο θεμελιώνεται στην ήττα του διαδίκου, η οποία συνίσταται στην απόρριψη εν όλω ή εν μέρει των ισχυρισμών του ή ακόμα και στην σιωπηρή απόρριψη αυτών.
Εν προκειμένω, με δεδομένο την απόρριψη του αιτήματος της ανακοπής, καταφάσκεται το παραδεκτό της έφεσης, προχωρώντας έτσι στην εξέταση περί βασιμότητας των αιτημάτων της, τα οποία όπως εκτείνονται στα πραγματικά περιστατικά, συνίστανται στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και στην αποδοχής της ασκηθείσας ανακοπής. Συγκεκριμένα, ως λόγος με τον οποίο καταδεικνύεται η πλημμέλεια της περί ανακοπής απόφασης, οριοθετώντας ταυτόχρονα την εξουσία του Εφετείου, προβάλλεται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου και δη στο κομμάτι της αναγνώρισης του προνομιακού χαρακτήρα της απαίτησης κατά το βρετανικό και ελληνικό δίκαιο, καθώς και της προνομιακής κατάταξης αυτών στον συνταχθέντα πίνακα κατάταξης.
Τέλος, συνεπεία της αρχής της συγκεντρώσεως (ΚΠολΔ269), βάσει της οποίας το δικαστήριο σχηματίζει κρίση μόνο επί του εισφερόμενου πραγματικού υλικού, απαγορεύεται η άσκηση νέων -αυτοτελών- πραγματικών ισχυρισμών, όπως ενστάσεις, οι οποίες δεν προτάθηκαν στην πρωτοβάθμιά δίκη, αποφυγή αιφνιδιασμού του διαδίκου. Εξαίρεση όμως αποτελεί η προβολή ισχυρισμών θεμελιωτικών λόγων ανακοπής του ΚΠολΔ979, κρίνοντας άρα το δικαστήριο, παραδεκτή την άσκηση της έφεσης και την επίκληση, των προβαλλόμενων σε αυτή λόγων.
Κατά δεύτερο λόγο, ως προς την απορριφθείσα ανακοπή (ΚΠολΔ979), έχει προηγηθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και η σύνταξη του πίνακα κατάταξης των δανειστών, με αποτέλεσμα, κατ΄εφαρμογή του Σ20, να δίνεται η δυνατότητα προβολής οιωνδήποτε αντιρρήσεων επ΄αυτού, κάτι που επιτυγχάνεται με την άσκηση του εν λόγω ένδικου βοηθήματος. Η τελευταία, ως ειδική μορφή της ανακοπής του 583ΚΠολΔ, προσβάλει αποκλειστικά την διαδικασία κατάταξης και όχι τις επιμέρους πράξεις αυτής και αιτείται παράλληλα την καταταγή του ανακόπτοντος στην θέση του καθ’ ου η ανακοπή. Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του αναγνωριστικού αιτήματος, είναι θετικό και συνίσταται στην αναγνώριση ενός προνομίου, οριοθετώντας έτσι και το ισοδύναμο αίτημα μεταρρύθμισης του πίνακα κατάταξης.
Από πλευράς νομιμοποίησης, τόσο υπό την ιδιότητα του αναγγελμένου δανειστή η Εκκαλούσα, όσο και από υπό την ιδιότητα του επισπεύδοντος δανειστή ο καθ’ ου η ανακοπή, δεν ανακύπτει κάποιο ζήτημα. Όπως αναφέρεται, ο επισπεύδων δανειστής, υπό το πρίσμα του προσώπου εκκίνησης της διαδικασίας πλειστηριασμού ή καθ’ ου η ανακοπή, υπό το πρίσμα παθητικής νομιμοποίησης σε σχέση με την ανακοπή του ΚΠολΔ979, έχει αναγγελθεί νομίμως και εμπρόθεσμα, για το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (579.501,40 €), δικαιολογώντας έτσι την πλήρωση της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης στο πρόσωπό της.
Αντιθέτως, περαιτέρω εξειδίκευση απαιτείται αναφορικά με το έννομο συμφέρον, προϋπόθεση του οποίου είναι η ύπαρξη βλάβης απορρέουσας από τον πίνακα κατάρτισης, η οποία στην υπό εξέταση περίπτωση συνίσταται στην εξάντληση του πλειστηριάσματος, προτού ικανοποιηθεί η ανακόπτουσα. Βέβαια, το έννομο συμφέρον των δανειστών για την άσκηση της ανακοπής, δεν εξαρτάται από την προτεραιότητα των δανειστών που δεν αναγγέλθηκαν ή δεν άσκησαν ανακοπή, ως άμεση συνέπεια της υποκειμενικής ενέργειας της ανακοπής, αλλά από την δυνατότητα προνομιακής-εν προκειμένω-κατάταξης. Ως εκ τούτου, πληρούται η προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, αφού η ανακόπτουσα, επιδιώκει την προνομιακή της κατάταξη, στον-εσφαλμένως συνταχθέντα κατά τους ισχυρισμούς της- πίνακα κατάταξης, λόγω μη αναγνώρισης ναυτικού προνομίου. Συνοψίζοντας, παραδεκτώς ασκείται η ανακοπή του ΚΠολΔ979, με αίτημα την αναγνώριση ναυτικού προνομίου, η ευδοκίμηση του οποίου, ανάγεται στον σχολιασμό του ουσιαστικού μέρους, όπου και θα αποσαφηνιστεί πλήρως το ζήτημα, αφού πρώτα επιλυθεί το πρότερο κατά λογική αναγκαιότητα ζήτημα, της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου.
ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ
Προκριματικό λοιπόν ζήτημα, όπως παρουσιάστηκε προηγουμένως, αποτελεί η αποκρυστάλλωση της έννομης τάξης υπό την οποία θα εξεταστεί ο ισχυρισμός της εκκαλούσας.
Το ελληνικό δίκαιο καταρχήν υιοθετεί την «Θεωρία της πραγματικής έδρας», εναρμονισμένο έτσι πλήρως με την πραγματική συνθήκη, της διάστασης μεταξύ καταστατικής και πραγματικής έδρας. Συγκεκριμένα, η τελευταία παρατηρείται στον τόπο όπου δραστηριοποιείται και λαμβάνει τις αποφάσεις της η διοίκηση της εταιρείας, εν αντιθέσει με την καταστατική όπου αντιστοιχεί στον δηλωμένο στο καταστατικό ως υποχρεωτικό στοιχείο αυτού τόπο λήψης αποφάσεων. Συνέπεια αυτού είναι η νομική θέση και οργάνωση της εταιρείας να κρίνεται με βάση το δίκαιο του τόπου όπου και ασκείται εν τοις πράγμασι διοικητικό έργο και όχι με βάση το δίκαιο που -υπό συνθήκες σύμπτωσης καταστατικής-πραγματικής έδρας- θα ίσχυε.
Αυτό, σε συνδυασμό με την συνήθη πρακτική των Ναυτικών εταιρειών, δηλαδή την ίδρυση εταιρείας κατά το δίκαιο αλλοδαπού κράτους, όπου και έχει την καταστατική έδρα, αλλά την λειτουργία της εταιρείας στην Ελλάδα δημιουργούσε έντονες δυσχέρειες στο χώρο της ναυτιλίας. Συγκεκριμένα, οι πλοιοκτήτες που επέλεγαν να περιβάλουν το πλοίο τους υπό το νομικό ένδυμα αλλοδαπού κράτους, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που προσέφερε παραδείγματος χάρη στην φορολογία ή στην ευκολία νηολόγησης, αλλά δραστηριοποιόντουσαν στην Ελλάδα, κατέληγαν αφού εφαρμοζόταν το δίκαιο της πραγματικής έδρας και άρα της Ελλάδας, να μην έχουν συστήσει καν εταιρεία -μη έχοντας τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που απαιτούνται κατά το ελληνικό δίκαιο. Νομολογιακά βέβαια τα μορφώματα αυτά αναγνωρίστηκαν κατά μετατροπή ως αδημοσίευτες ομόρρυθμες, κάτι που αναγνωρίστηκε και νομοθετικά αργότερα με τον Ν.4072/2012 Αρ.251§3εδ.1,2.
Αυτό βέβαια επέφερε δραστική διαφοροποίηση στο πλαίσιο της ευθύνης, καθώς πρώτον η μετατροπή συνέβαινε ipso jure και ανεξαρτήτως του εταιρικού τύπου που επέλεξαν οι ιδρυτές και δεύτερον διότι στην μεν πρώτη περίπτωση, της Ναυτικής εταιρείας, ευθύνεται αποκλειστικά η εταιρεία με την περιουσία της, η οποία συνήθως αποτελείται μόνο από το πλοίο, στην δε δεύτερη ισχύουν ως προς τους τρίτους οι διατάξεις της Ο.Ε και άρα ευθύνονται οι ιδρυτές προσωπικά, παράλληλα και εις ολόκληρον με όλη τους την περιουσία. Λογικό επακόλουθο αυτών ήταν η αποθάρρυνση της ελληνικής ναυτιλίας να θέσει τα πλοία της υπό την ελληνική σημαία, επιλέγοντας την δραστηριοποίηση αποκλειστικά σε αλλοδαπό καθεστώς, αφού εν τέλει οι πλοιοκτήτες θα κατέληγαν να ευθύνονται με όλη τους την περιουσία.
Για τον λόγο αυτό υιοθετώντας για τις ναυτικές εταιρείες την «Θεωρία της ίδρυσης» (“incorporation”), που διαμορφώθηκε κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο, ανεξαρτήτως από το που ασκείται η πραγματική διοίκηση της εταιρείας. Συνεπώς, εφαρμοστέο είναι πάντα το δίκαιο του κράτους ίδρυσης, λύνοντας έτσι το πρόβλημα της μη αναγνώρισης από το ελληνικό δίκαιο των μορφωμάτων αυτών. Όπως χαρακτηριστικά ορίστηκε στον Ν.791/1978, όσες εταιρείες φέρουν ελληνική ή ξένη σημαία και εγκαθίστανται στην Ελλάδα διέπονται από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των επιχειρήσεών τους, διάταξη που ισχύει μάλιστα και αναδρομικά, αίροντας έτσι κάθε αμφιβολία περί του ζητήματος. Ερμηνεύοντας συσταλτικά την διάταξη -θέση που υιοθετεί και η νομολογία- το δίκαιο του τρόπου ίδρυσης δεσμεύει την εταιρεία μόνο ως προς την ίδρυση και την ικανότητα δικαίου, ενώ λοιπά ζητήματα διοικητικού και φορολογικού χαρακτήρα κρίνονται από το δίκαιο της πραγματικής έδρας
Στην επίμαχη απόφαση, το αντικείμενο της επίδικης σχέσης είναι ένα πλοίο αναψυχής Βρετανικής Σημαίας το οποίο βρίσκεται στην κυριότητα εταιρείας με καταστατική έδρα στα Marshall Islands. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πλοίο πληροί τις προϋποθέσεις της έννοιας του πλοίου, αφού δεν προβλέπεται συγκεκριμένος οικονομικός σκοπός του για την κτήση της ιδιότητας του πλοίου αλλά αρκεί η ναυσιπλοΐα για οποιονδήποτε σκοπό (ΚΙΝΔ 1), και ότι έχουν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις της καταχώρησης του στο Βρετανικό Νηολόγιο, αυτό, λόγω του ότι έχει την Βρετανική -σημαία και- υπηκοότητα, υπάγεται καταρχήν στην δικαιοδοσία της Μεγάλης Βρετανίας.
Ωστόσο, κρίσιμο είναι να αναφερθεί ότι δεν εφαρμόζεται πάντοτε το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, δηλαδή η lex navis. Το πρόβλημα επιλογής εφαρμοστέου δικαίου στο ναυτικό δίκαιο διαφαίνεται κυρίως στα ναυτικά προνόμια, τα οποία αποτελούν εμπράγματες εξασφαλίσεις, εν είδει μέσου πίστεως που παρέχεται σε ορισμένα εκ του νόμου πρόσωπα (42 ΚΙΝΔ). Πρόκειται στην ουσία για νόμιμα ενέχυρα. Ακριβώς επειδή άγεται στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη, ο προσδιορισμός των ναυτικών προνομίων, όταν εμφανίζονται στοιχεία αλλοδαπότητας, δημιουργείται σύγχυση ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, τόσο ως προς την αναγνώριση, αλλά και κατάταξη αυτών.
Εν προκειμένω, η εκκαλούσα προβάλλει τον ισχυρισμό της εσφαλμένης υπαγωγής και ερμηνείας των κανόνων δικαίου, με έρεισμα τόσο το αγγλοσαξονικό, όσο και το ελληνικό δίκαιο περί ναυτικών προνομίων. Το δικαστήριο, έχοντας την ευχέρεια να επιλέξει ποιον ισχυρισμό θα εξετάσει πρώτο, απέρριψε την αναγνώριση προνομίου κατά το Αγγλικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να θεωρεί την κρίση περί αναγνώρισης προνομίου στο ελληνικό δίκαιο, ως obiter dictum, επιχείρημα που άντλησε από το ότι το μείζον περιλαμβάνει το έλασσον, άρα αφού δεν αναγνωρίζεται από το αλλοδαπό δίκαιο, πολλώ δε μάλλον δεν θα αναγνωρίζεται από το εθνικό. Προπαρασκευαστικό μεν, απαραίτητο δε, ζήτημα είναι ο εντοπισμός του πλέγματος διατάξεων που θα χαίρουν εφαρμογής, δηλαδή ο προσδιορισμός του εφαρμοστέου δικαίου.
Σχετικά με την διαδικασία αναγνώρισης, τίθεται εφαρμογής το δίκαιο της σημαίας (lex navis), εν προκειμένω δηλαδή το βρετανικό, ενώ αναφορικά με την διαδικασία κατάταξης των προνομίων, το δίκαιο του κράτους του δικάζοντος δικαστή (lex fori), ήτοι το δίκαιο του τόπου όπου εκτυλίσσεται η αναγκαστική εκτέλεση (lex loci executions), δηλαδή το ελληνικό. Ως εκ τούτου, κρίσιμη είναι η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, ώστε να διερευνηθεί η υπαγωγή της απαίτησης της εκκαλούσας στις εξοπλισμένες κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο με ναυτικά προνόμια απαιτήσεις, προσφέροντας έτσι προνομιακή ικανοποίησή από το πλειστηρίασμα στην εκκαλούσα.
ΝΟΜΩ ΒΑΣΙΜΟ
Όπως παρουσιάζεται στην εκκαλούμενη απόφαση, η αξίωση της εκκαλούσας, συνίσταται σε απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση φύλαξης σκάφους αναψυχής της καθ’ ου εκτέλεση Εταιρείας, περιεχόμενο της οποίας ήταν μη καταβεβλημένο αντάλλαγμα, καθώς έξοδα και κόστη, φύλαξης και συντήρησης. Καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο, διάστημα πριν και μετά την κατάσχεση του πλοίου, η απαιτητή και ληξιπρόθεσμη απαίτηση, θεωρείται κατά την εκκαλούσα πως πληροί τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης ναυτικού προνομίου κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο.
Τα ναυτικά προνόμια συνιστούν ουσιαστικά εκ του νόμου εμπράγματες εξασφαλίσεις, υπέρ ορισμένων δανειστών που τους επιτρέπουν να ικανοποιούνται προνομιακά από την αξία του πλοίου. Αποτελούν, δηλαδή, βάρη επί του πλοίου, ακολουθώντας το σε κάθε μεταβιβαστική πράξη, δίνοντας έτσι την δυνατότητα στους δικαιούχους του προνομίου, ακόμη και αν ο αποκτών δεν είναι προσωπικός τους οφειλέτης να ασκήσουν την παρεχόμενη εξουσία. Καταδεικνύεται κατά αυτόν τον τρόπο η παρακολουθηματική λειτουργία των ναυτικών προνομίων και ταυτόχρονη δύναμη απωθήσεως που παρέχουν έναντι των υπολοίπων προνομιούχων απαιτήσεων.
Απαιτήσεις που παρέχουν κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο τέτοιες εξουσίες και περιβάλλονται με ναυτικό προνόμιο είναι απαιτήσεις των μελών του πληρώματος για τις αμοιβές από την εργασιακή τους σύμβαση (wages), απαιτήσεις θαλάσσιας αρωγής (claims for salvage) και αξιώσεις είτε αποζημιωτικές των ζημιών που προκλήθηκαν από το πλοίο (damage lien) είτε αποκαταστατικές των δαπανών που προκάλεσε ο πλοίαρχος κατά την άσκηση των καθηκόντων του (master’s disbursements), καθώς και απαιτήσεις από την ενεχύραση του πλοίου (bottomry) ή τη χρηματοδότησή του με ναυτικό δάνειο με εξασφάλιση του φορτίου (respodentia).
Λόγω όμως της αδυναμίας, a priori κατάταξης των επιμέρους τάξεων των ναυτικών προνομίων-νομοθετική επιλογή που συνιστά τρανταχτή διαφοροποίηση σε σχέση με την διάρθρωση του παλαιού ΚΙΝΔ205, καταρχήν θα δημιουργούταν έντονο πρόβλημα αν στο πραγματικό της υποθέσεως προέκυπτε ζήτημα σύγκρουσης. Παρόλα αυτά, όπως φαίνεται από το εισφερόμενο πραγματικό υλικό της δίκης, δεν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα αφού η επόμενη απαίτηση απορρέει από υποθηκικό δικαίωμα που έτσι και αλλιώς έπεται της εξοπλισμένης με ναυτικό προνόμιο απαίτησης.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η απαίτηση της εκκαλούσας, εδράζεται σε αξίωση εκπηγάζουσα από σύμβαση παροχής υπηρεσιών και δη φύλαξης και συντήρησης πλοίου. Το εν λόγω όμως πραγματικό γεγονός δεν φαίνεται να προσιδιάζει σε καμία από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο ΚΙΝΔ42 τάξεις ναυτικών προνομίων, με αποτέλεσμα να μην της προσδίδεται ο χαρακτήρας του «ναυτικού προνομίου» και οι σύμφυτες με αυτό εξουσίες. Στην συνέχεια όμως, το δικαστήριο ορθώς προέβη στην διεύρυνση των περιπτώσεων που παροχής προνομιακής ικανοποίησης, εξετάζοντας την περίπτωση, είτε της έγερσης αγωγής κατά του πλοίου (in rem), δια της καταθέσεως σχετικού εισαγωγικού δικογράφου (writ in rem), είτε της αναγνώρισης προνομιακής θέσεως, δυνάμει κατοχικού δικαιώματος επί του πλοίου.
Ως προς την πρώτη περίπτωση, λόγος γίνεται, για τα λεγόμενα θεσμικά προνόμια (statutory rights in rem), τα οποία διαφέρουν συλλήβδην από τα αντίστοιχα ναυτικά, τόσο ως προ τις απαιτήσεις που περιβάλλουν, όσο και από τις εξουσίες που παρέχουν. Ειδικότερα, ως κοινός παρανομαστής τίθεται ο νομογενής τους χαρακτήρας, εξοπλίζοντας ωστόσο διαφορετικές απαιτήσεις, όπως αυτές που προκύπτουν από την επισκευή του πλοίου (repairs), την προμήθειά του με τα αναγκαία τροφοεφόδια (supplies) ή καύσιμα (bunkers), δηλαδή από «αναγκαίες δαπάνες του πλοίου» (necessaries). Αφής στιγμής της γέννησης της απαίτησης, δεν επέρχεται και ipso jure γέννηση του προνομίου, παρέχοντας στον δανειστή, την δυνατότητα κατάσχεσης του πλοίου, εν είδη προσωρινής δικαστικής προστασίας, εξασφαλίζοντας την παρουσία του στο λιμάνι μέχρι και την έκδοση επί της απόφασης περί αναγκαστικής εκτέλεσης του πλοίου, από την πραγμάτωση της οποίας θα ικανοποιηθεί (jurisdictional aspect).
Αυτή η δυνατότητα -υπογραμμίζοντας εμφατικά την απόκλιση από τα maritime liens-δημιουργείται μόνο μετά την κατάθεση ή την επίδοση του writ in rem, πριν από την οποία δεν είναι δυνατή η κατάσχεση του πλοίου, το οποίο δύναται μέχρι τότε να μεταβιβαστεί σε τρίτον και, αν αυτός είναι καλόπιστος, να εκφύγει από την σφαίρα εξουσίας των ως άνω δανειστών, οι οποίοι πλέον δεν θα απολαμβάνουν τις εξουσίες του προνομίου. Συνεπώς, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, δεν φαίνεται να εμπίπτει η απαίτηση της εκκαλούσας, ούτε σε μία από τις αναφερόμενες κατηγορίες θεσμικών προνομίων, στερούμενη λοιπόν κάθε δικαίωμα επίκλησης προνομιακής μεταχείρισης.
Μέχρι στιγμής λοιπόν, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας τείνει να αποβεί, όχι απλώς νόμω αβάσιμος, αλλά νομικά ανέρειστος, ελλείψει νομικής βάσης προς θεμελίωση, ως επακόλουθο της εσφαλμένης επίκλησης των διατάξεων του αγγλοσαξονικού δικαίου. Προς αποφυγή της δυσμενούς αυτής εξέλιξης -με ό,τι έννομες συνέπειες σε δικονομικό επίπεδο δύναται αυτή να επιφέρει- το δικαστήριο προσφεύγει σε μία τελευταία νομική δίοδο, της ενδεχόμενης αναγνώρισης possessory lien. Το προνόμιο κατοχής, όπως ονομάζεται, αποτελεί εμπράγματο βάρος επί του πλοίου, εν αντιθέσει με το θεσμικό προνόμιο που συνίσταται σε συνέπειες που ο αγγλικός νόμος προσδίδει σε ορισμένες αγωγές ασκούμενες από συγκεκριμένους δανειστές ευθέως κατά του πλοίου, με αποτέλεσμα πριν την έγερση της εμπράγματης αγωγής στην αγγλική επικράτεια να μην αναγνωρίζεται δικαίωμα κατάσχεσης του πλοίου.
Επομένως, η ουσία του εν λόγω προνομίου, έγκειται στην αναγνώριση προνομιακής ικανοποίησης ορισμένων δανειστών που παρείχαν υπηρεσίες στο πλοίο, όπως ο ναυπηγός ή ο επισκευαστής του και οι οποίοι δύνανται, ακόμα και σε περίπτωση μεταβίβασης σε καλόπιστο τρίτο, αν δεν έχουν ήδη εξοφληθεί, να ασκήσουν αυτήν τους την εξουσία. Μοναδική προϋπόθεση βέβαια αποτελεί η διατήρηση της κατοχής επί του πλοίου καθώς σε αντίθετη περίπτωση, μαζί με την απώλεια αυτής, συναπολείπεται και κάθε παρεχόμενη εκ του προνομίου δυνατότητα, προνομιακής μεταχείρισης. Εν προκειμένω η εκκαλούσα δεν έχει στην κατοχή της το πλοίο, καθώς δεν είναι ο επισπεύδων δανειστής, με αποτέλεσμα να στερείται της εξασφαλιστικής του δύναμης.
Λαμβάνοντας υπόψιν τις παραπάνω συμπερασματικές παρατηρήσεις, ορθώς διαμορφώθηκε το διατακτικό της απόφασης, δεδομένου ότι ο κατ’ επίφαση δικαιούχος ναυτικού προνομίου κατά το αγγλοσαξονικό δίκαιο οριζόμενα, όχι μόνο δεν δικαιούται τέτοιο προνόμιο, αλλά δεν του αναγνωρίζεται ούτε θεσμικό, μη έχοντας ασκήσει εμπράγματη (in rem) αγωγή, επιδιώκοντας την κατάσχεση, ούτε προνόμιο κατοχής, αφού δεν έχει στην κατοχή του το πλοίο. Συνεπώς η εκκαλούσα διαθέτει απλώς μία ναυτική απαίτηση, με εξοπλισμένη με προνόμια κατά το βρετανικό τουλάχιστον δίκαιο, περιορίζοντας το αντικείμενο της ανάλυσης, στην κατάταξή της σε περίπτωση αναγνώρισης ναυτικού προνομίου κατά το ελληνικό δίκαιο.
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Άξιο σχολιασμού και σύμφυτο με τις παρεχόμενες εξουσίες των προνομίων, είναι η δυνατότητα κατάσχεσης του πλοίου και ιδιαίτερα το πως αυτή επηρεάζεται από την αλλοδαπή σημαία.
Ως εκ τούτου, η ρύθμισή της συντηρητικής κατάσχεσης, η οποία και επιβλήθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, προβλέπεται στην ΔΣ των Βρυξελλών της 10ης Μαΐου 1952, με συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων 682επ. και 707επ. ΚΠολΔ. Ειδικότερα, οι δικονομικοί όροι της κατάσχεσης ρυθμίζονται από το δίκαιο της χώρας του δικάζοντος δικαστή, εφόσον δεν υποσκάπτονται σιωπηρά ή ρητά οι ρυθμίσεις της «ΔΣ 1952». Συνεπώς, κάθε πλοίο που φέρει την σημαία συμβαλλόμενου κράτους, κατάσχεται συντηρητικά, σε οποιαδήποτε συμβαλλόμενο κράτος, στην δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου τρόπου αντιμετώπισης των περιπτώσεων συντηρητικής κατάσχεσης πλοίων.
Κριτήριο βέβαια δεν αποτελεί η ιθαγένεια, αλλά ο τόπος συνήθους διαμονής ή κύριας επαγγελματικής κατοικίας του δανειστή, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση, είτε αυτή βρίσκεται σε τρίτο μη συμβαλλόμενο κράτος, είτε σε κράτος που έχει προσχωρήσει στην «ΔΣ 1952», η εκδίκαση της αίτησης θα γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις που αυτή προβλέπει. Παρόλα αυτά, τα προαναφερόμενα, ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι το κατασχεθέν πλοίο, φέρει σημαία κράτους συμβεβλημένου με την Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών. Ερώτημα λοιπόν εγείρεται, σε σχέση με την περίπτωση που το πλοίο επί του οποίου στρέφεται η διαδικασία κατάσχεσης, φέρει σημαία τρίτου κράτους, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την Μεγάλη Βρετανία, που δεν έχει υπογράψει την «ΔΣ 1952», για το κατά πόσο θα δεσμεύεται το εν λόγω κράτος, από το ίδιο κανονιστικό πλαίσιο.
Ως προς το ζήτημα αυτό έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις, η πρώτη εκ των οποίων δεν αναγνωρίζει την εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης σε μη συμβαλλόμενα κράτη, παρά μόνο το Άρθρο 1§1 που σημαίνει πως επιτρέπεται η κατάσχεση στην δικαιοδοσία συμβαλλόμενου κράτους, πλοίου (κατά την έννοια του άρθρου), του οποίου η σημαία αντιστοιχεί σε μη συμβαλλόμενο κράτος για κάθε απαίτηση που μπορεί να εξασφαλιστεί με κατάσχεση πλοίου κατά την lex fori. Παρόλα αυτά ορθότερη κρίνεται η δεύτερη άποψη, κατά την οποία, κάθε πλοίο που φέρει σημαία μη συμβαλλόμενου κράτους και όχι περιοριστικά του Άρθρου 1§1, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διεθνούς συνθήκης, καθώς με αυτόν τον τρόπο, τυγχάνει εφαρμογής και των δυσμενών της διατάξεων, όχι μόνο των επωφελών.
Οι συνέπειες τις συντηρητικής κατάσχεσης προσιδιάζουν με αυτές της αναγκαστικής και συνίστανται στην ακινητοποίηση και αποδέσμευση του πλοίου. Οι έννομες συνέπειες της πρώτης, επέρχονται με την επίδοση της απόφασης διατάζει την κατάσχεση , είτε στον πλοιοκτήτη, είτε στο Νηολόγιο του λιμένα του πλοίου και συνίστανται στην δέσμευση της εξουσίας του αναφορικά με την χρήση και κάρπωση του πλοίου. Όπως προαναφέρθηκε λοιπόν, αρμόδιος για την φύλαξη του πλοίου και της απαγόρευσης απόπλου του, είναι ο λιμενάρχης του τόπου που ναυλοχεί το πλοίο (ΚΠολΔ720§2), όπως τίθεται παράλληλα υπό την φύλαξη της αρχής το πλοίο με σκοπό την μέγιστη δυνατή προστασία. Συνεπώς το πλοίο βρίσκεται υπό καθεστώς μεσεγγύησης, κατά την οποία ex lege μεσεγγυούχος είναι ο πλοιοκτήτης, στην διακριτική ευχέρεια του οποίου είναι ο διορισμός του φύλακα του πλοίου. Αποδέσμευση της κατάσχεσης επέρχεται όταν καταβληθεί η εγγύηση ή περάσει άπρακτη η προθεσμία άσκησης της κύριας αγωγής ή γίνει περιορισμός της ευθύνης από ναυτικές απαιτήσεις.
ΚΑΤΑΤΑΞΗ
Αφού διαθέτουμε την κατάλληλη νομική βάση περί εφαρμοστέου δικαίου, ναυτικών προνομίων ελληνικού και αγγλοσαξονικού δικαίου και διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, δυνάμεθα να προβούμε στην εν προκειμένω κατάταξη των απαιτήσεων από το πλειστηρίασμα του πλοίου, δεδομένου πως προβλέπεται από τον ΚΙΝΔ η inter se κατάταξη των προβλεπόμενων στο ελληνικό δίκαιο ναυτικών προνομίων. Στην σχολιάζουσα απόφαση, όμως, εμπλέκεται και διασυνοριακό στοιχείο, καθώς το κατασχεθέν πλοίο έχει σημαία Μεγάλης Βρετανίας. Οπότε, πρέπει να εξετασθεί η κατάταξη των ναυτικών προνομίων τόσο του ελληνικού όσο και του βρετανικού ναυτικού δικαίου. Πρέπει, επιπροσθέτως, να ληφθεί υπόψιν η εφαρμογή των αρχών lex navis-lex fori.
Ως υπέρμνησται, για την αναγνώριση των ναυτικών προνομίων, εφαρμόζεται η lex navis. Αυτό σημαίνει, ότι αυτά αναγνωρίζονται με βάση τη σημαία και ιθαγένεια του πλοίου επί του οποίου έχουν συσταθεί. Εν προκειμένω, επίδικο αντικείμενο είναι πλοίο σημαίας Μεγάλης Βρετανίας, οπότε τα επ’ αυτού ναυτικά προνόμια θα αναγνωρισθούν, σε οποιαδήποτε χώρα και αν έχει αυτό κατασχεθεί, βάσει του Βρετανικού Ναυτικού Δικαίου, ήτοι του Merchant Shipping Act 1995 (ΚΙΝΔ 47§1 σε συνδυασμό με ΚΙΝΔ16§1). Παρόλα αυτά, ως προς την κατάταξη των αναγνωρισμένων από το βρετανικό δίκαιο ναυτικών προνομίων, θα εφαρμοστεί το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης (lex fori), εν προκειμένω το Ελληνικό Ναυτικό Δίκαιο και ο ΚΙΝΔ (ΚΙΝΔ47§2).
Καταρχήν, πρώτη θέση στην σειρά κατάταξης έχουν τα έξοδα που έγιναν κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι από την έκδοση του απογράφου μέχρι και την σύνταξη του σχετικού πίνακα κατάταξης απαιτήσεων, και αφορούν το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών. Τα έξοδα αυτά αφαιρούνται αυτεπαγγέλτως από το πλειστηρίασμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού και δεν κατατάσσονται στον πίνακα, εντούτοις αποτελούν μέρος της ουσιαστικής απονομής του πλειστηριάσματος, οπότε πρέπει να συγκαταλεχθούν στην εν λόγω κατάταξη. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, το πλειστηρίασμα που προέκυψε από το πλοίο μετά από κατακύρωση σε ορισμένη εταιρία με έδρα στις Νήσους Μάρσαλ ανήλθε στις 580.100€. Εξ αυτού του ποσού, αφαιρέθηκαν 598,60€ για τα έξοδα εκτέλεσης. Οπότε, απέμειναν 579.501.40€ για να κατανεμηθούν στους υπερπρονομιούχους, προνομιούχους και εγχειρόγραφους δανειστές.
Ακολουθεί η ικανοποίηση των εξοπλισμένων με ναυτικά προνόμια αναγνωριζόμενα από τον ΚΙΝΔ απαιτήσεων. Οι προνομιούχες αυτές απαιτήσεις είναι δικαιώματα εμπράγματης φύσης επί του πλοίου, επιβάλλονται ευθέως από τον νόμο και παρέχουν στον δικαιούχο τόσο εξουσία εκποίησης του πλοίου, ακόμα και σε περίπτωση μεταβίβασης του σε τρίτο, όσο και εξουσία προτίμησης του, αφού βάσει του άρθρου 42§3 του ΚΙΝΔ, οι εξοπλιζόμενες με τα υπό άρθρου 42§1 ναυτικά προνόμια κατατάσσονται και ικανοποιούνται προνομιακώς μετά την αφαίρεση των εξόδων.
Όσον αφορά τα αναγνωρισμένα από το βρετανικό δίκαιο ναυτικά προνόμια, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις: α) να συνιστούν ναυτικά προνόμια και β) να προσομοιάζουν κατά φύση, περιεχόμενο και χαρακτήρα προς τις προνομιούχες απαιτήσεις του άρθρου 42 ΚΙΝΔ, προκειμένου να κατατάσσονται προνομιακώς, πριν τις υποθήκες. Παρά λοιπόν την ήδη αναφορά στα είδη των βρετανικών ναυτικών προνομίων, απαιτείται ην υπαγωγή τους, στο πραγματικό της υπόθεσης. Στο αγγλοσαξονικό δίκαιο προβλέπονται κατ’ αρχήν ως αντίστοιχα των ναυτικών προνομίων του ηπειρωτικού δικαίου τα “maritime liens”. Τα τελευταία, νομολογιακής προέλευσης, αποτελούν εμπράγματα δικαιώματα επί του πλοίου τα οποία γεννώνται την στιγμή της γέννησης της απαίτησης που εξοπλίζουν και παρέχουν στον δανειστή την εξουσία προνομιακής ικανοποίησης του. Τα “maritime liens”, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες Διεθνείς Συμβάσεις των Βρυξελλών, προσιδιάζουν με τα ναυτικά προνόμια του ηπειρωτικού δικαίου. Ακριβώς λόγω του εμπράγματου χαρακτήρα τους επί του πλοίου, του δικαιώματος προνομιακής ικανοποίησης που παρέχουν στον δικαιούχο τους, καθώς και το ότι εξοπλίζουν απαιτήσεις προερχόμενες από τη λειτουργία ή χρησιμοποίηση του πλοίου εμπίπτουν στο άρθρο 42 του ΚΙΝΔ.
Βασικές δυνατότητες των δικαιούχων statutory liens είναι η κατάσχεση του πλοίου μέχρι την επίλυση της διαφοράς (ή την εκποίηση του), καθώς και την προνομιακή ικανοποίηση από την αξία του πλειστηριάσματος του πλοίου. Για την ενεργοποίηση τους δεν αρκεί η γέννηση της απαίτησης, αλλά απαιτείται η κατάθεση σχετικού αιτήματος. Τα statutory liens κατατάσσονται, στο βρετανικό δίκαιο, κάτω τόσο από τα maritime liens όσο και από τις υποθήκες (“mortgages”). Επομένως, δεν προσιδιάζει στο περιεχόμενο αυτών με τα ναυτικά προνόμια του άρθρου 42 ΚΙΝΔ και κατατάσσεται μετά της ναυτικής υποθήκης.
Στην διάταξη του ΚΙΝΔ 42 φαίνεται να προσιδιάζουν υπό προϋποθέσεις και τα possessory liens. Δικαιούχοι τους είναι δανειστές που παρείχαν υπηρεσίες στο πλοίο, όπως οι ναυπηγοί και οι κατασκευαστές. Το possessory liens γεννώνται μαζί με την εξοπλιζόμενη του απαίτηση, χωρίς να χρειάζεται να πληρείται ορισμένη άλλη προϋπόθεση, και προβλέπουν το δικαίωμα κατάσχεσης του πλοίου και προνομιακής ικανοποίησης από την αξία του. Τα δικαιώματα αυτά διατηρούνται και σε περίπτωση μεταβίβασης καλή τη πίστει του πλοίου, εντούτοις εκλείπουν αν διακοπεί η κατοχή του δικαιούχου. Επομένως, τα possessory liens κατατάσσονται πριν τις ναυτικές υποθήκες.
Λαμβανομένης υπόψη την ενδελεχή ανάλυση και υπαγωγή των βρετανικών προνομίων στην εν λόγω υπόθεση, καθίσταται σαφές ότι η απαίτηση που επικαλείται η εκκαλούσα, ήτοι η απαίτηση από σύμβαση ανελκύσεως του πλειστηριασθέντος πλοίου και παραμονής του στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου της, δεν προσιδιάζει στα αναγνωρισμένα από το αγγλοσαξονικό δίκαιο ναυτικά προνόμια. Από την στιγμή που δεν αναγνωρίζεται στο αλλοδαπό δίκαιο το προνόμιο αυτό, τότε δεν πληρούται μία εκ των δύο σωρευτικά προβλεπόμενων προϋποθέσεων για την αναγνώριση του στο ελληνικό δίκαιο, οπότε δεν κατατάσσεται προνομιακά.
Ακόμη βέβαια και αν αναγνωριζόταν από το βρετανικό δίκαιο ως απαίτηση εξοπλισμένη με ναυτικό προνόμιο, θα έπρεπε να συνάδει με την φύση και το περιεχόμενο των ναυτικών προνομίων του ΚΙΝΔ, ώστε να «μεταφερθεί» ο προνομιακός χαρακτήρας του και στο ελληνικό δίκαιο. Αυτό προδήλως δεν συμβαίνει στην εν λόγω περίπτωση, καθώς επιβάλλεται ένας χρονικός περιορισμός ως προς την συντήρηση του πλοίου, κατά το ΚΙΝΔ42§1 εδ. α’, ο οποίος οριοθετεί την απαίτηση επί ανέλκυσης πλοίου, στον τελευταίο λιμένα κατάπλου, δηλαδή τον Πειραιά εν προκειμένω. Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν πληρείται, η εν λόγω προϋπόθεση δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για εφαρμογή προνομίου, ακόμα και αν αναγνωριζόταν αυτή η περίπτωση από το βρετανικό δίκαιο, επειδή ακριβώς δεν πληροί τις απαιτήσεις του ΚΙΝΔ.
Όσον αφορά τις ναυτικές υποθήκες, αυτές κατατάσσονται πριν τα προνόμια των γενικών διατάξεων του ΚΠολΔ και του άρθρου 155 ΠτΚ. Αυτό συμβαίνει, καθώς το άρθρο 1012§3 ΚΠολΔ παραπέμπει «κατά πρώτο λόγο» στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ως προς την κατάταξη των δανειστών. Στον ΚΙΝΔ, εκτός των ναυτικών προνομίων, προβλέπεται και η σύσταση ναυτικής υποθήκης, απλής ή προτιμώμενης. Έτσι, η προνομιακή αυτή ικανοποίηση εκτείνεται και στις ναυτικές υποθήκες. Για τον λόγο αυτό, κατατάσσονται μετά των ναυτικών προνομίων (ΚΙΝΔ 42§2) και πριν των ειδικών προνομίων του άρθρου 155 του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρο 42 ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 1012§3 αναλογικά εφαρμοζόμενο).
Εδώ, κατατάσσεται η ναυτική απαίτηση της καθ’ ου η ανακοπή. Πρόκειται για απαίτηση αναγελθείσα στις 28/03/2017 επικαλούμενη εξασφάλιση της με πρώτη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη για ποσό 2.312,508,39€ από μη αποπληρωμένο ενυπόθηκο δάνειο -πλέον τόκων υπερημερία και τόκων επί καθυστερούμενων τόκων, 298.478,31€ από έξοδα εξυπηρέτησης δανειακής σύμβασης -πλέον τόκων υπερημερίας, και 222,20$ από έξοδα εξυπηρέτησης της σύμβασης δανείου -πλέον τόκων υπερημερίας.
Ακολουθούν τα προνόμια που αναγνωρίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 975 για δανειστές με μικρότερης έκτασης απαιτήσεις. Πρόκειται για τις απαιτήσεις που σχετίζονται με την κατάσταση υγείας και διατροφής του καθ’ ου η εκτέλεση, ορισμένες εργατικές απαιτήσεις, οι απαιτήσεις των δικηγόρων, του Δημοσίου από ορισμένους φόρους και των ΟΤΑ από κάθε αιτία, του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλισης, των αγροτών και των αγροτικών συνεταιρισμών, καθώς και οι απαιτήσεις του συνεγγυητικού κατά του οφειλέτη.
Τέλος, κατατάσσονται οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις. Ο εγχειρόγραφος δανειστής δεν έχει άμεση εξουσία επί του πράγματος. Η απαίτηση του εξαντλείται, δηλαδή, στην απαίτηση της παροχής από τον οφειλέτη. Εν αντιθέσει με τα εμπράγματα δικαιώματα, οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις δεν είναι εξοπλισμένες, μεταξύ άλλων, με την εξουσίες της δίωξης και της παρακολούθησης. Έτσι, οι εγχειρόγραφες απαιτήσεις εκλείπουν σε περίπτωση μεταβίβασης του αντικειμένου σε τρίτο, ενώ δεν υπάρχει η δυνατότητα της ενοχικής αυτής απαίτησης να ακολουθεί την νομική τύχη του αντικειμένου.
Στις εγχειρόγραφες απαιτήσεις κατατάσσεται και η ναυτική απαίτηση της Εκκαλούσας. Αυτή δεν είναι εξοπλισμένη με κάποιο εμπράγματο δικαίωμα -ούτε ναυτικό προνόμιο ούτε υποθήκη. Επομένως, αποτελεί απαίτηση ενοχικού χαρακτήρα και δεν κατατάσσεται προνομιακά. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκαλούσα θα αναζητήσει τα ποσά ύψους 244.832€ και 58.758,68€ από τις απαιτήσεις, αφότου ικανοποιηθούν πρώτα οι εξοπλισμένες με εμπράγματα δικαιώματα απαιτήσεις, είτε αυτές ορίζονται από τον ΚΙΝΔ είτε από τον ΚΠολΔ.
Στο άρθρο 977 §3 εδ. α’ ΚΠολΔ προβλέφθηκε για πρώτη φορά η εξασφάλιση των εγχειρόγραφων δανειστών. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι μη προνομιούχοι δανειστές ικανοποιούνται συμμέτρως από το 10% του πλειστηριάσματος, ανεξαρτήτως της διανομής στους κατατασσόμενους υψηλότερα στον πίνακα κατάταξης. Η ρύθμιση αυτή προβλέφθηκε για να τους δώσει κίνητρα ώστε να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση και να διεκδικήσουν το ένα -μικρό μεν αλλά- τμήμα επί του πλειστηριάσματος. Έτσι, η Εκκαλούσα θα ικανοποιούταν μερικώς από το 10% του πλειστηριάσματος, συμμέτρως με τους υπόλοιπους εγχειρόγραφους δανειστές.
ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ
Εγγενές χαρακτηριστικό του ναυτικού δικαίου είναι η διεθνικότητα που το διέπει, ακριβώς λόγω της έντονης κινητικότητας που χαρακτηρίζει τα πλοία, χάρη στην δυνατότητα αυτοδύναμης μετακίνησής τους, σε συνδυασμό με την κρίσιμη συμβολή τους, στη μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων και αριθμού επιβατών. Ως εκ τούτου, αποτελώντας τα πλοία ένα διεθνές μέσο μεταφοράς του συναλλακτικού εμπορίου, συχνό φαινόμενο αποτελεί η διασταύρωση διάφορων εννόμων τάξεων, με αποτέλεσμα να εναπόκειται στους πλοιοκτήτη η επιλογή της έννομης τάξης που κατά την δική του πεποίθηση, εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα τους εμπορικούς του στόχους.
Παρόλα αυτά όμως και παραγκωνίζοντας προς στιγμήν την ελευθερία αυτή, αδιάβλητη παραμένει η αρχή πως το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (lex navis) καθορίζει τα θέματα του ουσιαστικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη συνομολόγησης μετασυμβατικής ρήτρας καθορισμού της δικαιοδοσίας, ενώ τα δικονομικά ζητήματα αξιολογούνται από το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (lex loci executionis). Όπως λοιπόν, αναλυτικά αναφέρθηκε στις ανωτέρω σελίδες, ο εξοπλισμός μίας απαίτησης με ναυτικό προνόμιο, κατά το ελληνικό και αγγλοσαξονικό δίκαιο, απαιτεί αναγωγή στα νομοθετικά ερείσματα των αντίστοιχων εννόμων τάξεων, ως κατά εξοχήν ζήτημα ουσιαστικού δικαίου. Αντιθέτως, η-μετά την κατάφαση ως προς τον προνομιακό ή μη χαρακτήρα της απαιτήσεως-κατάταξη σε σχέση με τις υπόλοιπες απαιτήσεις, αποτελεί δικονομικό ζήτημα και άρα θα ρυθμιστεί με τους δικονομικούς κανόνες του έχοντος δικαιοδοσία εθνικού δικαστηρίου, η οποία κατά τόπον ρυθμίζεται με βάση τον τόπο κατάσχεσης του πλοίου.
Εν προκειμένω λοιπόν, ο ισχυρισμός με τον οποίο ζητείται να αναγνωριστεί στην ναυτική απαίτηση της εκκαλούσας ναυτικό προνόμιο δεν θα ευδοκιμήσει, καθώς κατά τα οριζόμενα και προηγηθέντως αναφερόμενα στο βρετανικό δίκαιο, δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στην κατηγορία των maritime lines, ούτε σε αυτή των statutory ή possessory liens. Παρόμοια απάντηση δίνεται και σχετικά με το αίτημα αναγνώρισης ως προνόμιο κατά ελληνικό δίκαιο, καθώς δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις τάξεις που ορίζει το ΚΙΝΔ42, με αποτέλεσμα ορθώς το δικαστήριο αξιολόγησε τους θεμελιωτικούς της ανακοπής ισχυρισμούς, ως νόμω αβάσιμους.
Βέβαια, αν και οδηγήθηκε στο ορθό -εξ αποτελέσματος- συμπέρασμα, παρέθεσε στην πρωτόδικη εσφαλμένη αιτιολογία, θεμελιώνοντας την ήττα της εκκαλούσας στο ουσία και όχι νόμω αβάσιμο των ισχυρισμών της. Βέβαια, επειδή ουσιώδες για τους διαδίκους είναι το διατακτικό της αποφάσεως και όχι η αιτιολογία αυτής, κατ΄ εφαρμογή του ΚΠολΔ534, επιδιώκεται καταρχήν η αντικατάσταση της εσφαλμένης αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση της μη δημιουργίας διαφορετικού, από το αρχικό δεδικασμένο, καθώς έτσι περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση ο ηττηθείς διάδικος, πράγμα που απαγορεύεται. Έτσι, προς αποφυγή παραβίασης της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος (non reformation in pejus) , ο οποίος επί μη εφαρμογή της θα αποκλειόταν από την ενδεχόμενη παροχή πληρέστερης δικαιοσύνης, το Εφετείο κρατά την υπόθεση, περιορίζεται ο κανόνας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας υπέρ του δεύτερου και την εκδικάζει κατ’ουσίαν.
Απεικονίζεται με αυτό τον τρόπο, η ακτινογραφία του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο συναπαρτίζεται από δύο αυτοτελή -ως προς το περιεχόμενο- αλλά ενιαία διατυπωμένα -ως προς την εξωτερική μορφή μέρη. Το πρώτο που αντιστοιχεί στην κρίση περί εξαφάνισης της προσβαλλόμενης απόφασης και το δεύτερο που αντιστοιχεί στην κρίση αναφορικά με την ουσία αυτής. Ως εκ τούτου το Εφετείο, διατηρεί την αρμοδιότητα του και δικάζοντας κατ’ουσίαν, όπως έχει οροθετηθεί εξάλλου η εξουσία του, βάσει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κρίνοντας επί του βασίμου των ισχυρισμών που εισάγονται με την ανακοπή. Πλέον λοιπόν, δεν δεσμεύεται από την ανωτέρω διατυπωμένη αρχή, η οποία κάμπτεται πλήρως στην περίπτωση υποκατάστασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο δεν κωλύεται να εκδώσει απόφαση, εξοπλισμένη με δεδικασμένο ευρύτερων αντικειμενικών ορίων (ΚΠολΔ536), κάτι που δεν θα συνέβαινε αν επιχειρούσε την συνέβαινε αν επιχειρούσε την αντικατάσταση αιτιολογιών.