Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»
Η αυξανόμενη προσφυγή των πιστωτικών ιδρυμάτων και, κυρίως, των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers) σε ένδικα μέσα, όπως η έκδοση Διαταγών Πληρωμής, θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα των δικονομικών προϋποθέσεων και της αποδεικτικής επάρκειας των εγγράφων, που θεμελιώνουν την απαίτηση. Συχνά, η επιδίωξη δικαστικής επίλυσης εκ μέρους των πιστωτών έρχεται σε αντίθεση με τις προσπάθειες των οφειλετών για εξωδικαστική διευθέτηση, δημιουργώντας ένα περίπλοκο νομικό πεδίο.
Μια πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναδεικνύει τις αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει ο νόμος για την απόδειξη μιας «βέβαιης και εκκαθαρισμένης» απαίτησης, ιδίως όταν αυτή τελεί ήδη υπό καθεστώς ρύθμισης. Η απόφαση αυτή συνιστά σημαντική δικαστική εξέλιξη, ενισχύοντας τη θέση του καλόπιστου οφειλέτη.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η υπόθεση αφορούσε οφειλή από δανειακή σύμβαση, ύψους περίπου 200.000€, η οποία είχε καταγγελθεί από το πιστωτικό ίδρυμα και η διαχείρισή της είχε μεταβιβαστεί σε εξειδικευμένο fund. Οι οφειλέτες, μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, επεδίωξαν και, κατόπιν διαπραγματεύσεων, επέτυχαν συμφωνία ρύθμισης της οφειλής τους με την εν λόγω εταιρεία διαχείρισης, χωρίς όμως να τους προσκομίζει η διαχειρίστρια εταιρεία τα έγγραφα, που ζητούσαν για να ελέγξουν την κίνηση του δανείου τους, δικαίωμα για το οποίο παρέμειναν επιφυλακτικοί, παρά το γεγονός ότι ρύθμισαν το εμφανιζόμενο τρέχον υπόλοιπο, προκειμένου να αποφύγουν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος τους. Για το λόγο αυτό, συνέχισαν να αξιώνουν από τους πιστωτές την προσκόμιση των εγγράφων, που αποδεικνύουν το πώς δημιουργήθηκε αυτή η οφειλή.
Παρά τη σύναψη και την συνεπή τήρηση των όρων της ρύθμισης εκ μέρους των οφειλετών, η διαχειρίστρια εταιρεία προέβη στην έκδοση Διαταγής Πληρωμής, με την οποία απαιτούσε την άμεση και εφάπαξ καταβολή του συνόλου του αρχικού οφειλόμενου κεφαλαίου, δηλώνοντας άγνοια για την ύπαρξη ενεργής και ενήμερης συμφωνία διευθέτησης. Κατά της πράξης αυτής, οι οφειλέτες άσκησαν ανακοπή.
Η νομική κρίση του δικαστηρίου: Η έννοια της βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την ανακοπή, προχώρησε, πέρα από την οφθαλμοφανή καταχρηστική άσκηση της διαταγής πληρωμής, και σε έλεγχο των εγγράφων,που αποδεικνύουν αυτήν την οφειλή. Εστίασε στις δικονομικές προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με τα οποία για την έκδοση Διαταγής Πληρωμής απαιτείται η απαίτηση να είναι βέβαιη (να μην καταλείπονται αμφιβολίες για την ύπαρξή της) και εκκαθαρισμένη (να είναι επακριβώς προσδιορισμένο το ύψος της), αποδεικνυόμενη εγγράφως.
Η κρίση του Δικαστηρίου για την ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής θεμελιώθηκε στους ακόλουθους νομικούς και ουσιαστικούς λόγους:
1.Ανεπάρκεια Αποδεικτικών Εγγράφων: Η επισπεύδουσα εταιρεία διαχείρισης δεν προσκόμισε τα προβλεπόμενα από τον νόμο επίσημα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, τα οποία αποτυπώνουν με σαφήνεια την αναλυτική κίνηση του λογαριασμού της δανειακής σύμβασης. Αντ’ αυτών, προσκομίστηκαν απλές, μηχανογραφημένες καρτέλες και πίνακες, οι οποίοι απεικόνιζαν αποσπασματικά τις καταβολές και τις χρεώσεις τόκων, χωρίς όμως να παρέχουν πλήρη και διαφανή εικόνα της εξέλιξης του χρέους.
2.Έλλειψη Πιστοποίησης και Αυθεντικότητας: Τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν έφεραν την απαιτούμενη βεβαίωση αρμοδίου οργάνου, ότι αποτελούν ακριβή αποσπάσματα από τα επίσημα εμπορικά βιβλία του πιστωτή. Περαιτέρω, δεν υπήρχε επικύρωση της γνησιότητάς τους, ούτε από εξουσιοδοτημένους τραπεζικούς υπαλλήλους, ούτε η σχετική βεβαίωση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Συνεπώς, τα έγγραφα αυτά κρίθηκαν ως απλά ιδιωτικά έγγραφα, στερούμενα της αυξημένης αποδεικτικής δύναμης, που απαιτεί ο νόμος για τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε, ότι δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο βέβαιο και εκκαθαρισμένο το ύψος της απαίτησης, καθιστώντας την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής παράνομη και συνεπώς ακυρωτέα.
Πρακτικές συνέπειες
Η εν λόγω απόφαση επιβεβαιώνει την πάγια νομολογία, σχετικά με τον αυστηρό δικονομικό τύπο, που διέπει την έκδοση Διαταγής Πληρωμής. Οι πρακτικές συνέπειες της απόφασης είναι σημαντικές, τόσο για τους πιστωτές, όσο και για τους οφειλέτες:
Για τις Εταιρείες Διαχείρισης (Servicers): Καθίσταται σαφές, πως η προσκόμιση απλών, ανεπικύρωτων και μη αναλυτικών καταστάσεων λογαριασμών δεν επαρκεί για τη θεμελίωση μιας απαίτησης στη διαδικασία έκδοσης Διαταγής Πληρωμής. Υποχρεούνται να παρέχουν πλήρη, διαφανή και νόμιμα επικυρωμένη τεκμηρίωση της οφειλής.
Για τους Οφειλέτες: Η απόφαση ενισχύει τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Ακυρώνοντας μια Διαταγή Πληρωμής, όχι μόνο αποτρέπεται ο άμεσος κίνδυνος αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. κατασχέσεις), αλλά παρέχεται και η δυνατότητα για ουσιαστικό έλεγχο των χρεώσεων, των επιτοκίων και του τρόπου υπολογισμού της οφειλής. Το δικαίωμα του οφειλέτη για διαφάνεια και πρόσβαση στα επίσημα εμπορικά βιβλία, που τον αφορούν, δεν αποτελεί «επιθετική κίνηση», αλλά θεμελιώδες δικονομικό του δικαίωμα.
Εν κατακλείδι, η δικαστική οδός παραμένει ένα κρίσιμο εργαλείο για την προάσπιση των δικαιωμάτων των οφειλετών, διασφαλίζοντας ότι οι απαιτήσεις των πιστωτών υπόκεινται σε αυστηρό νομικό έλεγχο, προτού οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες συνέπειες για την περιουσία τους.
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών – Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4